(1942-1998) Δ. ΛΙΑΝΤΙΝΗΣ - ΑΝΤΙΟ, ΦΙΛΕ.

Friday, August 24, 2007

Απόψε θα σού πώ μιαν ιστορία. Για ένα παλληκάρι που ροβολούσε
τους κρημνούς τις δρακοντιές τ'αστέρια.

Απόψε θα σού πώ μια ιστορία για
ένα παλληκάρι κι
ένα βουνό.

Κείνες πού σέρνουν το χορό στους γάμους και
τα ξόδια, κείνες
πού σπέρνουν ασφόδελους σ'ανήλιαγα αλώνια.

Τούτη τη μέρα
του χαμού θα την
αναθυμήσω με λόγια και με δρέπανα, με ίσκιους και κοντύλια σάμπως
να γνέφει ο θάνατος της θύμησης το αίμα του να βάψουνε τ'αχείλια.

Πέρα στης
Μάνης τα βουνά
στους πύργους τα λιοπύρια, η πέτρα ανάστησε ένα γιο με της ξωθιάς
τα στήθια.

Κίναγε ο τόπος να ζευτεί τα στάχυα του Αλωνάρη κίναγε η πλάση
ολάκερη το
γδικιωμό να πάρει.

Τί ταν το σώμα ασώματο βροντή για τους ανθρώπους
κείνους πού σέρνουνε φωνή σ'επιθανάτιους ρόγχους, τί ταν οι λόγοι του οργιές
μακρυά στους οριζώνες, κείνους που σπέρνουν οι σαλοί κατά των ανθρώπων τους
κανόνες.

Και κάθώς φεύγουν οι καιροί στης γης το ηλιοστάσι, γίνηκε ο νιός
πολεμιστής και πόρθεψε τη γνώρα,
έκαμε ρίζες και βλαστούς αντρειέψαν οι
καημοί
του,

έκαμε στάχτη τις φωτιές τους φόβους τις άντάρες, έβαλε
αιθέρες
ανάπλωρους στης νιότης του τη πρώρα

καθώς καρτέρηγε η ζωή τού θάνατου
την ώρα...

Πέσαν απάνω του ριπές οι όργητες του κόσμου, θέριεψαν λιμνοθάλασσες,
αντάρειεψαν πελάγη, μα κείνος έστεκε θαρρείς λύχνος μες το σκοτάδι

με ξέσκεπα
τα
στήθη του αγνάντια στις φοβέρες, αγνάντια και στου τελεσμού τη μοίρατου
ανθρώπου,
τη μοίρα τη βαριέσπαιρη πού όρισε η φύση να στέκει στων θνητών ζωή,
ήλιος που
θε να δύσει.

Μια μάνα πού παρέστεκε κρυφά στο παραθύρι, μια κόρη
πού τον
στέναξε 56 χρόνους,
έστεργε τα μελτέμια του το λίκνο της ψυχήςτου,
καρτέρηγε
τους λόγους του τσ'αλήθειας του τους κλώνους.

Ήταν της μοίρας
θέλημα και των Θεών
κατάρα, να ζώσουνε τα σπλάχνα της τούτο το παλληκάρι, να
γέψει αίμα η ψυχή κρυφά
να αιματώσει, να στάξουν στάλες καταγής στα χώματα
της Σπάρτης.

Και κάθως
πέρναγαν καιροί, αλάργεψε η νιότη, σαν διαβατάρικο
πουλί πού γυρισμό δεν έχει,
μα κείνος επεισμάτωσε σαν το θεριό υψώθη τα' βαλε
με τον χάροντα, της νύχτας
τις φοβέρες

κι έλεε κάθως χάραζε, την αλήθεια πώς
κατέχει...

Ζυγώσανε τα μάτια
του τον άρρενα βουνό σαν ήρθε η ώρα η ζευτή πού
χρόνια καρτερούσε,

δρασκέλισε τον
κάματο, τα φόβο, τον εχθρό μα στης νυχτιάς
τον ουρανό ένα άστρο αναρριγούσε.
Γύρευε τον αφέντη του, να ζέψει την ψυχή
του, να τον τυλίξει στου γαλανού τσ'
αμάλαγους τους κόρφους, να τον εκάμη
αθάνατο πλάι στους αθανάτους

κείθε πού
κρύβουν οι Θεοί τού άνθρwπου τους
πόθους,στων άστρων την γλυκιάν αυγή...

Κι έτσι σαν να'τανε γραφτό της μοίρας
το υφάδι, μές τις αγγάλες τού βουνού
κλείσαν το παλληκάρι
κι εσείστη ο
Άδης κάτωθε,

της μάνας το μαγνάδι μύρισε
δάκρυ και καημό...

Μέσα στις χώρες
των θνητών κρυφά μολογησέ το αν δούν τα
μάτια σου άλλονε σαν και το παλληκάρι,
να αψηφάει τον γερο-Χάροντα και τις βουλές
τις θείες, να στάζει φώς το αίμα
του κατά πώς το φεγγάρι


και τότε θά'ρθω να
σού πώ πώς δεν ήταν μονάχος
πάνω στου κόσμου τις στεριές

και πώς εστάθη κάλεσμα
του κόσμου, η ζωή του.

0 σχόλια:

 
Google Analytics Alternative