ΠΑΡΑΔΟΞΟ

Friday, September 24, 2010




Παράδοξο. Να ελπίζεις στη ζωή να χρωστάς πάντα δυο έννοιες.  Ξέρεις, μου πήρε καιρό να καταλάβω εκείνο που οι άνθρωποι τρομαγμένοι φωνάζουν πως οι σκοτούρες δεν έρχονται μόνες τους και οι στενοχώριες κουβαλάνε πάντα  το ταίρι τους. Να καταλάβω πως οι ανόητοι όφειλαν να το ελπίζουν και όχι να το απεύχονται. Λέω, λοιπόν σε Σένα πως τις μονές σκοτούρες να τρέμεις στη ζωή σου, εκείνες που φανερώνονται μονάχες και ξεστρατίζουν το δρόμο σου . Γιατί δεν θα υπάρχει τρόπος να τις αποφορτίσεις , γιατί δεν θα υπάρχει τρόπος να τις εξημερώσεις με συγκρίσεις. Και προτού διαβείς το κατώφλι της σκέψης πως τάχα ξέχασα τα λογικά μου σε κάποια πρότερη γραφή ή έτος (χαμογελάω), σου λέω πως τα'χω χίλια ούτε καν τετρακόσια.

Ίσως να'ναι ο λόγος που η ζωή ποτέ δεν ζυμώνει στενοχώριες ολομόναχες στο διάβα των ανθρώπων, πάντα με συντρόφους τις αποστέλνει, πάντα με αυλικούς. Άκουσε με. Όταν βαδίζουν οι προβληματισμοί μονάχοι στο μυαλό μας μένουν ακυβερνητοι, πορθητές καμώνονται τη ψυχή μας. Κι ο άνθρωπος στέκει ανίκητος μπροστά στη μοναδικότητα της πίκρας να την εντάξει στο σύνολο, να την εκμηδενίσει, να την ξαλαφρώσει απο τα δεκανίκια και τις υποταγές. Θεριεύουν οι καημοί εκεί που το μυαλό εστιάζει το βλέμα. Δεν υπάρχει ξεστρατημός στη σκέψη, δεν υπάρχουν γωνίες να κρατηθεί η λογική. Σκέψου τον άνθρωπο που η ζωή του εκμηδενίζεται απο έναν θάνατο. Πόση ένταση θανάτου χωρά μέσα στο σώμα του και πόσα τεφτέρια λυπητερά γράφουν στη ψυχή του. Η ζωή εστιάζει στο θάνατο. Σκέψου τώρα εκείνον, που τη στιγμή ετούτη τη στεντόρεια, την ξεστρατίζει ταυτόχρονα η απόγνωση της επιβίωσης, ο αντίποδας του θανάτου. Τα σκοτάδια γαληνεύουν, χάνονται μέσα στον κουρνιαχτό της ζωής, τα μάτια αγωνιούν πάνω στη λογική και στη λύση, ο θάνατος ξαλαφρώνει απο συναισθήματα και ο λόγος ακουμπάει στη σκέψη πως ''πρέπει να ζήσω'' Πρόσεξε, δεν σου μιλάω για κείνον τον θνητό που απλά πρέπει να συνεχίσει το ταξίδι προς την Ιθάκη , όπως όλοι μας, εγώ σου διαβάζω για κείνον τον απεγνωσμένα υπόδουλο στην αγωνία της επιβίωσης. Εκείνον προστρέχει η γραφή μου.

Κάποτε, πριν χιλιάδες χρόνια, όταν τα δίποδα τούτα όντα βγήκαν στον κόσμο με ρόπαλα και με φωτιές δεν κοίταζαν ξοπίσω τους. όχι, γιατί δεν είχαν παρελθόν, μα γιατί το μέλλον έσπειρε με σκιρτημό και απόγνωση τη ζωή τους σε άλλες ατραπούς. Ένα απειλητικό μέλλον φορτώνει το δρόμο σου με την πέτρα της λησμονιάς. Κοιτάς να σταθείς όρθιος, όχι να ξαπλώνεις πλάι στο παρελθόν σου αλαφιασμένος.

