SOL INVICTUS

Saturday, August 25, 2007


Απομεσήμερον ... κι εχάσαμε τον Ήλιο.
Γυρεύω τρόπους
να φέρω φώς
πάνω σ'αυτούς τους τόπους.

read more “SOL INVICTUS”

(1942-1998) Δ. ΛΙΑΝΤΙΝΗΣ - ΑΝΤΙΟ, ΦΙΛΕ.

Friday, August 24, 2007

Απόψε θα σού πώ μιαν ιστορία. Για ένα παλληκάρι που ροβολούσε
τους κρημνούς τις δρακοντιές τ'αστέρια.

Απόψε θα σού πώ μια ιστορία για
ένα παλληκάρι κι
ένα βουνό.

Κείνες πού σέρνουν το χορό στους γάμους και
τα ξόδια, κείνες
πού σπέρνουν ασφόδελους σ'ανήλιαγα αλώνια.

Τούτη τη μέρα
του χαμού θα την
αναθυμήσω με λόγια και με δρέπανα, με ίσκιους και κοντύλια σάμπως
να γνέφει ο θάνατος της θύμησης το αίμα του να βάψουνε τ'αχείλια.

Πέρα στης
Μάνης τα βουνά
στους πύργους τα λιοπύρια, η πέτρα ανάστησε ένα γιο με της ξωθιάς
τα στήθια.

Κίναγε ο τόπος να ζευτεί τα στάχυα του Αλωνάρη κίναγε η πλάση
ολάκερη το
γδικιωμό να πάρει.

Τί ταν το σώμα ασώματο βροντή για τους ανθρώπους
κείνους πού σέρνουνε φωνή σ'επιθανάτιους ρόγχους, τί ταν οι λόγοι του οργιές
μακρυά στους οριζώνες, κείνους που σπέρνουν οι σαλοί κατά των ανθρώπων τους
κανόνες.

Και κάθώς φεύγουν οι καιροί στης γης το ηλιοστάσι, γίνηκε ο νιός
πολεμιστής και πόρθεψε τη γνώρα,
έκαμε ρίζες και βλαστούς αντρειέψαν οι
καημοί
του,

έκαμε στάχτη τις φωτιές τους φόβους τις άντάρες, έβαλε
αιθέρες
ανάπλωρους στης νιότης του τη πρώρα

καθώς καρτέρηγε η ζωή τού θάνατου
την ώρα...

Πέσαν απάνω του ριπές οι όργητες του κόσμου, θέριεψαν λιμνοθάλασσες,
αντάρειεψαν πελάγη, μα κείνος έστεκε θαρρείς λύχνος μες το σκοτάδι

με ξέσκεπα
τα
στήθη του αγνάντια στις φοβέρες, αγνάντια και στου τελεσμού τη μοίρατου
ανθρώπου,
τη μοίρα τη βαριέσπαιρη πού όρισε η φύση να στέκει στων θνητών ζωή,
ήλιος που
θε να δύσει.

Μια μάνα πού παρέστεκε κρυφά στο παραθύρι, μια κόρη
πού τον
στέναξε 56 χρόνους,
έστεργε τα μελτέμια του το λίκνο της ψυχήςτου,
καρτέρηγε
τους λόγους του τσ'αλήθειας του τους κλώνους.

Ήταν της μοίρας
θέλημα και των Θεών
κατάρα, να ζώσουνε τα σπλάχνα της τούτο το παλληκάρι, να
γέψει αίμα η ψυχή κρυφά
να αιματώσει, να στάξουν στάλες καταγής στα χώματα
της Σπάρτης.

Και κάθως
πέρναγαν καιροί, αλάργεψε η νιότη, σαν διαβατάρικο
πουλί πού γυρισμό δεν έχει,
μα κείνος επεισμάτωσε σαν το θεριό υψώθη τα' βαλε
με τον χάροντα, της νύχτας
τις φοβέρες

κι έλεε κάθως χάραζε, την αλήθεια πώς
κατέχει...

Ζυγώσανε τα μάτια
του τον άρρενα βουνό σαν ήρθε η ώρα η ζευτή πού
χρόνια καρτερούσε,

δρασκέλισε τον
κάματο, τα φόβο, τον εχθρό μα στης νυχτιάς
τον ουρανό ένα άστρο αναρριγούσε.
Γύρευε τον αφέντη του, να ζέψει την ψυχή
του, να τον τυλίξει στου γαλανού τσ'
αμάλαγους τους κόρφους, να τον εκάμη
αθάνατο πλάι στους αθανάτους

κείθε πού
κρύβουν οι Θεοί τού άνθρwπου τους
πόθους,στων άστρων την γλυκιάν αυγή...

Κι έτσι σαν να'τανε γραφτό της μοίρας
το υφάδι, μές τις αγγάλες τού βουνού
κλείσαν το παλληκάρι
κι εσείστη ο
Άδης κάτωθε,

της μάνας το μαγνάδι μύρισε
δάκρυ και καημό...

