Saturday, December 27, 2008

Κάτι ώρες γαλήνιες κρέμωνται σα σταγόνες στα φύλλα της ζωής μου. Και φοβάμαι τη πτώση τους, τον ήχο πάνω στο χώμα. Έχω μιαν ελπίδα πως η παγωμένη σου ανάσα θα αφήσει μετέωρο το χρόνο σαν ένα λαθάκι ξεχασμένο μέσα στη φύση. Μα όλα πλασμένα με επίγνωση , καμώμενα με σοφία. Τόσο ανέλπιστο να με καταραστεί το θυμικό σου... κράτησα άλλωστε τα σφάλματά μου τιμωρημένα, ίσως πάλι να ελπίζω πως δεν φανέρωσα κρίματα στους τόπους σου. Πάνω στο δίκαιο των ανθρώπων εξόρισα την ανυπακοή μου, πάνω στη δικαιοσύνη του Νόμου σου, οφείλω την υποταγή μου. Σε όσα με όρισαν πριν απο μένα σε όσα θα χαρακώσουν το σώμα μου, το λόγο μου. Θεε μου...
Φοβάμαι, όσα δίκαια καλείς του λόγου σου κι αναμεσό τους στέκομαι. Άφησέ με στο περιθώριο της Δικαιοσύνης σου. Ώσπου να δυναμώσει η ψυχή μου!


Απο ποιά χαραμάδα τ'ουρανού να φυτρώνει η μορφή σου σα βλαστός ;
read more “ ”

ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΚΡΟΚΑΝΘΡΩΠΟΥΣ

Wednesday, December 17, 2008


Απόψε γιορτάζει ο Νικόλας ο Άσιμος στη ψυχή μου. Έτσι, δίχως λόγους και θλιβερές επετείους, διχώς κεράκια και στημένες ημερομηνίες. Απόψε γιορτάζει ο Νικόλας ο Άσιμος, μ'έκείνο το ''ο '' να μπαίνει αναμεσά του όπως το θέλησε εκείνος...''ο Άσιμος''. Για να μη μπερδεύεται στα ποδάρια και τις σκοτούρες του Asimov για να λογιάζεται περιπλανώμενος στα δικά μας ποδάρια και να σκονίζεται με τις θλιβερές διαπιστώσεις του, τις Οδύσσειες περιπλανήσεις ενός'' Κανένα''. Απόψε... ένα θέατρο του δρόμου ξεμύτισε στην άκρη της νύχτας, έκανε τούμπες στους ασφαλτοστρωμένους δρόμους, κοιμήθηκε ανάμεσα στ'αυτοκίνητα κι έφερε στα ξέφτια του μυαλού μου έναν καβαλάρη . Τ' ουρανού. Με τσιμπολογημένα απο σπουργίτια παπούτσια, ένα σακάκι μπαλωμένο εφημερίδες, στίχους, ένα μάτσο μπαλόνια κι ένα ημίψηλο φορτωμένο σκέψεις. '' Αναζητώωωντας Κροκανθρώωωωπους'' , απελπισμένη η κραυγή του Καβαλάρη θυμώνει το Αβασάνιστο. Ένα σμαρι παιδιά αμολάνε πετροβόλια με τις χουφτές, ή μήπως βρέχει εκείνη τη νύχτα, κανείς δεν θυμάται. Έχει δεμένες δυο γραβάτες στο λαιμό του, σα θηλιές κι είναι λέει δυο φορές κύριος, κι έπειτα '' Εσύ'', λέει, '' μην πατάς πάνω στις κάλτσες σου, είναι φριχτό αυτό που κάνεις''. Γελάς, κι εσύ, κι εγώ. Πώς άλλωστε;
Πουλάει κασέτες στα στενά των Εξαρχέιων κι ένα μικρό κορίτσι με μπλεγμένες τις κοτσίδες του έχει γραπωμένες τις χουφτες στην τσέπη του σαν κυρτωμένες τανάλιες .
Απόψε δεν ανάβω κεράκια στη μάσκα που σου φόρεσε ο Θάνατος. Ούτε τύπωσα μπλουζάκι με τα ξέμπλεκα μαλλιά σου, ούτε τον ''μπαγάσα ''σου πλήγωσα με τα χείλη μου. Μονάχα που σε σκέφτηκα να φτυαρίζεις συνειδήσεις στον κήπο των Εξαρχείων. Και γέλασα, γέλασα με τη ψυχή μου. Τόσο που έγινα πολύχρωμη, σαν τους δικούς σου κροκανθρώπους.
Venceremos ,Nικόλα ,venceremos...γιατί η ελευθερία δεν πεθαίνει μέσα σε εμφύλια στρατεύματα και δεν χαρακώνει μονάχα χαρακώνεται. Πουλάει κασέτες, δεν ξεπουλιέται στα παζάρια.
Σε γιορτάζω απόψε, που γουστάρω Ελευθερία.

«Εμένα μ'αρέσουν οι βαθιές θάλασσες. Κι ας μη γυρνώ τον κόσμο. Κι ας με νομίζεις κολλημένο στο ίδιο σημείο. Δεν υπάρχει σύμπαν Υπάρχουν μόνο Στιγμές. Συμπαντικές στιγμές.Αν φτάσεις στην ακινησία Μπορείς παντού να ταξιδέψεις. Εγώ δεν χρειάζομαι τον Κόσμο, κακώς έχεις νομίσει.Για μένα δεν υπάρχει κόσμος Χρειάζομαι απλά Να δημιουργώ κόσμους»
Ν. Άσιμος
read more “ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΚΡΟΚΑΝΘΡΩΠΟΥΣ”

Saturday, December 13, 2008


Στις 9 το βράδυ διάφορες ομάδες νεολαίας θα συγκεντρωθούν στη κεντρική πλατεία στο Γκάζι, μπροστά το Μετρό Κεραμεικού με σκοπό να ενημερώσουν τους νέους για τα τρέχοντα γεγονότα. Σύνθημα τους «σας θέλουμε μαζί μας». Αμέσως μετά θα ακολουθήσει πορεία μέχρι την πλατεία Ομονοίας μέσω της οδού Πειραιώς.


Θα είμαστε όλοι εκεί.


υ.γ Ένα Σάββατο μπορείς να αφήσεις παράμερα τις γόβες και τα λαμπερά σου φορεματάκια. Σωστά;;
read more “ ”

ΑΦΗΣΤΕ ΜΕ ΝΑ ΠΕΘΑΝΩ

Thursday, December 11, 2008


Pardon me, lords and ladies,
if i do not think of myself
as the disease.
Pardon me if i receive the Holy spirit
without telling you about it.
Pardon me,
Commissars of the West,
if you do not think
i have suffered enough.

L. Cohen ( Book of Longing)


-Αφήστε με , είπε να πεθάνω ήσυχη.
Κι απο τότε γύρεψα τα χλωμά της τα χέρια, σε δρόμους, σε πλατείες σε φανοστάτες σε εκκλησιές. Κι άλλοτε πάλι την είδα γυμνή να περιφέρεται μέσα σε παλιους καφενέδες στα κοινοβούλια των ''αθανάτων'', σε τοίχους μισοφαγωμένους, στα χέρια των παιδιών και των μεγάλων, στα ματωμένα ρούχα στρατοφόρων... Λιποτάκτησε, είπα, με ένα ανθάκι λεμονιάς φορεμένο κατάσαρκα και πήρε να μπλαβίζει η μέρα, όπως στα ακρογυάλια των ουρανών, και στις κόχες των ματιών του Ποιητή.
-Αφήστε με, είπε, να πεθάνω ήσυχη, όπως πεθαίνουν τα ηλιοβασιλέματα προτού τα αποτελειώσει το γιόμα της μέρας.
Και πήρα να την αναζητώ στα δίκοχα των στρατευμένων,στις λασπωμένες σόλες των ανθρώπων. Πάντα απόσωνα στα χερια μου ένα κουρελάκι μυρουδιά, όπως μένει στα υφάσματα των πεθαμένων η στερνή τους ανάσα. Ναυαγισμένα συντρίμμια, μονολογούσα, και πήγαινα παρακάτω.
Οι καιροί αλλάζουν, όπως τα μέτωπα των παιδιών πλαταίνουν πάνω στο χρόνο κι εσύ δεν μποραγες να σηκώσεις το κεφάλι απο τα χαρτιά σου. Ποιητή, γραφιά, λαμνοκόπε των ονείρων,΄Ανθρωπε. Έριξες την άγκυρά σου σε ένα λιμάνι, αιώνες τώρα κι είπες εδώ το απάγγιο μου, εδώ η Κίρκη μου, εδώ τα γηρατειά μου. Όπως δεν μπόρεσες ν'αντικρύσεις ποτέ τον θάνατο και τα στερνά σου, όπως δεν κοίταξες κατάματα τον Ήλιο , έτσι και στα τώρα, ξεχάστηκες πως οι καιροί αλλάζουν. Δεν βαστάνε οι λέξεις οι παλιές, χνοτίστηκαν απο το χρόνο, δεν βαστάνε τα λόγια και τα κρίματα και οι νόμοι που εφηύραν οι προγόνοι σου. Δεν έμαθες να σκοτώνεις τους προγόνους σου. Για τούτο κράτησες τα κοιμητήρια μέσα στα σπίτια για τούτο έσπειρες ελαιώνες κι ήπιες το χυμό τους... Ότι ήξερες πεθαίνει. Δέξου το. Σκύψε το κεφάλι και προχώρα.
Η Δημοκρατία πεθαίνει. Όπως πεθάνανε τα χέρια που την κάρπωσαν, τα στόματα που την τραγούδησαν , οι λέξεις που κέντησαν τα σώθικά της. O Σοσιαλισμός έσβησε μαζί με τη Σταύρωση πάνω στην ανατολή της ασυδοσίας κι όταν το βλέμα σκόρπισε το λαγαρό του πυθμένα. Δεν βαστάνε οι καιροί τούτο το σαρακοφαγωμένο σώμα. Τί είναι αυτό που αρνείσαι να δεις;; Σκέφτηκες ποτέ;; Πεισμώνεις και ρίχνεις το πείσμα σου πάνω στην καταστροφή, αρνείσαι την παραδοχή μιας λέξης που πάντα στάθηκε μπασταρδεμένη πλάι στις ανάσες των ανθρώπων. Ψάξε στα κιτάπια σου τούτο που ξεστομίζεις Δημοκρατία, τόυτο το κορίτσι που αποταυρίζεται κάθε πρωί πλάί στον άγνωστο στρατιώτη , ψάξε στα πισωπατήματα του χρόνου, κι αν την έβρεις να στέκει ατόφια σαν το χρυσάφι, έλα και λιθοβόλησε με .
Γινήκαμε πολλοί πάνω σε τούτον τον πλανήτη, αρμαθιές ανθρώπων, στρατιές απο σώματα κι η Δημοκρατία δεν ζήτησε ποτέ τον όχλο. Μια πουτάνα πολυτελείας υπήρξε σε όλη της τη ζωή που αγαπήθηκε, μα κοιμήθηκε στα κρεβάτια των λίγων . Κι εσύ βαυκαλίζεσαι πως θα την κάμεις πόρνη. Μα τα χατήρια δεν στα κάμει, κι ένα σου λέω. Άστη να φύγει, όπως της αξίζει, για να μπορέσει να ξανάρθει. Κι άσε τις μέρες να φέρουν όσα οι Θεοί ονόμασαν πλήρωμα,όσα οι ανθρώποι θερισμό, όσα η γη αξίζει. Τούτη η πραμάτεια μας, φτωχή κι αρματωμένη, μα θέλει δέσιμο. Η Δημοκρατία δεν δένει. Λύνει τους κάβους, μυρίζει θάλασσα και τα μυαλά των ναυτικών δεν μένουν στα αμπάρια, αμολάνε φτερά , διαβαίνουν τον ορίζοντα.
Θαῤθουν μέρες, που θα ακούσεις για άλλα πολιτεύματα. Θαῤθουν μέρες, που θα βρεις νόμους λακωνικούς σαν συνθήματα πάνω σε τοίχους. Άστους ναῤθουν και να φύγουν όταν δεν θα αντέχει η καρδιά να τους βαστάξει. Γιατί ήρθε η ώρα να εκτιμήσεις όσα πλανηθηκες πως ήσαν δεδομένα κι όσα δεν στάθηκες ικανός να τα σπείρεις παραπέρα. Πολέμα, όσο θες, μα όσα σου λέγω τώρα θα γίνουν, τίποτα δεν ξεγράφεται από τους ουρανούς κι αν έμαθα να τους διαβάζω είναι γιατί δέχτηκα το θάνατο. Όσο έσυ δεν ξεκόρμισες απο τη ζωή ποτέ σου.
Αφήστε τη Δημοκρατία να πεθάνει στην ησυχία της. Αρκετά την σκοτώσατε, αρκετά τη λιθοβολήσατε, αρκετά την πληγώσατε με τα στόματά σας, αρκετά την νεκραναστήσατε. Αφήστε την Δημοκρατία να πεθάνει όπως της αξίζει.

