ΤΑ ΔΟΚΑΡΙΑ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ

Tuesday, November 10, 2009


Τυλίγω με τα χέρια μου απόψε μια ιστορία. Και μαζί της σαβανώνω τον κόσμο, συντρίβω τις πέτρες , ροκανίζω τα δοκάρια του Ήλιου. Σάμπως να θέλησα γκρεμνούς, σάμπως να γκρέμησα αλήθειες. Ποιός ξέρει; Ποιός θέλει να ξέρει;


Έχω μια φίλη μπιστική , χρόνια , μέρες και μήνες πάνω σε τούτο το κόσμο. Δεν θα σου πω πολλά για το κορμί της, τα μάτια της, τη ψυχή της, φτάνει που την αγάπη μας αραδιάζω σε τούτες τις γράμμες δίχως το λάχτισμα του φόβου. Καλοκαίρι και νόμισε πως ερωτεύτηκε. Ήξερε πως όχι, αλλά καμώθηκε του λόγου της να μην κοιτάζει την αλήθεια. Όταν οι ανθρώποι ερωτεύονται ξάφνου τους δένει μια κλωστή με το σύνολο, σαν ένας πελώριος αρχαίγονος λώρος. Δένεται στο λαιμό τους σα φίδι και κάπου κάπου σφεντονάει στις φλέβες τους σταγόνες δηλητήριο. Δεν είναι απο κείνο που σε ξαπλώνει στο χώμα, μονάχα που αφιονίζει το βλέμμα, ναρκώνει την επιθυμία γραπώνει τις πιθαμές τους στο χώμα σα στυλάρια. Και καλά, θα μού πεις, τί γυρεύουν οι ανθρώποι με τις θηλιές και δεν το βάζουν στα πόδια; Κάποτε, τις δένουν με τα δικά τους χέρια κι ακόμα άλλες πάλι μέρες, τις ξεφωνίζουν σαν το ντελάλη στις γειτονιές, κι άλλοτε τις κάνουνε γράμματα και μουσική. Για να θυμούνται. Κι όσοι αρνούνται; «Ο αρνηθείς δεν μετανιώνει...» αγαπημένε αναγνώστη, υποφέρει την αγρύπνοια πάνω στο μετερίζι της μοναξιάς, λύνει τα χνώτα του έξω απο τον κύκλο, αφορίζεται απο τους ποιητές και τα μελλούμενα. Αρκετα, όμως με τους «ανέραστους». Εκείνη Τον γνώρισε τόσο ξαφνικά, μίλησαν τόσο ξαφνικά, ενθουσιάστηκαν τόσο ξαφνικά, όπως ο κώδικας προστάζει. Εκείνος που γράφτηκε απο τους θεούς για τους ανθρώπους, εκείνος που αθέτησαν ερημίτες κι ασκητές , σαλοί και πληγωμένοι. Ας είναι. Το λοιπόν, όλα κατα το γράμμα, ώσπου ξεπετάχτηκαν σα φιδάκια κι οι ''αριθμοί''. Αριθμοί σαν ψέμματα, ψέμματα σα χορταράκια κι αγωνίες. Εκείνη καχύποπτη, απεγνωσμένα πάσχιζε να αδράξει μια ευκαιρία φυγής. Εκείνος ατημέλητα αθώος, απεγνωσμένα ερώμενος, κάθε μέρα ξέφευγε απο τα χέρια του κι ένα κομματάκι λογικής. Κι όσο εκείνος έχανε στο διάβα του τη λογική μέσα στα μάτια της, άλλο τόσο γεννούσαν φιδάκια τα δικά της φρένα, ξεβράζανε υποψίες , φόβο. Λένε, πως οι φόβοι είναι σαν της αράχνης τον ιστό, άπαξ και τον αρχινήσει, κανένας άνεμος δεν σταματά τη ρόκα της. Λένε πάλι πως η κατάρα μιας θεάς τη κρατά κρεμασμένη στα υφάδια της. Έτσι κι οι φόβοι , γίνονται εμμονές που κανείς θεός ή δαίμονας δεν τους ξεκρεμάει απο τις γωνιές της ψυχής μας. Κι ήρθε ώρα πουοι φόβοι γίνηκαν θεριά. Δε λέω, ανασκάλεψε το χώμα και το ριζικό. Ήρθαν ΄ψεμματα σαν ερωτηματικά να γεννοβολήσουν φοβέρες, ήρθαν και αλήθειες΄. Αλλά μοιάζαν μουτζουρωμένες κι ανάκατες με τα υπόλοιπα χρώματα, που ποιός τις ξεχώριζε πια; Έχεις ακούσει ιστορίες, για ανθρώπους που σκότωσαν με την αγάπη τους ; Ή πάλι για άλλους που λησμόνησαν τη λογική πλάι στ' ακροθαλάσσια του έρωτα. Αν όχι, τότε δεν θα καταλάβεις , οπότε κράτα αποστάσεις. Ούτε κι εκείνη καταλάβαινε. Πώς άλλωστε; Η άγνοια γίνεται στοιχειό. Και τα στοιχειά ξεθαρρεύουν σαν παιδιά σε αφύλαχτα σοκάκια, τις νύχτες. Τις μέρες πάλι κρύβονται στις σκιές των ανθρώπων, σκιάζονται τα δοκάρια του ήλιου. Δεν αναπνέει μόνάχα τις μέρες ο άνθρωπος όμως. Χρειάζεται και την ανάσα της νύχτας για ν'αγναντεύει ελεύθερος τα όνειρα , ναποκοιμίζει τα ποδοβολητά της μέρας. Αλλιώς, κυλάνε τα φρένα σα χυμένες φλέβες στο διάβα του