Γι'αυτό σου λέω, δυο καημοί στη ζωή σου πάντα να εύχεσαι. Σα μαντατοφόρες γυναίκες να κυβερνάνε τις νύχτες σου, να μπορείς έτσι να ξεκορμίζεις τη σκέψη απο το ασήμαντο και να τη πλαγιάζεις στο σημαντικό. Να μην εστιάζει το βλέμα σε έναν γκρεμό γιατί αντικρύζει οράματα στις χαράδρες και καταβαθρώνει την αλήθεια.Ίσως για τούτο και δεν αντέχεται η ιδέα του θανάτου. Ακούς, τί λέω; Η ιδέα του θανάτου όχι ο θανατος. Η δέα δεν έχει συγκριμό όταν παιδεύεται στα γρανάζια του μυαλού. όταν φανερωθεί όμως στη πράξη , έρχεται η ζωή και τον παλουκώνει στο έδαφος. ''Εκεί εσύ''  φωνάζει, και του χαράζει σύνορα, ''κι εδώ εγώ''. Αντικρυστά ν'ανταμώνουν τα βλέμματά μας. Οι ιδέες όμως, αναγνώστη μου πολυμήχανε, ξεψυχάνε το μυαλό πίότερο απο τη πραγματικότητα και το διώκουν στο χαμό όχι η ψυχή και το σώμα. Η σκέψη ζητά σηματωρό στα δίπολα, στις αναζητήσεις στα ξεστρατήματα, απαξ και λύσεις τους κόμπους της, θέλει αρετή και τόλμη να τους ξαναδέσεις προσκοπικά.

Θα μου πεις, τί μ'έπιασε του λόγου μου και σε τρατάρω γλυκόπικρα λόγια. Θα'ναι που τούτες τις μέρες, αντάμωσα στους καθρέφτες μου έναν λέφτερο άνθρωπο, καμωμένο απο σκέψεις και ονείρατα, απο ενοχές και ανάπλωρους ανέμους. Τον κοίταξα στα μάτια και δεν τον γνώρισα, μα το χειρότερο ήταν πως δεν περίμενα να αναρρώσουν οι επιθυμίες του απο τη λεηλασία των ανθρώπων, ούτε οι κακοφορμισμένες πληγές που σκορπίστηκαν τόσες και τόσες μέρες στη σιωπή του. Είδα, που λές έναν καινούριο άνθρωπο, ανένταχτο και λυτρωμένο, να βαδίζει πλέον με βήμα ελάχιστα πιο αργό σα να περιμένει κάτι. Ή σαν να αρνείται να προφτάσει τον κόσμο. Δεν ξέρω αν έχει μέλλον, άλλωστε ετούτες τις γνώσεις τις αφήνω για τους σοφούς, ξέρω όμως πως έχει ένα γενναίο παρελθόν. Τόσο γεμάτο  και τόσο υποτιμημένο που αρνείται να το εντάξει στις κατηγορίες των ανθρώπων.

υ.γ Όταν μπορείς κι αντικρύζεις  ευτυχία σε κάθε χαραμάδα της ζωής , δίχως αποστόλους και παραστάτες στο πλευρό σου, τότε είναι που αφήνεις σκιρτημούς να αναφωνίζουν στο περασμά σου, πως κατάφερες εως τα τώρα να επιβιώσεις επάξια. Κι ας λένε οι άλλοι.

υ.γ 2 Όταν κοιτάζεις στα μάτια μιας εικόνας το βλέμμα ενος ερωτευμένου ανθρώπου που δεν αντικρύζει εσένα και που θα έδινες τη ψυχή σου να γύρει λιγάκι στο πλάι σου και μπορείς παρ'όλα αυτά να κρατήσεις τη σιωπή σου αδάκρυτη και να ψιθυρίσεις ένα χαμόγελο  ανάμεσα στα χείλη. Θαρρώ πως ... το αφήνω σε Σένα. (χαμογελάω- όπως Πάντα)
read more “ΠΑΡΑΔΟΞΟ”