Τουλάχιστον εγώ, θα ξέρω, πως δεν την πετροβόλησα ποτέ μου. Μονάχα της έκλεισα τα μάτια.
read more “ΑΦΗΣΤΕ ΜΕ ΝΑ ΠΕΘΑΝΩ”

E Λ Α

Friday, December 5, 2008

read more “E Λ Α”

Wednesday, December 3, 2008


Nομίζω πως κοιμήθηκα περισσότερα τρένα στη ζωή, παρα ανθρώπους. Τα δικά μου βαγόνια, στάθηκαν τα πιο αλλόκοτα, λες και τις ώρες που συχνάζω στα σωθικά τους βρέχει ο Θεός περίεργα στοιχήματα. Τα ''ξωτικά της μέρας'', ψιθυρίζω, περιπαίζω τις εικόνες, δίνω σχήμα στα πλάσματα κι εκείνα ξεφτίζουν με το νύχι τους λίγο τη φαντασία. Τα μυρίζω όπως η μάνα το βλαστό της, όπως το θρέμμα το μητρικό το στήθος, πέφτω επάνω τους με γδούπο. Τρελοί πραματευτάδες, ζωγράφοι, ποιητάδες, πορνογράφοι και ειδωλολάτρες, κοιμωμένες ξεχασμένες πριγκηποπούλες, στο διπλανό κάθισμα, να ξεχνάνε την ανάσα τους στον ώμο μου. Αρπάζω τότε ένα δίχτυ- σαν τις ''πλεξούδες'' του ''Γέροντα '' στ'ανοιχτά του πελάγους- ανάβω τσιγαράκι- κατα φαντασίαν - και θυμωνιάζω λόγια. Σταχυα λόγια, λυγμούς και περιπαίγματα. Μάτια, πονεμένα, μάτια ξενυχτησμένα, θυμό , οικτο, λαχτάρα.

Στιγμές που χάνω τον εαυτό μου, σαν σήμερα, να γίνομαι όλα όσα μισώ να θωρώ στις στέπες των ανθρώπων. Ανοιχτό παράθυρο, θέση με θέα στο διάβα του τρένου, να βλέπω πάντα τα φώτα των δρόμων να ξαπλώνουν στο στήθος μου, τίς ρυτίδες προσώπων ξεχασμένων απο το χρόνο στις αποβάθρες, στο τζάμι να ζωγραφίζω με το δάχτυλο εσένα. Πάντα εσένα. Παράθυρο ανοιχτό, λέω. Βρόχη - ρανίδες γυαλιού χαράζουν το μέτωπό μου, τις σελίδες του βιβλίου που στα χέρια ακουμπώ. Σηκώνομαι βιαστικά και σφραγγίζω το παράθυρο. Σηκώνομαι βιαστικά και σφραγγίζω το παράθυρο. Δεν είμαι εγώ, τότε ποιός; Ανόητοι άνθρωποι έτσι σαν κλείνουν το παράθυρο στη Ζωή.


Γράψε μου πως δεν θα γίνεις ποτέ σαν κι εκείνους. Να θυμάσαι το παράθυρο το Ανοιχτό.



υ.γ Θα γεράσω μαζί σου ''μικρή και τριανταφυλλένια''...Θα περιμένω απο σένα να μού πεις πότε το παράθυρο να κλείσω. Στη νύχτα για στο φως.



Καληνύχτα.
read more “ ”

Tuesday, December 2, 2008


« Αν είσαι πολεμιστής, μη λυπάσαι, δεν είναι στη περιοχή του χρέους σου η συμπόνια. Σκότωνε τον οχτρό ανήλεα. Μέσα από το σώμα του οχτρού άκου το Θεό να φωνάζει:« Σκότωσε το σώμα τούτο, μ'εμποδίζει . σκότωσέ το να περάσω! »


«Αν είσαι σοφός, πολέμα στο κρανίο, σκότωνε τις ιδέες, δημιούργησε καινούριες. Ο Θεός κρύβεται μέσα σε κάθε ιδέα όπως μέσα σε σάρκα. Σύντριψε την ιδέα, λευτερωσέ τον! Δώσε του μια άλλη ιδέα, πιο απλόχωρη, να κατοικήσει.»


«Αν είσαι γυναίκα, αγάπα. Διάλεξε, ανάμεσα απ'όλους τους άντρες, με σκληρότητα, τον πατέρα των παιδιών σου. Δε διαλέγεις εσύ. διαλέγει ο άναρχος, ακατάλυτος, ανήλεος μέσα σου αρσενικός θεός. Τέλεψε όλο σου το χρέος, το γιομάτο πίκρα, έρωτα κι αντρεία. Δώσε όλο σου το κορμί, το γιομάτο αίμα και γάλα.»

Ν. Καζ.
Και τώρα που τέλεψαν τα παραγάδια, τ'αλήτικα ιχνογραφήματα στους τοίχους, τί είμαι;
Ένας κήπος η ζωή μου δίχως φράχτες και μυρωδάτα σύνορα. Θαρρώ πως τα δικά του λουλούδια, ήταν κάποτε δάκρυα, και μια νύχτα σκόρπισαν απο τα μάτια τ'ουρανού. Στον κήπο μου. Εκεί που τα χέρια σου ήρθαν και ράγισαν το χώμα, λιθοβόλησαν την ψυχή μου με την πετριά της ελπίδας.
Βρέχει στον κήπο μου τούτες τις μέρες. Βρέχει ροδι και στάρι, εκείνα που ξεχνώ, όσα θυμάμαι, κι εκείνο το ''Θέλω'' αποξεχάστηκε πάνω στις φτερούγες της επιθυμίας. Ξέρω,δεν κόβω λουλούδια, ανθισμένα δάκρυα, αγαπάνθους, ανεμώνες, αμάρανθους ζουμπούλια. Έκείνη η λέξη''επιλέγω'' ξάφνου έβγαλε αγκάθια. Η επιλογή ''σκίζει'' τα δάχτυλα που την άγγιξαν.


υ.γ Πάμε να φύγουμε μακριά απο δω...Δεν τους αντέχω τους ανθρώπους, σίγουρα ούτε αυτοί εμένα.

Τα λέμε...στο Νόστο.
read more “ ”

AND THE STORY GOES ON AND ON...

Monday, November 24, 2008


Δάκρυα, δάκρυα, δάκρυα...Βαρέθηκα να βλέπω δακρυσμένους ανθρώπους. Κουράστηκα να σας ακούω να κλαψουρίζετε στον ώμο μου, κουράστηκα να ακούω τη φωνή μου να σκορπίζει παραμυθίες και λόγους, λόγους.... Ναι, ξέρω. Υπἠρξα δυνατή. Είμαι, υπήρξα, ποιός νοιάζεται; Ο γκομενός μου, η γκομενά μου, μού είπε, της είπα, με ήθελε, την ήθελα κι ένα κουβάρι απο ιστορίες. Οι'' παρίες του έρωτα'' και κουραφέξαλα. Τί ξέρετε μωρε απο έρωτα; Τυλίγεστε με μια κουβέρτα φεγγάρια ολόκληρα, σπαταλάτε ανάσες κάτω απο ιδρωμένα σκεπάσματα, κοινωνικές εκδηλώσεις πιασμένοι χέρι-χέρι, καλοκαιριάτικα δειλινά -΄ωρες ολόκληρες αναλύετε την αγάπη, τα ελλατώματά σας κι έπειτα...έπειτα Φθορά. Όμορφη λέξη. Εσεις την ξυπνήσατε, καθήστε τωρά μονάχοι σας να θωρείτε τον ξυπνημό της κι ύστερα να φοράτε στο κορμί σας την αγαπημένη σας λέξη: Θύμα. Βαρετό το σενάριο. Η πικρία σας το ίδιο. Όχι, δεν είμαι σκληρή, άλλωστε οι ώμοι μου φιλοξένησαν τη ψυχή σας, αυτή μωρέ, που δεν ξέρει να αγαπά, ούτε να ερωτεύεται, παρά να φυλακίζει. Σαν τις μοδίστρες, κόβετε και ράβετε το συνολάκι της αγάπης στα μέτρα σας. Με νταντέλες, οργαντίνες και βολανάκι στο γιακά, σαν τις μαθήτριες. Στο τέλος, περνάτε και τη βέρα στο λαιμό σας, έτσι γιατί οι θηλιές πνίγουν καλύτερα. Πού πήγε, μωρέ, η άπόσταση; Κι εκείνο το όμορφο ''αδημονώ'', έμαθες ποτέ σου τί σημαίνει; Κρατιέμαι εκεί που πρέπει σε απόσταση αναπνοής και δεν βιάζω το χρόνο, τον τόπο,ούτε τα σωθικά σου. Κάνω έρωτα όταν το κορμί λυγάει απο πόνο, γράφω γράμματα και λέξεις, όταν τα λόγια στέκονται φτωχά ακόμα και το ''σ'ἀγαπώ'' να ψελλίσουν. Δεν θυμάμαι επετείους, δεν ψωνίζω τις ημέρες αγάπης...γιατί εκείνη την ημέρα που όλοι ριγάνε στα ''καλά τους'', εσύ γιορτάζεις τη μοναξιά...του εαυτού σου. Και τον έρωτα...τον θυμάσαι κάθε γιομα που ό ήλιος ροβολά τις κρήμνες. Κι όταν το βλέμα της-το βλέμα του δεν είναι πια το ίδιο, δεν μιλάς . Φεύγεις. Με ένα φευγιό που μονάχα τα πουλιά γνωρίζουν σαν τραβάνε κατα το Νότο. Αλλά ποια είμαι εγώ που θα μιλήσει για Έρωτα, σωστά ;;



Μαζεύω τα μπογαλάκια μου κι αλλάζω γειτονιά. Μένετε βαρετοί όπως οι πόλεις τις ώρες αιχμής, όπως όταν ξεφυλλίζετε τον Έρωτα στα εγχειρίδια.






υ.γ Επιλέγω τη μοναξιά , πάει να πει πως ξέρω τί θέλω. Ακόμη κι αν εκείνη η πεθυμιά δεν σκορπίζει την ανάσα της σε τούτον τον κόσμο. Ακόμη κι αν εκείνη η πεθυμιά θα' θελα να ήσουν Eσύ. Αλλά δεν είσαι..Aκούς; Δεν μπορείς να είσαι.
read more “AND THE STORY GOES ON AND ON...”

S.O.S

Δεν έχω λέξεις. Μού πήρες κι αυτές. Δώσε μου τη Zωή μου. Έστω ότι απόμεινε απο αυτή.


S

O

S

Δ.Ε.Λ σημαίνει Σιωπή θανάτου κι όλα όσα φοβάμαι.


Ναι, Φοβάμαι...
read more “S.O.S”

Saturday, November 22, 2008

« Εγώ είμαι ένας αδέσποτος παλιάτσος.


Μόνο οι παλιάτσοι δικαιούνται να μιλούν για μοναξιά. Περιφέρομαι άσκοπα, στις γυμνές πλατείες. Έχω δυο κόκκινα ρόδα στα μάγουλα και η ψυχή μου κυκλοφορεί με το ημίψηλο του Ι.


Βγάζω τη γλώσσα μου και κάνω γκριμάτσες.


Χειρονομώ. Ασχημονώ. Χορεύω.


Ζαρώνω πίσω απο τα παγκάκια και γελάω.


Γελάω πολύ. Κυρίως για πράγματα που θα 'πρεπε να κλαίω.


Αν κάποια μέρα με περιμαζέψει η κλούβα, θα'ναι γιατί σε ώρες κοινής ησυχίας εγώ γελούσα δυνατά.»





Αλκ. Παπ. ( ''Το ταξίδι που λέγαμε...'')
read more “ ”

Thursday, November 13, 2008

Λείπεις. Μου λείπεις. Όπως στη ζέση του καλοκαιριού το χάδι του φλοίσβου.
Κι εδώ είναι δύσκολα μα ακόμα τα χειρότερα αναμένουν , ποιός ξέρει, να μερέψει η δύναμη.
Τελικά, ποιός νίκησε, θα μού πεις;
read more “ ”

Thursday, October 23, 2008

Ο δικός μου άνθρωπος δεν προσμένει καρτερικά την αλήθεια που γκρεμίζει το ψέμα. Το γκρεμίζει μονάχoς του, προτού σημάνει η ώρα.

