Χθες βράδυ, ξαπόστασα για λίγο στα σκαλοπάτια σου. Όχι πως το ήθελα. Μονάχα ο χρόνος φόρεσε ανάποδα τις φορεσιές του για το χατήρι της μορφή σου. Ξαγρύπνησε πλάι σε ξεκούρδιστα ρολόγια, μισοφεγγαράδες γιομάτες ήχους απο τριζόνια, λιλιπούτειους πραματευτάδες , μυρωδάτους ταρσανάδες πέρα στα βάθη της Ανατολής. Είπε, λοιπόν, να σού κάμει το χατήρι. Παραμύθια γι'απόψε. Απο κείνα που πλέκουν μαλαματένιοι αργαλειοί, που ξαγρυπνάνε στα σεντόνια της ξανθής κόρης, κείνα που πελεκάνε τους τρούλους και τα καμπανάρια μιας νυφιάτικης μέρας. Εσύ, πού στέκεσαι; Μέσα σ'όλα ετούτα...
''Η νύχτα απλώνει σαν το μελάνι πάνω στο μαντήλι'', έτσι δεν φώναξε κάποιος ποιητής χαράζοντας μ'ασήμι την απόγνωση; Αρπάζω το μολύβι μου. - Δεν βαστούν σήμερα οι άνθρωποι μολύβια -. Και λέω, πως δεν είσαι πια παραμύθι. Μηδέ μάγισσα, ούτε και κείνο το ξωτικό που γνέφει στους περαστικούς το λάθος μονοπάτι, ούτε η λαγνεία του έρωτα, ούτε και κείνο το θεριωμένο παραστράτημα, το πρώτο δάκρυ. Μοναχά ένα παιδί. Και κείνη την πρώτη λέξη μου, που θυμίζει μοναξιά, μην τη θαρρείς φτωχή και παραπονεμένη. Ένα παιδί που τόση δίψα πλαντάζει τα στήθια του, μοιάζει να γίνεται φωτιά, λάβα που ξεμυτίζει απο πλαγιές και καίει όσα η γη ξεβράζει στο διάβα της. Κι η θάλασσα; Ποιός είπε πως δεν διψάνε οι θάλασσες κι οι στεριές πως είναι χορτασμένες... Ρίχνω στη δίψα σου λοιπόν ετούτο το παραγάδι και βγάζω απο μέσα σου εκείνα που τα λόγια δεν μετράνε στα φύλλα τους κείνα που μονάχα τα μάτια ψελλίζουν δειλά. Σαν τολμούν.Σαν σφάζουν τους φόβους τους μεσοστρατίς κι έπειτα παίρνουν να τους κρεμάσουν φυλαχτό σε κάποιο δοιάκι. Για τούτο το παιδί σε πήρα κάποτε στο κατόπι. Για τούτο το παιδί γύρισα τις λέξεις ανάποδα, όπως τούς έπρεπε κι έπειτα κρέμασα ερωτευμένα σύννεφα στά ξάρτια μου.
Είπα κι άλλα πολλά στις νυχτιάτικες αρμάδες, χθες. Πολλά που δεν γράφονται κι άλλα που μένουν χαραγμένα στη φορεσιά της. Τούτα εδώ ξεγλύστρισαν φαίνεται μες τις χαραμάδες τ'ουρανού. Ας είναι. Τα υπόλοιπα τ'αποκοιμίζω στην ασφάλεια της ζωής, στα σεντόνια που σιχάθηκα πανωθέ τους να κοιμάμαι.