και ξαμολιέται στους γκρεμνούς. Έτσι κι εκείνη, πάσχιζε να βρει την αλήθεια. Ώσπου τα πάντα γινήκανε ψέμματα. Ώσπου τα ψέμματα γινήκανε μαχαίρια. Αποφάσισε, το λοιπόν, να κοιτάξει τη ζωή της κατάματα. Έτσι τάχα δε λένε πως συντρίβεται ο κόσμος; Μονάχα όταν στρέψεις το βλέμμα πάνω του και λησμονήσεις την ελπίδα. Περάσανε μέρες, μήνες, αιώνες θαρρώ. Κι αν νομίζεις πως είναι απλό να ξεγυμνώνεις τη ψυχή σου από χρώματα κι ελπίδες , σφάλλεις. Γιατί για να κλείσουν πληγές πρέπει να σκάψεις στη ψυχή σου βαθιά. Υπάρχει ένα σημείο που δεν χωράνε ηλιαχτίδες και σημάδια της μέρας, ένα τόσο δα κομμάτι που στέκεις κι άλλο δεν ακούς απο αλυχητά κι απέραντη σιωπή. Κάθεσαι εκει δα γονατιστός κι αφουγκράζεσαι γογγίσματα , δεν υπάρχει σκέψη σε κείνο το στασίδι, δεν υπάρχει ο χρόνος. Και μη θαρρείς πως περνούν απ'τα μεριά σου δρολάπια κουβαλώντας τη ζωή σου και τ'απομεινάρια της, γιατί τούτα τα γράψανε ανόητοι. Μονάχα σιωπή. Σιωπηλά θεριά. Άλλοτε τα κοιτάς, άλλοτε σκεπάζεις το βλέμμα. Και συνηθίζεις, φίλε μου. Κι άλλοτέ πάλι, σκέφτεσαι πως θα σκότωνες όλους τους στρατιώτες σου, πως θα ξεπούλαγες τη ψυχή σου για να ήταν κάποιος άλλος στη θέση σου. Γιάτι όλα τα χρόνια πάντα κάποιος άλλος βρισκόταν στη θέση σου. Ξέρεις, διαβήκανε λογής λογής ανθρώποι τούτο το ανάχωμα, δεν είναι δα πως έσκαψες μονάχος τη κρύπτη και τώρα μυξοκλαίγεσαι για τ α ματωμένα σου χέρια. Κατέβηκαν μυριάδες ψυχές στα έγκατα του Άδη, μα μονάχα μία ξαναβρήκε το δρόμο για το γυρισμό. Κι όταν ξέβρασε στο νόστο του και το τελευταίο χνώτο του θανάτου απο το ταξίδι του στο κάτω κόσμο, δεν ήταν πια ο ίδιος. Πώς άλλωστε; Από τότε, σάλεψαν μυριάδες φτυάρια να σκαλέψουν το χώμα , άλλοι τα κατάφεραν να ξεμυτίσουν σε κείνο το σημείο που σου λεγα, άλλοι περέμειναν εκεί και δεν βρήκαν το μίτο της επιστροφής, κι άλλοι στην έμπαση της επομένης μέρας γεμίσαν με αθιβολιές τα φρένα τους και κουρνιαχτό. Γιατί, δεν υπάρχει χρόνος, ούτε τρόπος που να σου μαθαίνει πως να στέκεσαι ασάλευτος αγνάντια στην άβυσσο. Γιατί ο άνθρωπος έμαθε να ντύνει το κόρμί του από τη γύμνια του και να ξεγυμνώνεται μπροστά στον Έρωτα. όχι στο θάνατο. Ακόμη κι εκεί καταφτάνει ντυμένος τις πανοπλίες του και τα φυλαχτά του. Σιωπηλά θεριά, όπως σου λεγα, γογγίσματα κι αλήθειες σε κείνες τις στέπες. Και τα χέρια γυμνά, παγωμένα και οι φίλοι άφαντοι συνοδοιπόροι. Μου είπε ακόμη- η φίλη- πως ξεχνάς τα μάτια των ανθρώπων, και κανείς΄λόγος δεν κουρνιάζει στις χούφτες σου. Μα δε θυμώνεις για τη φυγή τους, λέει. Μονάχα που ψάχνεις να βρεις ποιός έχτισε τα σκαλοπάτια που σε γκρέμησαν στις όχθες του Άδη. Πάντα κάποιος παραμονεύει γυρεύοντας να γλυτώσει τη σκέψη σου, Πάντα. Και γίνεται η πεθυμιά σου φονικό, γίνεται ο λυγμός φονιάς ικανός να συντρίψει το κόσμο. Κι ελπίζεις να μην είσαι εσύ εκείνος , γιατί αλίμονο να στρέψεις το σουγιά στον εαυτό σου. Και τον στρέφεις...

Πριν λίγες ώρες ξαναβρήκα τo κορίτσι εκείνο. Της είπα πως λυπάμαι πολύ που δεν στάθηκα στο πλάι της . Εκείνη χαμογέλασε. Έγνεψε πλάι στη σιωπή ένα γυμνό ''συγνώμη'' και στάθηκε αντικρυστά στον κόσμο. Δε νομίζω να τη πρόσεξε κανείς. Ας είναι , λέω. Φτάνει πως ξαναγύρισε. Κι όταν θα'ρθει η ώρα να ξαναφύγει ,σκέφτομαι να της γυρεύω λίγο φώς στα μάτια της με ένα μικρό φανάρι, σαν εκείνο που βάσταζε στα χέρια του ο Διoγένης. Απαρηγόρητη η νύχτα δίχως ένα μικρό φανάρι. Τί λες;
read more “ΤΑ ΔΟΚΑΡΙΑ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ”
 
Google Analytics Alternative