( ...ετούτο για σένα που διαβάζεις)

Και το λίγο από τη μέρα μου, αν ακόμη δεν κίνησες να φύγεις:

υ.γ Στους κοντινούς τοίχους μια φωνἠ σφαγιάζει τη σιωπή, μέρες τώρα. Δεν βγαίνω πια στο παράθυρο ν'αγροικήσω τα χνάρια της. Το γνώριμο των σαλών παλεύει με τη συνήθεια. Η φωνή κάπως έτσι, τα λόγια χλωμά :« Είμαι πολύ ευτυχισμένη, είμαι πολύ ευτυχισμένη..» Απόγνωση μιας εποχής που δεν εννόησα ποτέ μου...και όχι δεν μπήγω τα γέλια τα αποστασιοποιημένα.
read more “ ”

ΙΣΤΟΡΙΑ...

Wednesday, October 22, 2008


Ιστορία...
Από εκείνες που κάποτε νεύουν στη σκέψη σαν αχός μιας θλιμμένης μελώδίας, σαν στιχάκι που φυλλορόησε συνειδήσεις..

''....... Ένα παιδί ξυπνά στον ύπνο και κλαίει απεγνωσμένα δάκρυα. Σχεδόν σπαράζει. Ο πατέρας το πλησιάζει στοργικά, χαιδεύει το κεφάλι του :« Τί είναι, παιδί μου, είδες κακό όνειρο, εφιάλτη; » Το παιδί, πλαντεμμένα τα φυλλοκάρδια του, σηκώνει το κεφάλι. « Όχι» απαντά.
Ο πατέρας ξαναρωτά:« Μήπως όνειρο θλιμμένο, και η καρδιά σου πόνεσε;»
«Όχι», το αγόρι γνέφει στοχαστικά.
« Είδα μονάχα ένα όνειρο που δεν θα πραγματοποιηθεί ποτέ» ''

Καληνύχτα.
read more “ΙΣΤΟΡΙΑ...”

ΤΣΑΓΚΑΡΟΔΕΥΤΕΡΕΣ

Monday, October 20, 2008

Αφραγγιά. Στοπ. Δανεικά από παντού. Στοπ. Κι όλα τώρα, διάολε να σώνονται. Κρατημένες τσέπες από τη'' διεύθυνση'', σαν να μη φτάνουν όλα. Στοπ. Το χρηματιστήριο ροβολάει γκρεμνούς. Χέστηκα. Στοπ.
Έχω όμως καρδιά μωρέ. Που θησαυρίζει τώρα που τη πετροβολούν. Καρδιά και δύναμη. Και δυο ποδάρια, που άμα θέλουν τρέχουν, όχι από φόβο, από θάρρος. Και φτάνουν και για θελήματα. Έχω και φτερά, που άμα λακίσει το φυλλοκάρδι, ή άμα σωθεί η υπομονή, τραβάνε κατά το νότο. Πλησιάζει βαρυχειμωνιά. Στοπ.
Έχω να φάω. Κι αυτό μού φτάνει.

υ.γ Γράψε ένα μυστικό. Πεθύμησα φτώχια σε τούτον τον τόπο, έτσι όπως ξαφνικά ευωδιάζουν αξίες.
read more “ΤΣΑΓΚΑΡΟΔΕΥΤΕΡΕΣ”

APASSIONATA

Friday, October 10, 2008





Λευκή μέρα...


και στο βάθος της Bach, Strauss...τελευταία σονάτα του Βeethoven, άριες πάνω σε βαλς, Appassionata. Πες μου τί άλλο να πεθυμήσω από τη ζωή; Κι ένα χαμόγελο σαν από χρόνια χαμένο, μπλεγμένο στα δάχτυλά μου. Κοιτάζω στο καθρέφτη, βλέπω ένα όμορφο κορίτσι. Ένα όμορφο κορίτσι. Κοιτάζει, όχι τη Ζωή. Γέρνει , κατά το θάνατο και βλέπει τη Ζωή. Όπως τα ζουμπούλια γέρνουν προς τον Ήλιο, όπως οι άνθρωποι στο χώμα. Θέλει να ερωτευτεί Ξανά και ξανά και ξανά...Μέχρι «το ποτέ πια, μέχρι το που πεθαίνουν».

Σευχαριστώ. Για το σήμερα. Θυμίζει παλιές κυριακάτικες προσευχές στο τραπέζι, γύρω από έναν θεό. Τα λόγια φιλάνε τα δικά σου χέρια . Κι ο θεός πλάσμα του νου, απομένει...


read more “APASSIONATA”

Wednesday, October 8, 2008


''Μακριά πολύ μακριά να ταξιδεύουμε

κι ο ήλιος πάντα μόνους να μας βρίσκει. ''


Ν. Καββαδίας
read more “ ”

«ΓΡΑΜΜΑ ΣΕ ΜΙΑΝ ΑΓΝΩΣΤΗ ΚΥΡΙΑ»

Tuesday, October 7, 2008

Κοιμάμαι με τον «Μαραμπού»μέρες τώρα. Όπως τα παιδιά αγγαλιάζουν πάνινες κούκλες.
Κοιμάμαι με ημερολόγια , και ταξίδια Μαροκινά, με καμαρώτους και ινδικούς ήλιους. Έχω απλώσει τους φλόκους μου στον άνεμο ,σα σεντόνια στη νύχτα, ρουφάω γράμματα σα μαλαίικο καρασί χυμένο στις χούφτες μου.
Μένω, σε κείνο το «γράμμα σε μιαν άγνωστη κυρία». Κι αλήθεια, «Τί με σπρώχνει να σάς γράψω απόψε Κυρία;....». Μπερδεύομαι ανάμεσα σε γκρίζες τολύπες και μια γνώριμη φιγούρα που ακόμα παλεύω να της δώκω γνώρα. Ποιά είσαι; Και πως ξεπήδησες απόψε στα όνειρά μου; Είδα το πρόσωπό σου αμέτρητα φεγγάρια πάνω στη νύχτα, σε κείνα τα γυαλάκια που φυτρώνουν στη δορά της κάθε που ξαποσταίνουν μεσάνυχτα. Γυαλάκια καθρέφτες, τα λέω εγώ. Αν σε σκιάζει το θωρί σου, ποτέ μην τρυγήσεις τ'αμπέλια της νύχτας.
Εκεί σε είδα, να μετράς τσιγάρα στην πρώρα μιας λέξης, δικής μου, κι έπειτα σε έκρυψα κανείς να μη σε βρει στον κόσμο , ώσπου ο εγωισμός μου ανίκητος σε ξέβρασε σε τούτες τις σελίδες. Και να που τώρα ο γερο-Μαραμπού ζωγράφισε τη μορφή σου με το καλέμι της θάλασσας. Εκείνο το « ...εγώ είδα στα μάτια σας ολόκληρους κόσμους..αναχωρήσεις ...εγκαταλείψεις...θανάτους...επιθυμίες» το βάσταξα σαν εικόνα δική μου, που κάποιος την πέταξε ανάμεσα στην αλφάβητο. Ποιητάδες κλέφτες!
-Δεν έχω πατρίδα , έχεις δίκιο...



υ.γ Πονάω τον πόνο σου ,δυο φορές γιατί είσαι συ, ανάμεσα στο θάνατο. Εξαργυρώνω τη σιωπή με δάκρυ, πάει να πει, σε σκέφτομαι.
read more “«ΓΡΑΜΜΑ ΣΕ ΜΙΑΝ ΑΓΝΩΣΤΗ ΚΥΡΙΑ»”

Friday, October 3, 2008


- Πάρτε ένα βιβλίο για το μέλλον , δεσποινίς.




Θέλω να ισιώσω τη ζωή μου, που είναι σαν τσαλακωμένο τραπουλόχαρτο. Με τα δάχτυλά μου. Δεν ποντάρω στα μάτια σας, ούτε στους αποκαρδιωμένους φόβους σας, σε όλα όσα μισώ να βλέπω . Μυρίζει ναφθαλίνη ετούτος ο χειμώνας . Κάποιος πάλι ξεθάβει σκέψεις και δεν κατάλαβα ποτέ γιατί αυτή η μυρωδιά θυμίζει στη μνήμη θάνατο.
Τα πανωφόρια σας, για η ψυχή σας τρέμει το σκόρο; Άνθρωποι...




υ.γ Και τα σκυλιά, ντυθήκανε ''τρόπους''.
read more “ ”

''.....LAST THOUGHT...''

Thursday, October 2, 2008

Ζηλεύω. Τους ανθρώπους που ερωτεύονται παντοτινά, πάει να πει «για πάντα», όπως τα δελφίνια στο νερό , όπως τα περιστέρια στους ανέμους, με κρεμασμένες εκείνες τις αιώνιες σιωπές στο λαιμό τους. Σαν σταυρό . Σαν ψιθυρισμός μες τα καλάμια.
read more “''.....LAST THOUGHT...''”

ΣΕ ΚΑΠΟΙΟ ΒΑΓΟΝΙ

Η ώρα βραδιάζει. Σε κάποιο βαγόνι, απλώνω σκιρτημούς πάνω στο τζάμι.
Σεντόνι η σκέψη τυλίγεται στα πόδια μου. Σε κάποιο βαγόνι. Μιλάω στα χνοτισμένα
τζάμια, μα η φωνή μου ραγίζει το σήμερα, μικρά κομμάτια που κουράστηκα να
ξαποστάσω πλάι τους. Δεν θυμάμαι τα μάτια σου. Ούτε την ανάσα σου θυμάμαι κι
εκείνο το γέλιο που έσκιζε τον ουρανό. Δρεπάνι τα γέλια στα πρόσωπα
σαν ξάλαφρώσουν τα σπλάχνα. Κι η ζωή μου να κρέμεται απο τα παράθυρα,
σαν μικρό παιδί.
Θυμιατίζω τις σκέψεις μου με σκέψεις, αφήνω σταθμούς στη ζωή να περνάνε σαν
αγριοπερίστερα. Πάνω απο τους ίδιους σταθμούς τα βήματα κι αχνάρια που δεν
θέλησα να φυλάξω στο θηκάρι της λήθης.
Καμώνομαι, πως δεν βαστάνε τερματικοί σταθμοί στο διαβατάρι οι
άνθρωποι.
Έ, κοπελιά ως πότε θα λαχτίζεις την αύριο; Κι εκείνο το ταξίδι, πότε
θα κάμει αρχιμό δίχως ανάπλωρους ανέμους;

υ.γ Αλήθεια, η μοναξιά αποκοιμιέται στις στέπες των ονείρων μου. Δίχως
κορωμένους φόβους σιμά της.

read more “ΣΕ ΚΑΠΟΙΟ ΒΑΓΟΝΙ”

ΚΙ ΟΛΟ ΕΣΕΝΑ ΘΕΛΩ ΜΟΝΟ...

Saturday, September 20, 2008




Τί θα κάνεις, λοιπόν ;
Το κομμένο ντεπόν
κυνηγάω στο σεντόνι
και προτού να το πιω, σαν δεσμός με σκορπιό
λογαριάζονται οι πόνοι
...
read more “ΚΙ ΟΛΟ ΕΣΕΝΑ ΘΕΛΩ ΜΟΝΟ...”

Tuesday, September 16, 2008

'' Πού είσαι;
Κάτι πικραίνει πιο πολύ κι απ' τ'ονομά τους
τις πικροδάφνες
Πού είσαι;
Αλλά εδώ δεν ήρθαμε ποτέ.
Ο λόφος δεν σε ξέρει.
Λοιπόν σώζομαι από συσχετίσεις.
Κι έτσι μπορώ να σταθώ
στο ύψος μιας ρεμβαστικής ουδετερότητας
για ν'απολαύσω ανενόχλητα
αυτό το κάθαρμα τη δύση .''

