5/8/200;
Monday, August 4, 2008
Αναρτήθηκε από ****** ***** ****** στις 7:08 PMKαι τώρα τί κατάλαβες;
Να μούκλέβεις όσα βάνει του μυαλού το κοντύλι χαραγμένα στα μάτια μου. Να μην αφήνεις πεθυμιά να ριζώσει στον τόπο της. Τί ζήτησα μωρέ;; Μια θάλασσα και τούτη τη γαλήνη που λησμόνησε το ριζικό '' ενός ανθρώπου που ξαστόχησε''. Την αλμύρα να παιδεύει τα χείλη μου κι έναν άνεμο με σταρένιο χρώμα στη δορά του. Τί μου΄δωκες στις απαλάμες μου, ερημοσπίτη; Λίγο απο τον κουρνιαχτό της πόλης, μισόκλειστα πορτόφυλλα, την αδημονιά του χειμώνα. Τούτο είναι το σημείο που ψιθυρίζει ο σκοπός της ζωής '' πάλι από την αρχή'', να φτιάχνω χάρτινα καράβια μες τις χούφτες μου, στις πλάτες τους να κουβαλούν ονείρατα και πεθυμιές κι ένα σκαρί χαραγμένο πάνω στην αύριο που χόρτασε να περιμένει.
Περνούν οι μέρες σαν σκιές πάνω σε τοίχους. Κι εγώ πλέκω φαντάσματα , τυλίγω σπίτια κι ανθρώπους, σκυλιά που αλυχτάνε στα ξέφωτα, φίδια και μαρμαρυγές άστρων. Ωραίο το παιχνίδι, αρχοντά μου. Μα τώρα πια πήραν μορφή και τούτα κάτι βραδιές καμώνονται τα σώματα κι απλώνουν την ανάσα τους στο διάβα μου. Δεν τους μιλώ. Καμώνομαι του λόγου μου πως κείνα δεν υπάρχουν.
Πώς να μερέψεις τη ψυχή σου. Μού λες;;
Να μούκλέβεις όσα βάνει του μυαλού το κοντύλι χαραγμένα στα μάτια μου. Να μην αφήνεις πεθυμιά να ριζώσει στον τόπο της. Τί ζήτησα μωρέ;; Μια θάλασσα και τούτη τη γαλήνη που λησμόνησε το ριζικό '' ενός ανθρώπου που ξαστόχησε''. Την αλμύρα να παιδεύει τα χείλη μου κι έναν άνεμο με σταρένιο χρώμα στη δορά του. Τί μου΄δωκες στις απαλάμες μου, ερημοσπίτη; Λίγο απο τον κουρνιαχτό της πόλης, μισόκλειστα πορτόφυλλα, την αδημονιά του χειμώνα. Τούτο είναι το σημείο που ψιθυρίζει ο σκοπός της ζωής '' πάλι από την αρχή'', να φτιάχνω χάρτινα καράβια μες τις χούφτες μου, στις πλάτες τους να κουβαλούν ονείρατα και πεθυμιές κι ένα σκαρί χαραγμένο πάνω στην αύριο που χόρτασε να περιμένει.
Περνούν οι μέρες σαν σκιές πάνω σε τοίχους. Κι εγώ πλέκω φαντάσματα , τυλίγω σπίτια κι ανθρώπους, σκυλιά που αλυχτάνε στα ξέφωτα, φίδια και μαρμαρυγές άστρων. Ωραίο το παιχνίδι, αρχοντά μου. Μα τώρα πια πήραν μορφή και τούτα κάτι βραδιές καμώνονται τα σώματα κι απλώνουν την ανάσα τους στο διάβα μου. Δεν τους μιλώ. Καμώνομαι του λόγου μου πως κείνα δεν υπάρχουν.
Πώς να μερέψεις τη ψυχή σου. Μού λες;;
Subscribe to:
Posts (Atom)