ΚΑΡΑΒΑΚΙΑ

Thursday, September 23, 2010





Μια σελίδα λευκή


πώς να φτάσω εκεί

με τι λέξεις

να 'χα χίλιες φωνές

να ακούς, κι όποια θες

να διαλέξεις



Δυο σελίδες λευκές

σου 'χω κι άλλες να καις

είμαι ανήμπορη, κοίτα

δε σε φτάνει καμιά

καραβάκι η μια

και η άλλη σαΐτα



Καραβάκια και σαΐτες

για ταξίδι ξεκινούν

όσες νίκες, τόσες ήττες

αν αντέξεις θα σε βρουν



Κι αν μαθαίνεις την αλήθεια

σ' όσα λένε τα παιδιά

αν σε φτάσει μια σαΐτα

κάρφωσέ τη στην καρδιά



Μια σελίδα χαρτί


ποιος σου λείπει και τι


να σου στείλω

τι ζητάς στη ζωή

για να δω αν θα μπει

σ' ένα φύλλο



Καραβάκια και σαΐτες


για ταξίδι ξεκινούν

όσες νίκες, τόσες ήττες

αν αντέξεις θα σε βρουν



Κι αν μαθαίνεις την αγάπη

στα ταξίδια που θα πας

μέσα σ' ένα καραβάκι

μπες και μάθε ν' αγαπάς
read more “ΚΑΡΑΒΑΚΙΑ”

ΕΥΤΥΧΙΑ

Wednesday, September 22, 2010



''Απόψε, λέξεις και προκείμενα, να περιγράψω την ευτυχία,
να τη γεμίσω συρματοπλέγματα κι υποταγές.
 Ευτυχία, όπως λέμε σήμερα. Όπως λέμε Χθες.''






Χαραμίζω τη λέξη στην οθόνη του υπολογιστή, πατάω τις αναζητήσεις, με απεγνωσμένα βήματα ξεφυλλίζω τις ‘’ ευτυχίες ’’. Εγκυκλοπαιδικά ορίσματα, εξισώσεις και μετρήσεις αλγοριθμικών ευτυχισμένων στιγμών, βαθμολογίες, βικιφθέγματα και ιστοσελίδες τιτλοφορημένες ‘’ΕΥΤΥΧΙΑ’’. Ουκ εν τω Πολλώ το ευ, ουρλιάζει η συνείδηση του αναγνώστη. Ένας διαδικτυακός κόσμος απλωμένος κατάχαμα στις σελίδες μου φανερώνει τον χρησμό της . ‘« Σε κάθε εποχή θεωρήθηκε ως αυταπάτη, δελεαρ, άπιαστο όνειρο, ψευδαίσθηση, ακόμα και σύμπτωμα τρέλας. Σύμφωνα με το λεξικό της Νέας ελληνικής Γλώσσας του Γ. Μπαμπινιώτη, η ευτυχία ορίζεται ως ’’η πλήρης ευχαρίστηση και ικανοποίηση που αισθάνεται κάποιος από τη ζωή του’’», ψιθυρίζω το κείμενο.

Σύμπτωμα τρέλας το ‘’άπιαστο όνειρο’’, και τελικά απομονώθηκα στη σκέψη να βγάλω ντελάλη στις γραφές μου γιατί αναγνώστη μου, άκρη δεν βγάζω του λόγου μου. ‘’Τι είναι μωρε η ευτυχία;;’’. Είναι λουλούδι που φυτρώνει στις πετρώδεις ακρώρειες πελαγωμένο από τους χειμώνες; Είναι κινούμενος απελάτης των συνόρων των Θεών; Μην είναι δημοτικό τραγούδι που ξέφυγε από κάποιο στόμα και πιάστηκε γι’αλήθεια εδώ στα χαμηλά; Σάμπως ξέρεις και συ δύσμοιρε που σε βασανίζω με τις ερινύες μου. Να σε ρωτήσω όμως, θα κινήσεις σαν αρπακτικό να την κατέχεις κι αν πάλι σε ρωτήσω αν την καμώθηκες δική σου κάποια ώρα, θα χιμήξεις να μου δείξεις τα σημάδια της.

Εγώ ,καλέ μου, δεν την αντάμωσα πάντως. Μονάχα ματιές προλάβαμε ν’ανταλλάξουμε σαν κυνηγημένοι. Άντε, κανένα sms λακωνικό ( διαψευκτήριο πως δεν είναι τάχα απούσα). Συνευρέσεις δευτερολέπτων, ξεπέτες και άλλες τέτοιες αηδίες. Αλλά εμείς εκεί, να το καμακώσουμε το θηλυκό, να το στοιβάξουμε στη ζωή μας μαζί με τ’άπλυτα και τις ζοχάδες μας, να κοάζουμε πως σεργιανάει τη στέγη μας. Επι ώρες, μήνες, απογεύματα. Καλά, θα μου πεις, εγώ κοπέλα μου νιώθω ευτυχισμένος από το αποκάρωμα του ήλιου μέχρι το ξυπνημό του, τι ζόρι τραβάς του λόγου σου να κυβερνήσεις τη ψυχή μου; Σωστό κι αυτό.