Κική Δημουλά

Δεν είχα τίποτε να σού δώσω. Άφησα τη ζωή μου να πιστεύει στη γύμνια. Δεν είχα τίποτε να σού δώσω, μονάχα τις μωβ βιολέτες, δυο βρεγμένα τσιγάρα απο τα χείλη μου και μια βροχή που θέριζε το χώμα. Τί με κοιτάς; Ξέχασα να κεντήσω δυο γαρίφαλλα στο μαξιλάρι της ζωής, ένα για σένα, ένα για μένα. Δεν άφησα να θυμάμαι, λοιπόν.
Αλήθεια, δεν είχα τίποτε να σού δώσω. Σε έχω φιλήσει αμέτρητα φεγγάρια πάνω στη νύχτα, έχω κοιμηθεί το σώμα σου σε όλες τις κλίνες, έχω ιδρώσει τα σεντόνια της ψυχής σου με τα δάχτυλά μου. Ξέρω κάθε σπιθαμή του κορμιού σου. Ξέρω κάθε τριγμό της ανάσας σου, την αλφάβητο πάνω στα βογκητά σου. Δεν είχα τίποτε να σού δώσω. Μονάχα τις μωβ βιολέτες , κι ένα σπάγγο σα φιδάκι να πνίγει την πεθυμιά τους. Στιγμές προσμονής βρέχουν τη θύμηση, ατελείωτες σαν χειμωνιάτικες νύχτες , στέκουν στη σκέψη φανοστάτες. Κι έπειτα; Πόσα βαστάει μία σκέψη μες τα πηγάδια της μνήμης; Δίχως λόγια, χάδια αργαδυνά, πού να χωρέσει τόση σιωπή , μού λες; Την άντεξα, την τύλιξα σε ήχους, τής έδωσα όνομα, την έκανα φιγούρα, κι έπειτα την έντυσα , Εσύ. Την έκαμα μια λέξη ''απουσία'' , έδωσα και μυρωδιά -τα μαλλιά σου, φιλί -τα χείλη σου. Έχω δει τη σκιά σου πάνω στον τοίχο, δίπλα στο κρεβάτι , τα χέρια σου σαν παλεύουν πάνω μου θυμωμένα να κεντήσουν σημάδια. Κι όμως δεν είχα τίποτε άλλο να σού δώσω. Δεν άφησες να έχω.
Δεν κρεμάστηκε ποτέ απ'το λαιμό σου το '' έλα κοντά μου...'' . Λένε, πως κάποιες λέξεις μένουν αδέσποτα σκυλιά που αλυχτάνε κάτι νύχτες με φεγγάρι, σαν και τούτη.


read more “ ”

SOMEWHERE OVER THE RAINBOW

Sunday, September 14, 2008




somewhere over the rainbow way up high
there's a land that i heard of once in a lullaby
somewhere over the rainbow skies are blue
and the dreams that you dare to dream really do come true

one day i'll wish upon a star
and wake up where the clouds are far behind me
where troubles melt like lemon drops
away above the chimney tops
that's where you'll find me

somewhere over the rainbow bluebirds fly
birds fly over the rainbow
why oh why can't i ?

where troubles melt like lemon drops
away above the chimney tops
that's where you'll find me

somewhere over the rainbow bluebirds fly
birds fly over the rainbow
why then oh why can't i
?

Israel Kamakawiwo Ole

read more “SOMEWHERE OVER THE RAINBOW”

Saturday, September 13, 2008

Η κοπέλα με το φεγγάρι στους ώμους , μ'εκείνα τα μάτια που γυμνώνουν τη νύχτα από ντροπή. Λίγο απο κόκκινο ή όπως συνηθίζουν οι άνθρώποι να σφαλίζουν τη φωτιά μέσα στις λέξες , δεν σού έγνεφε κανείς πάνω στο δρόμο. Με κοίταζες θαρρώ. Έμενα, τη νύχτα, ποιός νοιάζεται;
Ο Νάτζιμ λέει πως είμαι πιο όμορφη. Κι όμως ήταν εκείνο το φεγγάρι στους ώμους που με τύλιξε πάνω σου.
Τί λες, πάμε σπίτι;
read more “ ”

FADE AWAY

Thursday, September 11, 2008

''These tears I've cried. I've cried a thousand oceans. And if it seems I'm floating in the darkness Well, I can't believe that I would keep, Keep you from flying And I would cry a thousand more If that's what it takes to sail you home, Sail you home. Sail you home...''


Κείνες οι στιγμές ρίχνουν άγκυρες στα λιμάνια του χρόνου, εκείνες που μένουν να ξεγλιστρούν πλάι μου. Σιμά μου. Πού να'σαι; Είναι οι ώρες τ'απομεσήμερου. Το δειλινό μερεύει , λένε,τους πόθους, βασιλεύουν στις ατλαζένιες θάλασσες κι εγώ...εγώ τους θέλω να βουλιάζουν στα λιόδιχτυα . Δεν υπάρχει φυγή, σκεφτόμουν χθες. Φυγή απο το σήμερα, όλα του μυαλού καμώματα, ούτε την αύριο μη σκέφτομαι. Κουράστηκα κι έχω κομμάτια σκορπισμένα, σκαλισμένα σε πυξίδες που ξέχασα να κρατήσω στις χούφτες μου. Στον ύπνο μου σκουριασμένες πυξίδες.
Θέλω χρόνο να μη σκέφτομαι, μα δεν υπάρχει. Λικνίζεται η ψυχή στα ικριώματα κι άλλες πάλι γκρεμνίζεται απο βράχους. Μήτε που στέκεται κάποιος πλάι μου, έστω να ξεκαρδίζεται στα γέλια. Αρκούν οι σκιές καμμιά φορά στο πλάι μας. Εσύ; Νέα σου δεν ξέφυγαν απ'τη σιωπή, πεισματάρα κυρά. Να μένει. Τα νέα είναι για τους στεργιανούς κι εγώ λογίζω τη ματιά μου πως αλάργεψε. Αλήθεια, ποιός φεύγει τελικά ; Κείνος που χάνει τον ήλιο απο τα μάτια του, απαντάς. Τότε, δεν έφυγες. Τότε δεν έφυγα. Φτάνει να γύρω στον ήλιο.
Ποιός υπομένει τη ζωή; Όχι, εγώ, απαντώ. Δεν στέγνωσα την αγάπη με την υπομονή .



Υ.γ Θέλω να έρθεις να μου φανερώσεις μια αλήθεια. Ποιά είμαι;


read more “FADE AWAY”

16:16

Sunday, August 31, 2008

''He that believeth and is baptized shall be saved
but he that believeth not shall be damned.''

Mark 16:16
read more “16:16”

Friday, August 22, 2008


''Ένας ύπνος ολομέθυστος στην αμμουδιά, αυτό αξίζει, και τ' άλλα κουραφέξαλα.''



Arthur Rimbaud




''Η ύστατη αγνεία κι η ύστατη δειλία. Ειπώθηκε. Να μη φανερώσω τις αδυναμίες μου και τις αηδίες μου στον κόσμο. Εμπρός. Η πορεία, το φορτίο, η έρημος, οργή και πλήξη.


Σε ποιόν να πουληθώ;''



Arthur Rimbaud

read more “ ”

ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΦΕΓΓΑΡΙΑ

Monday, August 18, 2008


Είναι κάτι ιστορίες, φεγγάρια. Θαρρείς πως ξεκόρμισαν από τἀδράχτι τ'ουρανού και κυλίστηκαν χάμω στ'ακρογυάλια. Να ξελογιάσουν καμώματα, να τυλίξουν τη νύχτα, να κουρνιάσουν στα τυλιγάδια της μνήμης.
Είναι κάτι ιστορίες που μιλιά δεν στάζουν τα χείλη τους, μήτε χαμόγελο. Απο κείνες που κάποιος θεός έσυρε τον καημό τους στο διάβα σου κι εσύ ανήμπορος στάθηκες ν'ανασαίνεις το θωρί τους.
Ναι, είμαι απο κείνα τ'ανθρωπινά τα πλάσματα που κοίταξαν ξοπίσω τους. Κείνη τη φωνή την άκουσα - η μέρα τριγύρω έπαιρνε να θερίζει άστρα-. Ναι, την άκουσα σαν είπε ποτέ να μην ξαστρέψεις το βλέμμα , μαρμάρινη, έλεγε η μορφή σου θα γενεί. Κι εγώ αυτή που είμαι, εκείνη που δεν θα γίνω ποτέ, υπήρξα άνθρωπος, όχι θεός μήτε διαβάτης. Άνθρωπος, από κείνους που η ιστορία θα γκρεμίσει στην άβυσσο της σιωπής, θα χλευάσει στα ικριώματα της ελπίδας κι έπειτα - έπειτα -κάποια μέρα το πηγάδι του θανάτου τα κοκκαλά του σε κάποιο μουσείο θα ξεβράσει κι απο κάτω ανθρώπινα χέρια ,η μαρμάρυνη επιγραφή '' homo anonymus'' homo stupidus' - ποιά χέρια ;- Μαρμάρινη, η λέξη διαλεγμένη, ανάμεσα πετρώματα. Σαν τα μάτια μου και το θωρί μου, σαν εκείνα τα τραγούδια ιστορίες, δίχως μιλιά.
Και τώρα θαρρώ πως είν αργά. Ὀχι πως εκείνο το '' υπήρξα περίεργη και μελετηρή.. όχι, δεν είμαι λυπημένη'' στάθηκε λίγο μές της ζωής τα πλίθινα αετώματα. Βουνίσιος αέρας κι ανεμοφόρι στις κρύες πατωσιές του χειμώνα. Μονάχα , να , έχω να πώ, πως έλειψε εκείνη η φοβησιά των ανθρώπων απο πάνω μου. Γύρεψα να φοβηθώ το παρελθόν και τα τραγούδια, ν'απαρνηθώ όλα μου τα '' γιατί'' . Μάτωσα τα γόνατά μου κι έσκαψα στο κορμί μου αναχώματα. Δεν τα χρησιμοποίησα ποτέ μου.
Τώρα στέκω εδώ μπροστά στα κύμματα , σ'έναν ήλιο στεγνό. '' όχι, δεν είμαι λυπημένη''. Υπήρξα άνθρωπος, απο κείνους που η ιστορία θα στοιβάξει στα κρεματόρια μιας λαμπρής δικαιοσύνης κι έπειτα θα στήσει τροπαιαφόρες κεφαλές να πληγιάζουν το κορμί του. Τα λεξικά το λεν κουφάρι. Οι λέξεις τελικά, ξαστερώνουν τη ζωή;
read more “ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΦΕΓΓΑΡΙΑ”

ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

Monday, August 11, 2008


Κλείνω το Σεφεριάδη μου στην αγγαλιά, το πράσινο παρεό με τις χρυσές κλωστές που θυμίζουν αχτίδες, ...εσένα. Σε βότσαλα και ξεχασμένες αρμυρήθρες να σας ακουμπήσω. Μη ξεχάσω το ''στριφτό'' μου, το τετράδιο με τα φύλλα τα κενά, τις σγουραφιές και τα μολύβια μου. Φέτος όχι λόγια. Φέτος, μόνο εικόνες και μπογιές στα χέρια μου.

Είπα να σκαλίσω τη μορφή σου στο χαρτί. Τί λες θα τα καταφέρω;


υ.γ Πρώτες διακοπές με Μένα. Μπορώ κι άλλο,- ακούς ;- κι άλλο, θα'ναι που φυσάει αγέρας κρητικός μες τα φυλλοκάρδια μου, κι ένας αποσπερίτης να θαμπώνει τις σκιές.

Τώρα που γνωρίζω καλύτερα απ'το χθες το είδωλό μου. Τα δάκρυά μου βότσαλα και τα πατώ.


- Φεύγω . Εσύ;
read more “ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ”

SIREN

Saturday, August 9, 2008


''Mirror mirror where's the crystal palace

But I only can see myself

Skating around the truth who I am...''
read more “SIREN”

5/8/200;

Monday, August 4, 2008


Kαι τώρα τί κατάλαβες;

Να μούκλέβεις όσα βάνει του μυαλού το κοντύλι χαραγμένα στα μάτια μου. Να μην αφήνεις πεθυμιά να ριζώσει στον τόπο της. Τί ζήτησα μωρέ;; Μια θάλασσα και τούτη τη γαλήνη που λησμόνησε το ριζικό '' ενός ανθρώπου που ξαστόχησε''. Την αλμύρα να παιδεύει τα χείλη μου κι έναν άνεμο με σταρένιο χρώμα στη δορά του. Τί μου΄δωκες στις απαλάμες μου, ερημοσπίτη; Λίγο απο τον κουρνιαχτό της πόλης, μισόκλειστα πορτόφυλλα, την αδημονιά του χειμώνα. Τούτο είναι το σημείο που ψιθυρίζει ο σκοπός της ζωής '' πάλι από την αρχή'', να φτιάχνω χάρτινα καράβια μες τις χούφτες μου, στις πλάτες τους να κουβαλούν ονείρατα και πεθυμιές κι ένα σκαρί χαραγμένο πάνω στην αύριο που χόρτασε να περιμένει.
Περνούν οι μέρες σαν σκιές πάνω σε τοίχους. Κι εγώ πλέκω φαντάσματα , τυλίγω σπίτια κι ανθρώπους, σκυλιά που αλυχτάνε στα ξέφωτα, φίδια και μαρμαρυγές άστρων. Ωραίο το παιχνίδι, αρχοντά μου. Μα τώρα πια πήραν μορφή και τούτα κάτι βραδιές καμώνονται τα σώματα κι απλώνουν την ανάσα τους στο διάβα μου. Δεν τους μιλώ. Καμώνομαι του λόγου μου πως κείνα δεν υπάρχουν.
Πώς να μερέψεις τη ψυχή σου. Μού λες;;
read more “5/8/200;”

ΙΔΙΟΤΙΣ: ΠΟΙΗΤΗΣ

Friday, August 1, 2008

Λοιπόν, για πες μου, σε χειροκρότησαν; Εκεί που πήγες λέω, σε
χειροκρότησαν; Δεν μπορει, σαν άκουσαν εκείνη τη φράση σου '' η μελανείμων κόρη
του αιώνα μας'' ..ώ, τι μεγαλειώδης λέξη, κι εκείνη η ανάσα σου, τα χέρια
σου σαν ψαύανε τις γραμμές. Μα, θα πρέπει να ήσουν υπέροχος καλέ μου. Τελικά, η
ποιηση είναι το χειροκρότημα. Είναι οι ξεχασμένες ομπρέλες πάνω στα καθίσματα
κάποιας χνοτισμένης αίθουσας, τα τυροπιτάκια παγωμένα, whisky με πάγο . Τα
χαμόγελα, μα ναι, ξέχασα τα χαμόγελα και η αδημονία που κρέμεται στα στόματα σαν
χασμουρητό. Αδημονία. Όχι, δεν είπα υπνηλία. Με συγχωρείτε. Πώς θα μπορούσα!!

