Λευκή μέρα...και στο βάθος της Bach, Strauss...τελευταία σονάτα του Βeethoven, άριες πάνω σε βαλς, Appassionata. Πες μου τί άλλο να πεθυμήσω από τη ζωή; Κι ένα χαμόγελο σαν από χρόνια χαμένο, μπλεγμένο στα δάχτυλά μου. Κοιτάζω στο καθρέφτη, βλέπω ένα όμορφο κορίτσι. Ένα όμορφο κορίτσι. Κοιτάζει, όχι τη Ζωή. Γέρνει , κατά το θάνατο και βλέπει τη Ζωή. Όπως τα ζουμπούλια γέρνουν προς τον Ήλιο, όπως οι άνθρωποι στο χώμα. Θέλει να ερωτευτεί Ξανά και ξανά και ξανά...Μέχρι «το ποτέ πια, μέχρι το που πεθαίνουν».
Σευχαριστώ. Για το σήμερα. Θυμίζει παλιές κυριακάτικες προσευχές στο τραπέζι, γύρω από έναν θεό. Τα λόγια φιλάνε τα δικά σου χέρια . Κι ο θεός πλάσμα του νου, απομένει...
APASSIONATA
Friday, October 10, 2008
Αναρτήθηκε από ****** ***** ****** στις 3:58 PM«ΓΡΑΜΜΑ ΣΕ ΜΙΑΝ ΑΓΝΩΣΤΗ ΚΥΡΙΑ»
Tuesday, October 7, 2008
Αναρτήθηκε από ****** ***** ****** στις 3:39 PMΚοιμάμαι με τον «Μαραμπού»μέρες τώρα. Όπως τα παιδιά αγγαλιάζουν πάνινες κούκλες.
Κοιμάμαι με ημερολόγια , και ταξίδια Μαροκινά, με καμαρώτους και ινδικούς ήλιους. Έχω απλώσει τους φλόκους μου στον άνεμο ,σα σεντόνια στη νύχτα, ρουφάω γράμματα σα μαλαίικο καρασί χυμένο στις χούφτες μου.
Μένω, σε κείνο το «γράμμα σε μιαν άγνωστη κυρία». Κι αλήθεια, «Τί με σπρώχνει να σάς γράψω απόψε Κυρία;....». Μπερδεύομαι ανάμεσα σε γκρίζες τολύπες και μια γνώριμη φιγούρα που ακόμα παλεύω να της δώκω γνώρα. Ποιά είσαι; Και πως ξεπήδησες απόψε στα όνειρά μου; Είδα το πρόσωπό σου αμέτρητα φεγγάρια πάνω στη νύχτα, σε κείνα τα γυαλάκια που φυτρώνουν στη δορά της κάθε που ξαποσταίνουν μεσάνυχτα. Γυαλάκια καθρέφτες, τα λέω εγώ. Αν σε σκιάζει το θωρί σου, ποτέ μην τρυγήσεις τ'αμπέλια της νύχτας.
Εκεί σε είδα, να μετράς τσιγάρα στην πρώρα μιας λέξης, δικής μου, κι έπειτα σε έκρυψα κανείς να μη σε βρει στον κόσμο , ώσπου ο εγωισμός μου ανίκητος σε ξέβρασε σε τούτες τις σελίδες. Και να που τώρα ο γερο-Μαραμπού ζωγράφισε τη μορφή σου με το καλέμι της θάλασσας. Εκείνο το « ...εγώ είδα στα μάτια σας ολόκληρους κόσμους..αναχωρήσεις ...εγκαταλείψεις...θανάτους...επιθυμίες» το βάσταξα σαν εικόνα δική μου, που κάποιος την πέταξε ανάμεσα στην αλφάβητο. Ποιητάδες κλέφτες!
-Δεν έχω πατρίδα , έχεις δίκιο...
υ.γ Πονάω τον πόνο σου ,δυο φορές γιατί είσαι συ, ανάμεσα στο θάνατο. Εξαργυρώνω τη σιωπή με δάκρυ, πάει να πει, σε σκέφτομαι.
read more “«ΓΡΑΜΜΑ ΣΕ ΜΙΑΝ ΑΓΝΩΣΤΗ ΚΥΡΙΑ»”
Κοιμάμαι με ημερολόγια , και ταξίδια Μαροκινά, με καμαρώτους και ινδικούς ήλιους. Έχω απλώσει τους φλόκους μου στον άνεμο ,σα σεντόνια στη νύχτα, ρουφάω γράμματα σα μαλαίικο καρασί χυμένο στις χούφτες μου.
Μένω, σε κείνο το «γράμμα σε μιαν άγνωστη κυρία». Κι αλήθεια, «Τί με σπρώχνει να σάς γράψω απόψε Κυρία;....». Μπερδεύομαι ανάμεσα σε γκρίζες τολύπες και μια γνώριμη φιγούρα που ακόμα παλεύω να της δώκω γνώρα. Ποιά είσαι; Και πως ξεπήδησες απόψε στα όνειρά μου; Είδα το πρόσωπό σου αμέτρητα φεγγάρια πάνω στη νύχτα, σε κείνα τα γυαλάκια που φυτρώνουν στη δορά της κάθε που ξαποσταίνουν μεσάνυχτα. Γυαλάκια καθρέφτες, τα λέω εγώ. Αν σε σκιάζει το θωρί σου, ποτέ μην τρυγήσεις τ'αμπέλια της νύχτας.
Εκεί σε είδα, να μετράς τσιγάρα στην πρώρα μιας λέξης, δικής μου, κι έπειτα σε έκρυψα κανείς να μη σε βρει στον κόσμο , ώσπου ο εγωισμός μου ανίκητος σε ξέβρασε σε τούτες τις σελίδες. Και να που τώρα ο γερο-Μαραμπού ζωγράφισε τη μορφή σου με το καλέμι της θάλασσας. Εκείνο το « ...εγώ είδα στα μάτια σας ολόκληρους κόσμους..αναχωρήσεις ...εγκαταλείψεις...θανάτους...επιθυμίες» το βάσταξα σαν εικόνα δική μου, που κάποιος την πέταξε ανάμεσα στην αλφάβητο. Ποιητάδες κλέφτες!
-Δεν έχω πατρίδα , έχεις δίκιο...
υ.γ Πονάω τον πόνο σου ,δυο φορές γιατί είσαι συ, ανάμεσα στο θάνατο. Εξαργυρώνω τη σιωπή με δάκρυ, πάει να πει, σε σκέφτομαι.
Subscribe to:
Posts (Atom)