Μέσα στις χώρες
των θνητών κρυφά μολογησέ το αν δούν τα
μάτια σου άλλονε σαν και το παλληκάρι,
να αψηφάει τον γερο-Χάροντα και τις βουλές
τις θείες, να στάζει φώς το αίμα
του κατά πώς το φεγγάρι


και τότε θά'ρθω να
σού πώ πώς δεν ήταν μονάχος
πάνω στου κόσμου τις στεριές

και πώς εστάθη κάλεσμα
του κόσμου, η ζωή του.

read more “(1942-1998) Δ. ΛΙΑΝΤΙΝΗΣ - ΑΝΤΙΟ, ΦΙΛΕ.”

LE VENT NOUS PORTERA

Wednesday, August 22, 2007

Ήθελα να σού γράψω σήμερα... ήθελα να γράψω για κείνους τους ανθρώπους πού θέλουν αγκιστρωμένη πάνω στο καλοκαιρινό μπλουζάκι τους την προσοχή των άλλων. Εθισμένοι, αδερφέ μου, με την μυρωδιά τους... τί κακό και τούτο!! Κάποιες φορές αναρρωτιέμαι πόσες στοιβάδες εγωισμού κρύβονται μέσα μας, πόσο μικρούς αισθάνομαι τους ανθρώπους τότε! Σαν να τους αγναντεύω μ'ένα τεράστιο γυάλινο περισκόπιο κι εκείνοι αντί να μεγαλώνουν μικραίνουν μέσα στα μάτια μου, ώσπου να γίνουν τόσο δα σκαθαράκια, φοβισμένα μες το φαγοπότι της απελπισιάς. Εγωισμός κι υπεροψία, μυρίζει τούτος ο κόσμος!
Ναι, ρε φίλε, μή μ'ακούς και πάλι, για μία ακόμη φορά στρέψε αλλού το βλέμμα, αλλά να ξέρεις πώς είναι το τελευταίο δάκρυ πού χύνω πάνω στα μαγουλά σου, η τελευταία στιγμή πού θα σού φωνάξω να τρέξεις μακρυά απ'τους κεραυνούς. - Εγώ, αν θες ν'ακούσεις την πεθυμιά μου, τους Λατρεύω, εσύ μονάχα σφαδάζεις στο θωρί τους -. Σας βαρέθηκα, κουρελάκια, μυγοφάγοι, αετονύχηθες, εγωιστές, σακατεμένοι... βαρέθηκα την ψυχή σας, το φοβισμένο βλέμμα σας, εκείνο που τυλίγει τη σκιαγμένη σας ψυχή κάθε που αντικρυζετε έναν άνθρωπο. Ανοίξτε, ρε την ψυχή σας... για μια φορά βαδίστε με δεμένα μάτια μέσα στο δάσος κι ας είναι να ματώσει το κορμί σας πάνω στα ξεροκλάδια. Θεωρίες και υποσχέσεις... κι έπειτα, η έκτη επίσκεψη στον κύριο...(πώς τον είπες;)- για δές, αγάπη μου, δεν μού σηκώνεται πιά ούτε τις αργίες και τις καθημερινές τραβάω μαλακία με την κοπέλα του τρίτου ορόφου κάθε φορά πού χτυπάνε τα γοβάκια της πάνω στα πλακάκια.
Αυτή είναι ζωή...Σας τη χαρίζω υπερφίαλο πλήθος κι έπειτα τη δένω με κορδελάκια μήπως σας τη στείλω με δυό φάσκελα για δώρο! Ώ, με συγχωρείτε, απώλεσα τους τρόπους μου... ενώ εσύ έχεις χάσει την πυγμή σου.
Έλεγα, λοιπόν, πώς είναι η τελευταία φορά πού σημαδεύω με το όπλο μου τον στόχο. Και πώς τώρα πιά αδιαφορώ για σένα, γιατί με κουράσαν οι φόβοι σου, ανθρωπάκο ή πάλι ίσως να κουράστηκα να σε πηγαίνω βόλτες κάθε απόγευμα γραπώνοντάς σε απο το χέρι. Καιρός να μεγαλώσεις κι εγώ να μικρύνω. Καιρός να βγάλω τα φαγωμένα απο το σκόρο φουστάνια απ'τη ντουλάπα μου κι εσύ τα παντελόνια σου και να φιλιώσουν οι ψυχές μας ...αν αποφασίσεις να ξεριζώσεις ετούτες τις ρίζες του εγωισμού πού φύτρωσαν μες την ψυχή σου και κάθε τόσο ροκανίζουν τα κεραμίδια της.
Μα είναι αλήθεια...ό, τι και να πώ, όσα λόγια κι αν σφουγγίζουν τις βρωμιές σας, όσες λέξεις κι αν φτεροκοπούν πάνω απ΄τις σκεπές σας... le vent nous portera.