Το τραπεζάκι, πάνω τα βιβλία- ανάγλυφα εξώφυλλα- ce magnific -
'' εδώ παρακαλώ'', κι εκείνη η μελωδία στο πιάνο χόρευε δίπλα στις λέξεις σου,
καλέ μου, δεν θυμάμαι πως είπε πως λεγόταν κι ένας αριθμός, ω ζαλίστηκα. Ο
πρόεδρος... , η σύζυγος..., ο Πρέσβης..., βουλευτής προς το παρόν Β
Αθη.... Αύριο όλες οι εφημερίδες. Χαμογελάστε... με κείνο το δρεπάνι που κάποτε
κρεμάσατε στα χέιλη σας. Ναι, μη μασάτε ταυτόχρονα. Δεν είναι
πρέπον.

Μη ξεχάσουμε... τις λεζάντες που θα γίνουν σκιά σου '' ποιητής-
συγγραφέας
- νομίζω αν θυμάμαι καλά πως είναι το ίδιο - .....'' και τη
φωτογραφία να διαβάζεις Ελύτη - Μπρετόν- Ελυάρ ( την Κική ξέχασα..) στο γραφείο
σου απο αφρικάνικο ξύλο.


''Αγάπη... ναι στο τάφο σου θα σκαλίσω με χρυσοποίκιλτη κλωστή
τη λέξη '' ποιητής''. Μην κλάψεις σαν τα εγγόνια σου ξεχάσουν το καντηλάκι σου
σβηστό και φάνε το αφρικάνικο ξύλο. Άλλες εποχές. Κι εσύ δεν μπόραγες ούτε
στις δικές σου να στεριώσεις ρίζες. Αλήθεια, ''εκσπερμάτωσες'' ποτέ
;

read more “ΙΔΙΟΤΙΣ: ΠΟΙΗΤΗΣ”

Wednesday, July 30, 2008


Ένα χαμόγελο...που έχω ακόμη την ανάσα σου στο πλάι μου. Απόψε δεν υπάρχουν φαντάσματα πίσω απ'τις καμινάδες, τα δέντρα. Μονάχα εσύ κι εγώ.

Και τα όνειρά μας να στήνουν χορό πάνω σε συρματοπλέγματα των ανθρώπων. Κρεμασμένα στα σχοινιά δίπλα στ'ασπρόρουχα κι ένας άνεμος όλο θυμό ξεκλέβει τη μυρωδιά σου.


Κρατώ τα λεπτά της ευτυχίας. Όσο άλλοι αργυρά νομίσματα. Δεν μετρώ. Μονάχα αφουγκράζομαι σταγόνες και ρινύσματα σαν αποξεχνιέται ο ήχος πάνω στη σκέπη μου. Βροχή και τούτη σήμερα, όλο καμώματα σταλάζει τη στέρφα γη. Απεγνωσμένες προσπάθειες να θυμωνιάσω τα στάχυα της στις χούφτες. Και χύνεται η σιωπή με απελπισία πίσω απο τα πορτόφυλλα της μέρας...
read more “ ”

ONLY IF I...

Monday, July 28, 2008

Σήμερα κι άλλες 10 .
Νύχτες.
Μετρώ,
πάνω σε σεντόνια που ξέφτισαν στων χρόνων,
τις ερωτοτροπίες,
τους ψίθυρους στα σκαλοπάτια , σαν ξαποσταίνουν πάνω στη πέτρα
την πρύμνη που σκάλιζες για να χαράξεις περάσματα στη θάλασσα .
Το ηλιοβασίλεμα, φίλε μου. Κι εκείνες οι μπογιές σαν έπεσαν απ'τα χέρια σου γινήκανε κουπιά. Κι είπες τούτα θα γίνουν τα πινέλα πάνω στα χέρια των ανθρώπων.
Άλλοι γύρευαν φτερά στις πλάτες τους, άλλοι κουπιά στα χέρια τα χλωμά.
Άλλοι πινέλα.
Ποιός ήρθε εκείνες τις μέρες στους στεργιανούς να μιλήσει για κύμματα, ήταν τις ώρες που είδα στα μάτια να λεφτερώνεται σκιαγμένη η κόχη -σαν χυμένο μολύβι- κι έπειτα στη στέγη τ'ὀυρανού να κρεμάει τον ίσκιο της. Μολυβένιο το φεγγάρι ετούτες τις μέρες. Σκιαγμένο.
Δεν το είδες, μονάχα σαν σού απόσωνα τα σημάδια στις χούφτες σου, χαμογέλαγες , τα πέρναγες λέει για βότσαλα. Κι ύστερα , τα πέταγες σε κάποια θάλασσα. Ποτέ μακρυά, φοβόσουν μη ναυαγήσουν τα καράβια απ'την πετριά που λάχτιζε το χέρι σου.
Ναυάγια τα μάτια σου. Ποιός φοβήθηκε για χάρη σου.
Σταθήκαμε να ξαποστάσουμε λίγο τη σιωπή που κένταγε όλη νύχτα τα πρόσωπά μας. Μας έπιασε ένα γέλιο αλαργινό και κάθε που έβρεχε ο ορίζοντας τον ήλιο, χαιδέυαμε την ηχώ που άλλη κραυγή δεν είχε. Μα γέλιο δεν θύμιζε. Κάτι σαν κύμα. Σαν συριγμός. Μα γέλιο δεν θύμιζε.
Την τελευταία φορά που σ'ἀντίκρυσα ....είχες έναν ανθισμένο κήπο κρυμμένο στον κόρφο σου και στα μάτια θέριευαν φλόγες κίτρινες , σαν χειμωνιάτικο πρωινό. Έκανες να φύγεις.
-Μη φύγεις.

Τώρα κρατώ το διακαμό σου. Αύριο...εσύ.


Αθήνα
Καλοκαίρι, 2011
read more “ONLY IF I...”

Sunday, July 27, 2008

''Δεν θέλω ανεμώνες κόκκινες, μαβιές και άσπρες, θέλω
να χώσω τη μούρη μου μες τα μαλλιά σου, που'ναι
σα χόρτα στην άκρη του ποταμού.''

Μ. Χατζηλαζάρου
read more “ ”

υ.γ

Friday, July 25, 2008

Όλο και πιο πολύ... ομορφαίνεις. Παράξενο που ακόμη το προσέχω.
read more “υ.γ”

''ΤΟ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟ ΣΥΝΝΕΦΟ''

Monday, July 21, 2008


Ένα πρωινό σαν όλα τ'άλλα. Μένει ν' αναρωτηθείς γιατί δεν ερωτεύτηκες ποτέ ως τα τώρα. Και γιατί επέμενες να φωνάζεις με μιαν αλλόκοτη κραυγή πως πάλι θέριεψαν οι φτερούγες του έρωτα στις πλάτες σου. Ως εδώ καλά τα κατάφερες. Με τυλιγμένα τα μάτια στο μαντήλι της άβυσος, μπορεί κι έτσι. Έστω με νυχτωμένα βλέφαρα και ψεύτικα στιχάκια πάνω στους τοίχους. Με δακρυσμένα σεντόνια και πληγές που κακοφόρμισαν πλάι στα κύματα. Ουδείς εννοήσε την πλάνη, ουδείς την οφθαλμαπάτη, την αμέλεια μέσα στα καπέλα σου. Έψαξα τίτλο για το βιβλίο σου''Στις όχθες του Έρωτα'' ή κάπως έτσι, ευτυχώς που σβήστηκε το μελάνι απο την αλήθεια. Άλλες φορές σκέφτομαι πάλι τα επινίκια ενός μπεστ σέλερ, που δεν έζησε, δεν ένιωσε, δεν κοιμήθηκε στα κρεβάτια των άλλων, δεν αγάπησε τα κορμιά των άλλων. Τελικά, είμαι σίγουρη πως θα γίνόμουν μια επιτυχημένη συγγραφέας. Ή μήπως ποιήτρια; Ποιός τίτλος ταιριάζει , ποιός αγαπάει την αφέλεια να την κάμει δική του;

'' Το ερωτευμενο σύννεφο'', ίσως το πρώτο μη εικονογραφημένο πού χάιδεψαν τα χέρια μου...Η ζωή μάς περιπαίζει σαν γυάλινο βώλο στις χούφτες της καρδιά μου,και κάποιες φορές στοιβάζει παρθενικά στην αγγαλιά μας τίτλους αποκαρδιωτικούς, γραμμές άγαρμπες τραβηγμένες με μολύβι, σαν τα σκίτσα του Τσιφόρου.

Σαν εκείνο το πρώτο, το μη- εικονογραφημένο.
read more “''ΤΟ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟ ΣΥΝΝΕΦΟ''”

7η ΜΕΡΑ

Sunday, July 13, 2008



Χθες βράδυ, ξαπόστασα για λίγο στα σκαλοπάτια σου. Όχι πως το ήθελα. Μονάχα ο χρόνος φόρεσε ανάποδα τις φορεσιές του για το χατήρι της μορφή σου. Ξαγρύπνησε πλάι σε ξεκούρδιστα ρολόγια, μισοφεγγαράδες γιομάτες ήχους απο τριζόνια, λιλιπούτειους πραματευτάδες , μυρωδάτους ταρσανάδες πέρα στα βάθη της Ανατολής. Είπε, λοιπόν, να σού κάμει το χατήρι. Παραμύθια γι'απόψε. Απο κείνα που πλέκουν μαλαματένιοι αργαλειοί, που ξαγρυπνάνε στα σεντόνια της ξανθής κόρης, κείνα που πελεκάνε τους τρούλους και τα καμπανάρια μιας νυφιάτικης μέρας. Εσύ, πού στέκεσαι; Μέσα σ'όλα ετούτα...
''Η νύχτα απλώνει σαν το μελάνι πάνω στο μαντήλι'', έτσι δεν φώναξε κάποιος ποιητής χαράζοντας μ'ασήμι την απόγνωση; Αρπάζω το μολύβι μου. - Δεν βαστούν σήμερα οι άνθρωποι μολύβια -. Και λέω, πως δεν είσαι πια παραμύθι. Μηδέ μάγισσα, ούτε και κείνο το ξωτικό που γνέφει στους περαστικούς το λάθος μονοπάτι, ούτε η λαγνεία του έρωτα, ούτε και κείνο το θεριωμένο παραστράτημα, το πρώτο δάκρυ. Μοναχά ένα παιδί. Και κείνη την πρώτη λέξη μου, που θυμίζει μοναξιά, μην τη θαρρείς φτωχή και παραπονεμένη. Ένα παιδί που τόση δίψα πλαντάζει τα στήθια του, μοιάζει να γίνεται φωτιά, λάβα που ξεμυτίζει απο πλαγιές και καίει όσα η γη ξεβράζει στο διάβα της. Κι η θάλασσα; Ποιός είπε πως δεν διψάνε οι θάλασσες κι οι στεριές πως είναι χορτασμένες... Ρίχνω στη δίψα σου λοιπόν ετούτο το παραγάδι και βγάζω απο μέσα σου εκείνα που τα λόγια δεν μετράνε στα φύλλα τους κείνα που μονάχα τα μάτια ψελλίζουν δειλά. Σαν τολμούν.Σαν σφάζουν τους φόβους τους μεσοστρατίς κι έπειτα παίρνουν να τους κρεμάσουν φυλαχτό σε κάποιο δοιάκι. Για τούτο το παιδί σε πήρα κάποτε στο κατόπι. Για τούτο το παιδί γύρισα τις λέξεις ανάποδα, όπως τούς έπρεπε κι έπειτα κρέμασα ερωτευμένα σύννεφα στά ξάρτια μου.
Είπα κι άλλα πολλά στις νυχτιάτικες αρμάδες, χθες. Πολλά που δεν γράφονται κι άλλα που μένουν χαραγμένα στη φορεσιά της. Τούτα εδώ ξεγλύστρισαν φαίνεται μες τις χαραμάδες τ'ουρανού. Ας είναι. Τα υπόλοιπα τ'αποκοιμίζω στην ασφάλεια της ζωής, στα σεντόνια που σιχάθηκα πανωθέ τους να κοιμάμαι.
read more “7η ΜΕΡΑ”

Sunday, June 29, 2008


''Αλλάζει πρόσωπα ο Έρως
αλλάζω πρόσωπα κι εγώ.''