Αλλά να, στεκόμουν χθες πάνω σε κάτι δικό μου κι εκεί που με πήραν τα ζουμιά ίσα με τα παντελόνια άρχισε να με φυσάει μια δυστυχία άλλο πράγμα. Του κάκου πάσχιζα να το κόψω το μοιρολόι. Μα δεν έφτανε αυτό αναγνώστη μου, πρόφτασα να ανακοινώσω και τη δυστυχία μου στην αφεντιά μου, γιατί είχα ανάγκη από ταμπέλες. Ώσπου με παίρνει στο κατόπι μια λογική τεράστια σα βιβλίο, με κεφάλαια κι επιτομές, να μένω να αναρωτιέμαι γιατί δεν είμαι ευτυχισμένη. Βγάζω χαρτί και μολύβι και γράφω, ίσα με μια σελίδα ( πολυγραφότατη στο ''θαλερό'' των ημερών μας) τα ''ναι'' και τα ''δεν''. Σιωπή στο ακροατήριο. Σφουγγίζω δάκρυα και μίξες ( με το μπαρντον), βουτάω το λεξικό από τη βιβλιοθήκη. Ύπνος δεν μ’ έπιανε. Λες , μωρε, να κυβερνιόμαστε σαν τον Οδυσσέα σε θάλασσες πλανεύτρες για έναν ορισμό που δεν ετυμολογείται; Και μη μου πεις πως το ταξίδι μετράει, γιατί σε θέρισα το Σεπτέμβρη. Πέτρα να σηκώσω, ευτυχία μπορώ να δω σαν το σκορπιό κα σέρνεται από κάτω. Υφαντό να υφάνω, στις κλωστές του μπορεί να την ανακαλύψω, χαρτιά ,βιβλία, δρόμοι, κουβέντες, λόγια , έργα. Σκέψεις. Εμείς την φτιάχνουμε τη παλιοσειρήνα, εμείς και τ’ανθρωπινά μας χέρια. Από ξύλο, από σίδερο , από θειάφι, ποιος ξέρει;

Κάπου όμως δεν υπάρχει, μη λες πως δεν το είπα. Είναι τόποι που μαράζωσαν από τη λησμονιά της, είναι άνθρωποι που γελάστηκαν από τη μοίρα. Και κάποιοι που παρ΄όλα αυτά ξεριζώθηκαν και την αντάμωσαν αλλού. Σε στιγμές, σε χαοτικά δευτερόλεπτα του χρόνου, σε υστερόγραφα. Τόσο κρατάει. Ανάμεσα σε κλικ φωτογραφικών αναμνήσεων, σε κείνες τις παλιές μπομπίνες που χαζεύαμε με μισό χαμόγελο σαν ήμασταν παιδιά. Στη δημιουργία, στα όνειρα. Τότε γιατί μετά τα ιδώματα γυρεύουμε να στρώσουμε κι άλλο τραπέζι; Γιατί κινάμε πέρα από την αυλή με σημάδι το δέντρο; Γιατί πιο πέρα από τη δύση; Αφού, το ξέρεις, βρε λαθρεπιβάτη πως  σε κείνα τα μέρη πάλι ένα βράδυ θα σε κοιμηθεί.



Αν χθες αισθάνθηκα προδομένη από την απουσία της, σήμερα γέρνω στις πατωσιές  της, κι αν με ρωτήσεις αν κουράστηκα να την αναζητώ, θα σου πω πως ναι, αλλά δε χαλαλίζω ματαιοπονία και κραυγές για φαντάσματα. Ψάξτε μόνοι σας, εγώ την μετράω στις στιγμές μου.





υ.γ. Χαίρομαι που είσαι ευτυχισμένος μακριά από μένα. Το είδα στα μάτια σου, τόσο που τρόμαξα να υποκλιθώ.