υ.γ. Μην μού καταλογίσετε νεύρα, παρά μόνο ένα στερνό παράπονο. Εξάλλου οδεύω προς τον έρωτα, άρα τα νευράκια κι οι υστερίες αποκλείονται τοιουτοτρόπως. ''Οδεύω'', είπα.. αν δεν μού τα χαλάσει κι ''εκείνος'' ο άνθρωπος.

Ναι, καστανά τα μάτια του... τα μπλε τα ξεπέρεσα, σού λέω.

γέλια(..*****************************)

read more “LE VENT NOUS PORTERA”

ΧΕΙΜΩΝΑΝΘΟΣ

Monday, August 20, 2007





Γδύσου κι από τα μάτια μου
πάρε νερό και πλύσου
ο χωρισμός θυμήσου
είναι χειμωνανθός
την λύπη την κατοίκησα
σε νύχτα και σε μέρα
σ' αφήνω στον αέρα
για να σε βρω στο φως



κι εγώ μια θλίψη που ζητώ
για να με σημαδέψει
το φως πριν βασιλέψει
θα σ΄αρνηθώ ξανά
read more “ΧΕΙΜΩΝΑΝΘΟΣ”

ΠΑΡΑ ΔΗΜΟΝ ΟΝΕΙΡΩΝ

Sunday, August 19, 2007

Να μιλήσουμε για κείνον πού δειλά κραδαίνει το όπλο στις
παλάμες.

Να μιλήσουμε για κείνον πού ζυγώνει τους αστούς μ'ελαφίσια πατήματα
ξαστέλνοντας ίσκιους πάνω στην άμμο της γνωριμιάς.

Για κείνον πού σιωπά πλάι
στους ελαιώνες πασχίζοντας τον ήχο μιάς αγέλης πάνω σε μία βουβή κιθάρα.

Για
κείνον πού πλάγιασε το κορμί του πάνω σε άνθη λεμονιάς κι αποξεχάστηκε μ'ένα
γαρίφαλλο στο στόμα κι είπε πώς μάτωσαν τα δάχτυλά του πάνω σε κάτι μαδημένα
όνειρα.

Ύστερα, για κείνους πού τίποτα δεν είδαν ή ακούσαν κι ήσαν τα
χρόνια τους σκοτωμένα απο πολέμους, κρεμασμένα απο δήμιους,

κι απόκαμαν τα γόνατα
απο το λίκνισμα πάνω στα στασίδια. Κι είπαν ακόμη πώς οι καιροί είναι δύσκολοι,
πού βεγγέρες πια για ποιητάδες και σονάτες σκαλισμένες στο σεληνόφως, είπαν
ν'αδράξουμε Τα όπλα. Κι ύστερα, την άλλη μέρα καθώς χάραζε, έπειτα την επόμενη,
κι άλλη μιά μέρα γιομίσανε οι άνθρωποι τις καταπακτές κονσέρβες, αρπάξανε οι
μανάδες μέσα στις αγγαλιές τους τα παιδιά κι αμέσως έπαιρναν να κατεβαίνουν
τους δρόμους. Κείνο το δείλι σαν είχαν ανοίξει τ'αμπάρια τ'ουρανού- κάτι σταγόνες
αίμα, μουσκεύονταν τα καλντερίμια, πάνω σε πορφυρές λακούβες τσαλαβουτούσαν οι
ανθρώποι. Κείνο το δείλι... είχες μιά γέυση πάνω στη γλώσσα σαν απο σίδηρο και
στα πουλιά κάτω απ'τις ράχες τ'ουρανού βάραιναν τα φτερά τους ίσα με το χώμα κι
έπεφταν με το ράμφος καταγής σαν τα γλαροπούλια στο ναό της θάλασσας τα
καλοκάιρια.

Να μιλήσουμε για τον άνθρωπο, λοιπόν. Κείνον πού καμώθηκε απο
σπέρμα κι ιδρώτα, όχι απο χώμα κατά πώς λένε τα τραγούδια, για κείνον πού κάποτε
φύλαγε μέσα στις γλάστρες χούφτες βασιλικό μά τώρα τον γυρεύει βαλσαμωμένο μέσα
στα παζάρια, για κείνον πού ουρεί στα δημόσια ουρητήρια της ομονοίας κι έπειτα
τρέχει βιαστικός να σβήσει την γόπα του πάνω σ'ένα ψόφιο περιστέρι
λυτρωμένο- χάμω στα λευκά πεζοδρόμια της οδού ελευθερίας, πλάι στα
προσφυγικά.
''Οδός Ελευθερίας'', πλάι στα προσφυγικά.Ο τελευταίος ''
άνθρωπος'' πού αντίκρυσα μέσα σε σιδερένιες ανάσες ήσουν εσύ.

Καλή σου
νύχτα.

read more “ΠΑΡΑ ΔΗΜΟΝ ΟΝΕΙΡΩΝ”
 
Google Analytics Alternative