Νοστάλγησα ένα σπίτι στη θάλασσα. Δίχως παράθυρα, έναν ήλιο να στεγνώνει τα πρόσωπά μας. Την αράχνη στο βάθος του τοίχου να κεντάει το σταυρό της στο προσκεφάλι σου. Το τσάκισμα του ήχου πίσω απο τα σανίδια του μεσημεριού κι ένα ξεχασμένο βινύλλιο. Το διπλανό περιβολάκι σπαρμένο αναμνήσεις, η μυρωδιά σου . Η μυρωδιά της. Δεν υπάρχω μέσα σε κείνο το κρεβάτι. Απόψε δεν υπάρχω πουθένα στις σκέψεις
μου. Έλα . Κοντά μου. Κι έπειτα θα σε μάθω να μαζεύεις στις χούφτες σου τ'αστέρια της θάλασσας, θα σ'αφήσω να φορέσεις το καπέλο μου, θα χορέψουμε πίσω απο'κείνες τις λεύκες, τώρα πια ξεγυμνώθηκαν καρπό. Και σαν ξυπνήσει η πρώτη ακτίδα μές τα μαλλιά σου, μη φύγεις. Μη φύγω. Έχουμε τόσα καλοκαίρια να ψιθυρίσουμε όσα λησμόνησε η σκέψη πλάι στο κύμα. Πουλιά καλοκαίρια, μισεμένα στο νότο, λινά καλοκαίρια φορεμένα στο στήθος σου. Γαλάζιες οι λέξεις, πλέκουν στον αργαλειό τ'ουρανού τα μάτια σου. Δεν σού αρκεί, το ξέρω. Απόψε μού λείπουν οι μουσικές σου. υ.γ Τα μαγικά σου.

Απόψε. Γύρεψαν φυλλωσιές τα όνειρα να σκεπάσουνε τη νύχτα. Γυμνή, μού πάει καλύτερα, θάρρεψα να ξεστομίσω. Πλάι στους φάρους.
read more “ ”

''ΝΕΚΡΙΚΟΙ ΔΙΑΛΟΓΟΙ''

Tuesday, June 24, 2008


(Το βαρκάκι του Χάροντα φτάνει στην όχθη της Αχερουσίας. Οι νεκροί βγαίνουν ένας-ένας πληρώνουν το ναύλο τους (έναν οβολό) στον Χάροντα και χάνονται δεξιά. Τελευταίος βγαίνει ο Μένιππος, που πάει να φύγει χωρίς να πληρώσει. Ο Χάρος τον πιάνει από τον ώμο:)

ΧΑΡΟΣ: Κατέβαινε, βρε καταραμένε, τον ναύλο!
ΜΕΝΙΠΠΟΣ: Δε πα' να φωνάζεις Χάρε, όσο σ' αρέσει.
Χ: Πλέρωσε ρε σου λέω, για το ταξίδι που 'καμες!
Μ: Δε μπορείς να πάρεις από κάποιον που δεν έχει.
Χ: Καλά! Υπάρχει κάποιος που να μην έχει έναν οβολό;
Μ: Αν είναι και κάνας άλλος, δε ξέρω. Εγώ πάντως δεν έχω.
Χ: Βρωμιάρη. Θα σε πάω στον Πλούτωνα, αν δε πληρώσεις.
Μ: Κι εγώ θα σου ρίξω μία με το κουπί και θα σου σπάσω το κρανίο.
Χ: Τζάμπα ταξίδεψες δηλαδής;
Μ: Ο Ερμής, που με κουβάλησε 'δω, να σε πλερώσει.
ΕΡΜΗΣ : Θα 'πρεπε να πουληθώ ολάκερος αν ήταν να πλερώνω τους πεθαμένους.
Χ: Δε θα το κουνήσω στιγμή από κοντά σου.
Μ: Αν είν' έτσι, βγάλε όξω τη βάρκα και κάτσε. Μα δεν έχω μία! Τι θα πάρεις;
Χ: Δεν ήξερες ρε, πως έπρεπε να 'χεις το ναύλο;
Μ: Το 'ξερα και λοιπόν; Αφού δεν είχα μία, τι να 'κανα; Να μη πέθαινα;
Χ: Δηλαδή μόνο συ θα καυχιέσαι πως τη πέρασες τζάμπα;
Μ: Ε όχι και τζάμπα ρε μάγκα! Νερά έβγαζα, κουπί τράβηξα και μόνο 'γω απ' όλους, δεν έκλαιγα!
Χ: Αυτά δε περνάνε σε βαρκάρη! Πλέρωσε το ναύλο. Δε μπορεί να γίνει αλλιώς!
Μ: Ε τότε γύρνα με πίσω...
Χ: Ωραία τα λες. Να τις φάω κι από πάνω από τον Αιακό!
Μ: Ε τότε μη μου κολλάς.
Χ: Δείξε μου τι έχεις μες στο σακί;
Μ: Λούπινα. Θες λιγάκι; Κι ένα πρόσφωρο.
Χ: Από που μας κουβάλησες βρε Ερμή τούτο το κοπρόσκυλο; Το τι έλεγε στο ταξίδι δε περιγράφεται! Πείραζε και κορόϊδευε όλους τους άλλους κι ήταν ο μόνος που τραγουδούσε ενώ κείνοι θρηνούσανε.
Ε: Δε ξέρεις Χάρε ποιον είχες στη βάρκα; Τον Μένιππο! 'Ανθρωπος τελείως λεύτερος. Τίποτε δεν τονε νοιάζει!

Ο Μένιππος βρίσκει ευκαιρία που ο Χάρος μιλά με τον Ερμή και τη κοπανά...

Χ: Αχ και να σε πιάσω καμιά φορά...

Ακούγετ' η φωνή του Μένιππου από μακριά

Μ: Αν με πιάσεις φίλε μου. Δυο φορές δε μπορείς να με πιάσεις.









Υ.Γ Γιατί πάντα έχω την εικόνα του Μένιππου να βροντογελάει μπρος σε κάποιο ακρογυάλι σηκώνοντας το μεσαίο του δάχτυλο κατα το μέρος του Άδη;;

''Μολών Λαβέ'' λαμνοκόπε των φόβων, σ'ένα απ'τα ταξίδια σου ...και την βάρκα σου, ξέρεις που να τη βάλεις!
read more “''ΝΕΚΡΙΚΟΙ ΔΙΑΛΟΓΟΙ''”

4.00 ΚΑΙ ΚΑΤΙ

Sunday, June 22, 2008






Πάνω που πήρε να ξεχνιέται το μυαλό με τις ανάσες σου, άνοιξαν πάλι ο ουρανοί να στάζουνε μαχαίρια. Πώς τα γράφουν οι Θεοι εκεί πάνω, μού λες;;
Σισμανόγλειο. 4.00 και κάτι,γυρεύει η νύχτα να βρει σηματωρό. Όμορφες ανατροπάδες του κόσμου, λέω στο δρόμο για το σπίτι. Στο γυρισμό κανείς, μοναχά εκείνη η μουσική στο ραδιόφωνο. Επείγοντα- Εντατική, το αγαπημένο μου γράμμα. Έψιλον, κορώνα στ'ονομά μου. Νυχτιάτικες σκέψεις κι ένας σκεπασμένος με σύννεφα μονόλογος: Δεν θα με λυγίσεις πουτάνα Ζωή!
read more “4.00 ΚΑΙ ΚΑΤΙ”

Η ΔΥΝΑΜΗ ΚΑΠΟΤΕ ΣΚΟΤΩΝΕΙ ΤΗΝ ΕΛΠΙΔΑ

Tuesday, June 17, 2008

Σ'αγαπώ


υ.γ Σε σένα
που αρνείσαι να περπατήσεις πλάι μου.
Σε σένα
που ''λες'' πως δεν υπάρχεις. Και σε μένα...λίγο απο το άδικο του κόσμου, να λέω πως δεν υπάρχεις. Πουθενά.


read more “Η ΔΥΝΑΜΗ ΚΑΠΟΤΕ ΣΚΟΤΩΝΕΙ ΤΗΝ ΕΛΠΙΔΑ”

Saturday, June 14, 2008

Υ.Γ Έ, λοιπόν ξέρεις κάτι;
Ήρθε η ώρα ν'ασχοληθώ με μένα. Κι όλα εκείνα τα χάρτινα ονείρατα που έπλαθα μες τις νύχτες είπα να τα τσαλακώσω, να τα κάμω μια τεράστια μπάλα σαν αυτή που φτιάχναμε παιδιά. Όχι, δεν θα την κυλήσω στα χώματα. Όχι, δεν θα τη μουσκέψω στη θάλασσα. Θα τη κλωτσήσω στο φεγγάρι να μην την βλέπω πια. Να μην μυρίζω την ανάσα τους.

Βρε, δε πάτε στο διάβολο όλοι σας με τα καμώματα και τις αλυχτίες σας. Κοιτάτε ρε, επειδή γαμήσατε τη ζωούλα σας τα βράδια που σκοπεύατε άστρα ενω στα χαμηλά άλλοι σκάβανε τις ρίζες τους βαθιά στο χώμα, δεν θα την πληρώσω εγώ. Τα λάθη χαρισμένα στις πλάτες σας, οι δικές μου αναλαμβάνουνε ευθύνες ιδιωτικές, όχι της αφεντιάς σας. Ξεκουμπιστείτε απο το θωρί μου, γιατί θα σας περιμαζεύουν τ'αδέσποτα και οι διαβόλοι της νύχτας.
Κι όταν εγώ απειλώ, δεν χαιδεύω, μάτια μου. Βγάζω νύχια και ξεσκίζω το φόρεμα της νύχτας. Τα βουτυρώματα για τις κυρίες. Όχι για μένα.

read more “ ”
Ξεθάρεψε το μνημονικό κι έβγαλε τούτη τη φλόγα: '' Χρόνια και χρόνια πάλεψα με το μελάνι και το σφυρί, βασανισμένη καρδιά μου
με το χρυσάφι και τη φωτιά για να σου κάμω ένα κέντημα
ένα ζουμπούλι πορτοκαλιάς
μιαν ανθισμένη κυδωνιά να σε παρηγορήσω.
Εγώ, που κάποτε σ'άγγιξα με τα Μάτια της Πούλιας
και με τη χαίτη του φεγγαριού σ'αγγάλιασα και χορέψαμε
μες τους καλοκαιριάτικους κάμπους
πάνω στη θερισμένη καλαμιά και φάγαμε μαζί το κομμένο τριφύλλι.
Μαύρη μεγάλη μοναξιά με τόσα βότσαλα τριγύρω στο λαιμό σου, τόσα χρωματιστά πετράδια στα μαλλιά σου.'' Ν. Γκάτσος

Θυμίζει παλιά Αθήνα. Έχει τις φτερούγες του σφαλιστές- δυο μεγάλα πορτόφυλλα- αντικρύζουν τον ακάλυπτο. Δένω τις φτερούγες του μ'ένα λουκέτο, κάποιες φορές φοβάμαι πως σαν επιστρέψω θα τις έβρω ανοιχτές σαν βεντάλιες που χαιδεύουν τον άνεμο. Είναι δικό μου και βλέπει στον ακάλυπτο. Κι απέναντι μπαλκόνια -καθρέφτες των ανθρώπων, λογής λογής χαρτόκουτα στιβαγμένα ανάμεσα σε φωνές-μουσικές και κλάμματα. Οι ψίθυροι κάποτε γίνονται φωνές , μες το τσιμέντο. Απλωμένα ρούχα, κουρτίνες που παλεύουν να χορέψουν με κάποιο ανεμοβόλι, μια λωρίδα γαλάζιο σαν στρέψω το βλέμμα. Κι όμως παλεύω αυτή την ομορφιά μέσα μου να τη θεριέψω, να την κάμω χαρταετό κι έπειτα να τη στείλω στη γωνιά σου. Και βιβλία πολλά βιβλία... όχι Καρυωτάκηδες, Σεφέρηδες και Παλαμαδες...Δίκαια και Νόμοι που να τα πάρει ο διάβολος. Ξέχασα τον ανεμόμυλο και τα χρώματα της ίριδας κρεμάσμένα στο μπαλκόνι. Αρχίζω να μαθαίνω ιστορίες για κείνους που αναπνέουν πάνω μου- ζερβά μου, οι ψιθυροι γίνονται ουρλιαχτό μες τα τσιμέντα και κάποτε το ξύλο προδίδει γνώριμους γυναικείους ήχους ή κάποιο αναστεναγμό... Μην ξεχάσετε, σαν γραπώσετε τα κοντύλια σας να χαράξετε την ''ιστορία των προδοτών'' να γράψετε και δυο μεγάλους γνώριμους: Ακάλυπτους και ξύλο. Το δεύτερο δεν πρόδωσε και τον Χριστό;
read more “ ”