Καληνύχτα
read more “ΕΥΤΥΧΙΑ”

ΛΗΜΜΑΤΑ

Tuesday, September 21, 2010



Ένα αποτυχημένο ποίημα οπλίζει με τη δύναμη ενός φονικού
τις παλάμες που το άμβλωσαν. Μάταια κι αν προφτάσεις τον αφανισμό του,
πάντα κάποια λέξη θα στοιχειώνει [με] Aίμα τις νύχτες σου.

     ''Μ.Ν κι ενα Σύννεφο''


υ.γ επειδή η γραφή είναι πόνος κι απο-μόνος- η. Κι όποιος αρνείται να συναινέσει στον όρκο μου, να πάει στο διάβολο.
read more “ΛΗΜΜΑΤΑ”

ΠΕΙΡΑΙΑΣ 1 ΚΑΙ ΚΑΤΙ

Monday, September 20, 2010


Πειραιάς κι ένα κορίτσι σιγοτραγουδάει τα τρένα.


Δεν βρίσκω το παλιό μου τετράδιο


κάπου ριγμένο μέσα σε μια τσάντα αναμνήσεις, λουλούδια σκισμένα κι ένα δανεικό τσιγάρο.


Να προλάβω τη θάλασσα.


Προφταίνω τα λίγα λεπτά να σκορπίσω τις λιγοστές μου θύμησες στον αγέρα, να μυρίσω ζεστό καφέ στα καφενεία, τις καρέκλες και τους πάγκους να προσπεράσω δίχως να κοιτάξω πάλι και πάλι τή γωνιά που σε περίμενα. Τη γωνιά δίχως καθρέφτη μονάχα ένα σπασμένο κρύσταλλο, απόμενα να κοιτάζω τη μορφή μου, απεγνωσμένες προσπάθειες να μείνω όμορφη μέχρι να φανείς στην άκρη του δρόμου. Πάντα ασχημότερη εκείνες τις στερνές σταγόνες του χρόνου. Τέρμα οι αγωνίες.


Αργότερα, η γριά με τα μανταλωμένα βλέφαρα κάτι απο θλίψη, να ψαχουλεύει στα σκουπίδια. ''Τί;'', θέλω να ρωτήσω '' μα με κυνηγάει μια φυγή'', λέει κάποιος σκοπός. Πιο πέρα η τράπεζα, οι ώρες αναμονής προτού σε αντικρύσω. Χάνω το δρόμο μου, μα πάντα το ίδιο σαν θέλω κάτι πιο πολύ απο κείνα τα θέλω των ανθρώπων πού μένουν να σφουγγίζουν τους δρόμους σαν σκισμένες αφίσες. Κάτι πιο πολύ απο όλα τα θέλω των ανθρώπων, η θάλασσα.


Το δανεικό τσιγάρο εσύ θαρρώ, δίπλα μου κι οι ανάσες όλων μακριά μου. Γόπες στην αγγαλιά ενός λιμανιού, '' περίμενε, σε λίγο θα δεχθείς και τη δική μου'' μουρμουρίζω. Κάτι απο καράβι στόν ορίζοντα, ποίηση , λέω , σαν ακουμπάς στους κάβους . Λερώθηκα με ποίηση εκείνο το μεσημέρι.


Το τσιγάρο της μέρας εκείνης δεν το τελείωσα ποτέ. Θα περιμένω να το σβήσουμε μαζί σ'ένα λιμάνι πού σφίγγει στον κόρφο του μυριάδες αποτσίγαρα. Αστέρια αποτσίγαρα, σαν βλέπω να στάζουν απο τα μαλλιά τους ιστορίες πάνω στο δείλι.


* Η ανάρτηση έγινε στις 15/4/2008 κι εγώ την ξαναστήνω. Όχι γιατί σώθηκαν τα χρώματα και οι γραφές. Όχι, γιατί πάλι πρόδωσε εικόνες η απουσία σου. Αλλά γιατί την ομορφότερη πνοή την φυλάω  για το τέλος. Πάντα.

Είναι ένα απο κείνα τα μισοφέγγαρα τσιγάρα, που λέγαμε.
( Να χαίρομαι τις καινούριες μπογιές. Μου ευχήθηκα; )
read more “ΠΕΙΡΑΙΑΣ 1 ΚΑΙ ΚΑΤΙ”
 
Google Analytics Alternative