''Αλλάζει πρόσωπα ο Έρως
αλλάζω πρόσωπα κι εγώ.''
Νοστάλγησα ένα σπίτι στη θάλασσα. Δίχως παράθυρα, έναν ήλιο να στεγνώνει τα πρόσωπά μας. Την αράχνη στο βάθος του τοίχου να κεντάει το σταυρό της στο προσκεφάλι σου. Το τσάκισμα του ήχου πίσω απο τα σανίδια του μεσημεριού κι ένα ξεχασμένο βινύλλιο. Το διπλανό περιβολάκι σπαρμένο αναμνήσεις, η μυρωδιά σου . Η μυρωδιά της. Δεν υπάρχω μέσα σε κείνο το κρεβάτι. Απόψε δεν υπάρχω πουθένα στις σκέψεις μου. Έλα . Κοντά μου. Κι έπειτα θα σε μάθω να μαζεύεις στις χούφτες σου τ'αστέρια της θάλασσας, θα σ'αφήσω να φορέσεις το καπέλο μου, θα χορέψουμε πίσω απο'κείνες τις λεύκες, τώρα πια ξεγυμνώθηκαν καρπό. Και σαν ξυπνήσει η πρώτη ακτίδα μές τα μαλλιά σου, μη φύγεις. Μη φύγω. Έχουμε τόσα καλοκαίρια να ψιθυρίσουμε όσα λησμόνησε η σκέψη πλάι στο κύμα. Πουλιά καλοκαίρια, μισεμένα στο νότο, λινά καλοκαίρια φορεμένα στο στήθος σου. Γαλάζιες οι λέξεις, πλέκουν στον αργαλειό τ'ουρανού τα μάτια σου. Δεν σού αρκεί, το ξέρω. Απόψε μού λείπουν οι μουσικές σου. υ.γ Τα μαγικά σου.
Απόψε. Γύρεψαν φυλλωσιές τα όνειρα να σκεπάσουνε τη νύχτα. Γυμνή, μού πάει καλύτερα, θάρρεψα να ξεστομίσω. Πλάι στους φάρους.