ΣΕ ΣΕΝΑ

Wednesday, June 11, 2008


Κι όμως έχω την αίσθηση πως κάπου σε ξέρω. Σα να σε διάβασα κάποτε σε κάποιο βιβλίο, σα να ξεφύλλισα τη ψυχή σου κι έπειτα την έκλεισα μέσα στις χούφτες μου. Είναι εκείνη η γραμμή που βλέπω ν'ανατέλλει κάθε που ανοίγω τις απαλάμες μου, ή μήπως γερνούν τα χέρια μου μαζί με μένα. Αλήθεια , τα χέρια γερνούν; Και το μυαλό κουράζεται, να πλάθει σκέψεις, λέξεις, παρανοήματα, δροσολαλιές τις λέω εγώ. Για τούτο κι ελπιδοφορεί τους ανθρώπους,ναι μωρέ έτσι δεν λένε σαν φοράνε οι ανθρώποι ελπίδες στα κορμιά τους. Εκείνη η κοπέλα χθες στο βαγόνι του συρμού, της απόγνωσης - κάποια μέρα θα σού πω για τα βαγόνια και την ανάσα τους , την ανάσα μας- κράταγε ένα λυγμό στο στήθος. Δε είπε ούτε μια λέξη ως το σταθμό, μονάχα το δάκρυ της ζωγράφισε τα μαγουλά , κι έπαιρνε ν'ανοίγει αυλάκια στο διάβα του. Τα μάτια ηφαίστιο κι κείνα τ'αλμυρίκα σύριζαν σαν τη φωτιά σαν καίει το χόρτο,τη γη. Μυρίζει λιβάνι, σκέφτηκα. Κάθε που κυλάνε δάκρυα μυρίζει λιβάνι. Όμως, άλλο σου λέγα. Εκείνη η κοπέλα, βάσταγε στη ποδιά της έναν λυγμό. Κι όλη την ώρα, τα χείλη της τρέμανε πάνω σε συλλαβές. Σα να θελε να φωνάξει βοήθεια, αλλά σκιαζόταν η ψυχή τον ήχο. Πού να'ξερε για κείνες τις ψυχές που ναι φτιαμένες απο ουρλιαχτά...κι ανέμους. Περάσανε τα λεπτά κι είδα το σώμα της να κουλουριάζεται, να γίνονται ένα τα χέρια το κορμί το δέρμα τα μαλλιά, μα τα χέιλη της σφιγμένα βαριά σαν στημόνι δεν ξέσφιγγαν εκείνο το σκοπό.
Για τούτο και σού γραφω. Ήθελα να της πώ πως εκείνη την μέρα στο βαγόνι, ήταν το πιο όμορφο πλάσμα που αντίκρυσαν τα μάτια μου. Ζήλεψα, αλήθεια σου λέω.
read more “ΣΕ ΣΕΝΑ”

ΕΝΑ ΓΥΡΟ ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ

Thursday, May 22, 2008

read more “ΕΝΑ ΓΥΡΟ ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ”

ΟΙ ΠΟΝΟΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ

Saturday, May 17, 2008









Πού να σε κρύψω γιόκα μου
να μη σε φτάνουν οι κακοί
σε ποιο νησί του ωκεανού
σε πια κορφή ερημική.

Δε θα σε μάθω να μιλάς
και τ' άδικο φωνάξεις
ξέρω πως θα χεις την καρδιά
τόσο καλή τόσο γλυκή
που μες τα βρόχια της οργής
ταχειά, ταχειά θε να σπαράξεις.

Συ θα'χεις μάτια γαλανά
θα 'χεις κορμάκι τρυφερό
θα σε φυλάω από ματιά κακή
και από κακό καιρό

Από το πρώτο ξάφνιασμα
της ξυπνημένης νιότης
δεν είσαι συ για μάχητες
δεν είσαι συ για το σταυρό
εσύ νοικοκερόπουλο
όχι σκλάβος, όχι σκλάβος ή προδότης

Κι αν κάποτε τα φρένα σου
το δίκιο φως της αστραπής
κι αν η αλήθεια σου ζητήσουνε
παιδάκι μου να μην τα πεις

Θεριά οι ανθρώποι δεν μπορούν
το φως να το σηκώσουν
δεν είναι η αλήθεια πιο χρυσή
απ' την αλήθεια της σιωπής
χίλιες φορές να γεννηθείς
τόσες, τόσες θα σε σταυρώσουν

Στίχοι: Κώστας Βάρναλης
Μουσική: Λουκάς Θάνου
Πρώτη εκτέλεση: Νίκος Ξυλούρης
Άλλες ερμηνείες: Γιάννης Χαρούλης




Υ.γ Στον άνθρωπο που μού το'μαθε . Σε κείνη που θρηνεί για το χαμό της ζωής της. Κι έτσι 3 μήνες θα'ναι που λέω, πως δεν υπάρχει θεός που ν'αγροικάει ανθρώπους. Πέρα απο δάκρυα, τη δύναμή μου, αγάπη μου. Κουράγιο. Έτσι όπως μάθαμε πάνω σε τουτα τα χώματα να κάνουμε.

Τίποτα δεν χάνεται έτσι εύκολα. Ίσως κι ο θάνατος αγάπη να'ναι..ίσως.

read more “ΟΙ ΠΟΝΟΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ”

Friday, May 16, 2008


Στο σπίτι με τα πεύκα κι έναν πλάτανο στο περιαύλι, κάποιος απλώνει στη σιγή μαντήλια ποτισμένα με νότες. Θυμίζει το χρώμα, εσένα. Ελπίζω, η Μούσα να επέστρεψε κι απόψε να χαιδεύουν τα χείλη σου μια φυσαρμόνικα. Χαλάλι της. Εγώ πάντως ''αίρω τα δεσμά '' .

Φτου ξελευθερία, μικρέ μου.
Υ.γ Κι όμως εκείνο το βράδυ κέντησε η νύχτα τις λέξεις επάνω της. Χατζιδάκης...'' κι η πρώτη σταγόνα της βροχής...'' Θυμάσαι;
read more “ ”

Wednesday, May 14, 2008


Όνομα: Μαρία Νεφέλη

Επάγγελμα: Απο σήμερα ...προς αναζήτηση στέγης . Απο αύριο ... προς αναζήτηση Μούσας.

Φύση: Αυτοκαταστροφική.

Στόχος: Να τον ξεπεράσω.

Χρώμα ματιών: Τα ταξίδια μου.

Χρώμα φιλιών: Πότε αντίκρυσες ηλιοβασίλεμα;


Θέλω να κρατάς στα χέρια σου...: Κόκκινο γαρίφαλλο

Αγαπημένη φράση: Φεύγω. Εσύ;


Αγαπημένο μυστικό: Η ζωή μου.
read more “ ”

Σε φιλώ


Να'ξερες πόσες σκέψεις ανθιβάνει ο νους μου ετούτες τις μέρες. Και πόσα ''πρέπει'' αφήνει παράμερα . Στιγμές γιορτής και νίκης ανάμεσα στον άνθρωπο και μένα, στιγμές που ξετρέχουν λίγη απο τη φωτεινότητα που σφαλούν τα μάτια σου κάθε που σ'ανταμώνουν οι σκέψεις. Δεν ανθούνε πάνω σε τούτα τα χώματα ροδώνες. Μονάχα σφάκες λαχτίζουν στις όχθες των ανθρώπων κι άλλο απο κείνο τον χυμό που΄φυλάνε στα κορμιά τους.
Λεπτό μήτε για να ξαποστάσω κι ένα ταξίδι ξεφυλλίζει η μνήμη. Μαζί σου ή χώρια. Τα ταξίδια τα σκάβω μόνη μου, καρδιά μου. Κι είναι τόση η δύναμη που δεν χωράει πλιο στις αγγάλες κανενός. Μηδέ στον κόσμο των ζωντανών. Νεκροί οι άνθρωποι για μένα, σού λέω. Δεν είναι πόνος ούτε και κείνη η πίκρα που βάνεις με το μυαλό σου . Φωτιά είναι κι άστην να καίει γιατί τούτη ζεσταίνει τη ψύχή μου και κάνει με να ζώ και ν'ανασαίνω.

Το πιο λευκό χρώμα της σκέψης μου. Εσύ...Στο καλό.
read more “Σε φιλώ”

ΧΕΙΜΕΡΙΝΑ ΣΤΑΦΥΛΙΑ

Tuesday, May 6, 2008


Επειδή άλλο να πώ δεν ηύρα κι ύστερα διάβασα και ξαναδιάβασα τα τελευταία κεφάλαια, κείνα πού σκαλίζονται με γράμματα. Είδα το πρόσωπό σου να μαχαιρώνει η βροχή όπως τα βράχια σε τούτο το ακροθαλάσσι κάθε πού βουτάει ο Αύγουστος μες την ηχώ των κυμμάτων κι αφήνει ένα συριγμό πλάι στο κύμα. Μονάχα τούτο αφόρμισε σαν τη πληγή στο χρόνο.


( Δωρισμένο...)


''Tης πήραν τα παιγνίδια και τον εραστή της. Έσκυψε λοιπόν το κεφάλι και παρ' ολίγον να πεθάνη. Mα τα δεκατρία ριζικά της σαν τα δεκατέσσερά της χρόνια εσπάθισαν την φευγαλέα συμφορά. Kανείς δεν μίλησε. Kανείς δεν έτρεξε να την προστατεύση κατά των υπερποντίων καρχαριών που την είχαν ήδη ματιάξει όπως ματιάζει η μυίγα ένα διαμάντι μια χώρα μαγεμένη. K' έτσι ξεχάστηκε ανηλεώς αυτή η ιστορία όπως συμβαίνει κάθε φορά που ξεχνιέται από τον δασοφύλακα το αστροπελέκι του στο δάσος. ''
Α. Εμπειρίκος
( Απο την Υψικάμινο, Άγρα 1980)
read more “ΧΕΙΜΕΡΙΝΑ ΣΤΑΦΥΛΙΑ”

ΠΩΣ ΝΑ ΣΩΠΑΣΩ

Saturday, May 3, 2008

Πώς να σωπάσω μέσα μου
την εμορφιά του κόσμου;
Ο ουρανός δικός μου
η θάλασσα στα μέτρα μου

Πώς να με κάνουν να τον δώ
τον ήλιο μ'άλλα μάτια;
Στα ηλιοσκαλοπάτια
μ' έμαθε η μάνα μου να ζώ

Στου βούρκου μέσα τα νερά
ποιά γλώσσα μού μιλάνε;
αυτοί που μου ζητάνε
να χαμηλώσω τα φτερά.

Κ. Κινδύνης
read more “ΠΩΣ ΝΑ ΣΩΠΑΣΩ”

ΠΕΙΡΑΙΑΣ 1 ΚΑΙ ΚΑΤΙ.

Tuesday, April 15, 2008


Πειραιάς κι ένα κορίτσι σιγοτραγουδάει τα τρένα.

Δεν βρίσκω το παλιό μου τετράδιο

κάπου ριγμένο μέσα σε μια τσάντα αναμνήσεις, λουλούδια σκισμένα κι ένα δανεικό τσιγάρο.

Να προλάβω τη θάλασσα.

Προφταίνω τα λίγα λεπτά να σκορπίσω τις λιγοστές μου θύμησες στον αγέρα, να μυρίσω ζεστό καφέ στα καφενεία, τις καρέκλες και τους πάγκους να προσπεράσω δίχως να κοιτάξω πάλι και πάλι τή γωνιά που σε πρίμενα. Τη γωνιά δίχως καθρέφτη μονάχα ένα σπασμένο κρύσταλλο, απόμενα να κοιτάζω τη μορφή μου απεγνωσμένες προσπάθειες να μείνω όμορφη μέχρι να φανείς στην άκρη του δρόμου. Πάντα ασχημότερη εκείνες τις στερνές σταγόνες του χρόνου. Τέρμα οι αγωνίες.

Αργότερα, η γριά με τα μανταλωμένα βλέφαρα κάτι απο θλίψη, ψαχουλεύει στα σκουπίδια. ''Τί;'', θέλω να ρωτήσω '' μα με κυνηγάει μια φυγή'', λέει εκείνος ο σκοπός. Πιο πέρα η τράπεζα, οι ώρες αναμονής προτού σε αντικρύσω. Χάνω το δρόμο μου, μα πάντα το ίδιο σαν θέλω κάτι πιο πολύ απο κείνα τα θέλω των ανθρώπων πού μένουν να σφουγγίζουν τους δρόμους σαν σκισμένες αφίσες. Κάτι πιο πολύ απο όλα τα θέλω των ανθρώπων, η θάλασσα.

Το δανεικό τσιγάρο εσύ δίπλα μου κι οι ανάσες όλων μακριά μου. Γόπες στην αγγαλιά ενός λιμανιού, '' περίμενε, σε λίγο θα δεχθείς και τη δική μου'' μουρμουρίζω. Κάτι απο καράβι στόν ορίζοντα, ποίηση ,λέω, σαν ακουμπάς στους κάβους . Λερώθηκα με ποίηση τούτο το μεσημέρι.

Εκείνο το τσιγάρο δεν το τελείωσα ποτέ. Θα περιμένω να το σβήσουμε μαζί σ'ένα λιμάνι πού σφίγγει στον κόρφο του μυριάδες αποτσίγαρα. Αστέρια αποτσίγαρα, σαν βλέπω να στάζουν απο τα μαλλιά τους ιστορίες πάνω στο δείλι.
read more “ΠΕΙΡΑΙΑΣ 1 ΚΑΙ ΚΑΤΙ.”

Sunday, March 30, 2008


Απόψε όχι άλλα ποιήματα. Αλλάζει η ώρα , τί σημασία έχει, οι δείχτες άλλοτε μπροστά κι άλλοτε πίσω τραβούν ο χρόνος κυλάει μέσα στα χέρια μας, αρχίσαμε κι όλας να μετράμε απώλειες. Τα γενέθλιά μου, 27 κεράκια τα δάκρυά μου ο χρόνος πού δεν λέει να περάσει αλλιώς. Πιστεύω σ'ένα θαύμα κι ας ξέρω πώς δεν υπάρχουν , ένας μύθος λέει πώς τα κρατάνε σ'ένα παλιό σεντούκι οι θεοί, ίσως να υπάρχουν μες το μυαλό μου. Εκείνο το σεντούκι των θεών νά'ναι το μυαλό μου; Χανομαι μές τις σκέψεις μου, πιστεύω τίποτα, ονειρεύομαι χρονους λευκούς σαν τις σελίδες πού γυρεύω μέσα στα Εφετεία. Σκαλίζω ''εξουσιοδότηση'', θέλω να γράψω ''Όνειρα, χρόνοι Λευκοί'', μα δεν διαβάζει κανείς. Σκίζω σελίδες. Αύριο μαζί σου σ'ένα παλιό νεκροταφείο, θέλω κρινάκια λευκά στα χέρια μου, έναν λύγμο, το δικό σου παράπονο, τα άδικα τεφτέρια της ζωής. Ποιός τα πέταξε κάτω απ'τη πόρτα σου; Θα πονέσω μαζί σου, θα κλάψω μαζί σου, Θε μου γιατί δεν αγροικά κανείς τον πόνο μου;, και δεν θα ρωτήσω πώς γινήκαν όλα τούτα μέσα στις μέρες αυτές. Δεν αντέχω τα μαύρα, σκότωσέ με μα μη μού φορέσεις μαύρες ποδιές. Μάλλον δεν γίνεται αλλιώς. Ανάποδα βαδίζει η ζωή. Ανατροπή, ακούς ανατροπή, πρώτα ο θέρος κι έπειτα η σπορά, πώς πεθαίνουν 27 χρόνια; Το κεράκι δίπλα στο τζάκι, η φωτογραφία, κι άλλη απώλεια. Ακούω ψίθυρους. (θάνατος) - Κάθε πού σού χτυπώ τα κεραμίδια με το ράμφος μου θα με καλωσορίζεις. (άνθρωπος) - Δεν θέλω (θάνατος) - Η επιλογή δική μου. Εσύ υπακούς. Θέλω ν'ακούω τ'αναφιλητά σου. (άνθρωπος)- Ε, τότε κι εγώ θα γελώ ( θάνατος) - Κανείς θνητός δεν γελά με τον θάνατο (άνθρωπος) - Ε, τότε θα χορεύω ( θάνατος) - Κανείς θνητός δεν χορεύει με τον θάνατο Ο ι ψίθυροι σωπαίνουν. Κι εγώ γελώ. Κι εγώ χορεύω. Πάνω στα σανίδια πού άλλο δεν βαστούν. ''Θα πέσουν'' μού'πες ''όταν χάσεις το κουράγιο σου'', σε ρωτώ πότε θά'ναι αυτό, βιάζομαι να ξεφυλλίσω το γκρέμισμά μου. Κι εσύ; Πώς θ'αντέξεις; 'Οταν όλα θα σταθούν χωρίς εμένα, τότε...2008 κι άλλη μία. υ.γ σκουπίδια στο δρόμο μου χθές και κάθε πού κοιτάζω την ώρα πάντα διπλές φιγούρες. Αναρωτιέμαι αν σημαίνει κάτι.
read more “ ”

MY BLUEBERRY NIGHTS

Saturday, March 22, 2008





Once I wanted to be the greatest
No wind of waterfall could stall me
And then came the rush of the flood
Stars of night turned deep to dust

Melt me down
Into big black armour
Leave no trace of grace
Just in your honour
Lower me down
To culprit south
Make 'em wash a space in town
For the lead
And the dregs of my bed
I've been sleepin'
Lower me down
Pin me in
Secure the grounds
For the later parade
read more “MY BLUEBERRY NIGHTS”

ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΛΕΜΕ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ *

Και λέω πώς σιγαληνά χαράσσεις γραμμές πάνω σε χάρτες, και πώς τα ταξίδια μετρώνται όπως οι μέρες. Ανάποδα.
Πρώτα το δείλι, έπειτα τ'απομεσήμερο οι πρωινές σταγόνες ήλιου πάνω στα παράθυρα κι ύστερα ο ξυπνημός. Τα δέντρα πού δεν άφησες να δώ κι όσα ονόματα δεν θέλησες να ψηλαφήσω τόσα μα τόσα τα χρόνια πού πέρασαν
σαν ερμοπούλια σα νοσταλγοί
πού πια φανήκαν άγνωρα τοπία στους οριζώνες.
Δίχως γαλέρες δεν κυνηγιούνται οι οχτροί, δίχως στεφάνια πεταμένα μεσοπέλαγα. Φρίττουν, ασπαίρουν, στοιχειώνουν τις μέρες μας
σαν τα στοιχειά πού τα παιδιά λογιάζουν στον ύπνο τους.
Καιρός γι'αλήθειες. *Φτάνει πια!

* Ο τίτλος (ζηλεμένη ) για τούτο κλεμμένη φράση του Μανόλη Αναγνωστάκη, απο τη συλλογή ''Ο στόχος''. Τα λοιπά χρεώστε τα σε μένα, μην αδικείτε τον ποιητή.
read more “ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΛΕΜΕ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ *”

Thursday, March 20, 2008



Μπορώ να γράψω ιστορίες και μέρη αλλόκοτα πάνω στην άμμο. '' Ποιητή, στον αιώνα σου πες μου τί βλέπεις;''

Τί βλέπεις;
read more “ ”
Υ.Γ Σα να ξαλάφρωσε η σκέψη μου ρίχνοντας τα πέταλά της στο χώμα. Τούτες τις μέρες σαλεύουν οι αμυγδαλιές την ανάσα τους και ξανεμίζουν τον ανθό τους στα πόδια μου. Θαρρώ πως για τούτο δεν βαστάνε τα μπουμπούκια τους για μέρες...Πού να χωρέσει τόση ομορφιά στον κόσμο;
Πώς να βαστήξει τόση εμορφιά στερεωμένη στη σκέψη, καρφωμένη στα κλαριά, ζητάει το λυτρωμό της στο χώμα. Το λυτρωμό της πάνω στις σελίδες.
read more “ ”

ΚΟΡΩΝΑ Ή ΓΡΑΜΜΑΤΑ ;

Wednesday, March 19, 2008


Πώς χόρεψε πάλι κι απόψε τούτο το ταξίδι πλάι στις φυλλωσιές της μνήμης , δεν κατάλαβα. Εκείνο το παλιό αστείο άνοιξε την αγγαλιά του σιμά μου σκορπίζοντας αστέρια στο διάβα του. Τα θυμάσαι μωρε, εκείνα τα αστέρια; Είχανε χρώματα και μυρουδιές , σαν έσκυβες να τα φιλήσεις ασημώνανε τα χνώτα μου. Ένα παλιό αστείο πού έγδερνε τη δορά της λύτρωσης σαν καμωνόταν την αλήθεια στο μυαλό μου. '' Θα φύγω'' , θυμάσαι πού λέγαμε τα δειλινά; Κι έπειτα οι κουβέντες μας ξεδιαλύνανε της ώρας το παράπονο, κι αφήνανε τη μαρμαρυγή τους πάνω στα παιδικά σεντόνια. Αργότερα, μέσα στα λαγούμια μιας λαγγεμένης αγγαλιάς λουφάζαμε τα όνειρά μας , πισωπατώντας. Τα ρίχναμε μές τα ποτάμια όλα κι αλάργευε η αγριάδα στα μάτια μας. Φόβος, καλέ μου. Ποιός ξέρει; Οι δυο μας, εσύ κάπου δίχως μιλιά, εγώ σιμά σου, πιασμένοι απο τα κρεκέλια μιάς φυγής. Ανταρσίες ονείρων κι άγουρα σταφύλια σαν γυρεύουν να γουρμάσουν. Πώς μιλάω, φίλε μου τώρα; Γυρνάω στα παραμιλητά εκείνων που δεν θώρησα ποτέ μου. Προγόνοι και πάλι προγόνοι...πού πήγαν τ' αγκομαχητά σας;; Όλα μές τα φυλλοκάρδια μου τα ρίξατε.

Εκείνο τ'αστείο πού δεν αγροίκησα πώς ξεπήδησε σαν το ζαρκάδι απόψε. Έφτασα μια μέρα ως τα σκαλοπάτια, το θυμάσαι; Με πρόφτασαν. Ντράπηκα. Δεν κατάφερα ποτέ μου τίποτα. Ούτε και στα τότε ούτε και στα τώρα, μά κείνη τη λέξη πού ξεστομίζαμε δίψασα να την ακούσω. Για πού, θυμάσαι; Κύλαγαν τα όνειρα σαν το μελάνι κι έπαιρναν να μουτζουρώνουν τον κόσμο. Ώσπου , κάτι παράξενο γινόταν στο τέλος , κίναγε ένα χάδι να σφουγγίζει τις ''βρωμιές'' μας κι αποξεχνιόμασταν σαν τα τζιτζίκια πάνω στα φυλλα ενός καλοκαιριού. Πέρασαν χρόνοι πολλοί. Ακόμη τη θυμάμαι ετούτη τη σελίδα, τη γυρνάω σαν ο πόνος ροκανάει τα κερaμμίδια μου τις νύχτες, έτσι μωρέ για να λέω πώς υπάρχω. Μα θεριεύει τότε μια λαχτάρα σαν βήχας, σαν καπνός μέσα στα στήθια μου. Πνίγομαι μωρέ πλαντάζει η ψυχή μου σαν θέλω να φωνάξω. Πού να ουρλιάξω, ποιόν να πάρω στο κατόπι να ξεριζώσω την καρδιά του να σωθεί η δική μου; Μονάχα ετούτες τις λέξεις έριξα σαν κέρμα στο πλάι μου απόψε κι απόμεινα να το κοιτάζω να δώ τί θα μού φέρει. Κορώνα ή γράμματα.. Κορώνα ή γράμματα...κορώνα ή γράμματα, φίλε μου. Σα να μού φάνηκε πώς άκουσα τη σιωπή να μουρμουρίζει'' μού χρωστάς ένα ταξίδι Ζωή, ψηλό σαν τα βουνά της Κρήτης, αντρίκιο ωσάν τα παλικάρια της''. Ντράπηκα. Δεν είπα τίποτα.

Τα όνειρά μου θεριεύουν φίλε τις νύχτες. Στήνουν χόρο πάνωθε μου και αλαργινές μορφές γνώριμες στέκουν στα στασίδια μιάς οργής πού φτάνει να συντρίψει τη μέρα, τον κόσμο.
Κι εκείνο το παιχνίδι κυλάει σα νόμισμα απο τα χέρια μου, πλάι στις λέξεις πού ροδαμίζανε σαν φύλλα. Κορώνα ή γράμματα, μωρέ, κορώνα ή γράμματα....;
read more “ΚΟΡΩΝΑ Ή ΓΡΑΜΜΑΤΑ ;”
 
Google Analytics Alternative