Saturday, June 14, 2008
Αναρτήθηκε από ****** ***** ****** στις 12:33 PM
Ξεθάρεψε το μνημονικό κι έβγαλε τούτη τη φλόγα: '' Χρόνια και χρόνια πάλεψα με το μελάνι και το σφυρί, βασανισμένη καρδιά μου
με το χρυσάφι και τη φωτιά για να σου κάμω ένα κέντημα
ένα ζουμπούλι πορτοκαλιάς
μιαν ανθισμένη κυδωνιά να σε παρηγορήσω.
Εγώ, που κάποτε σ'άγγιξα με τα Μάτια της Πούλιας
και με τη χαίτη του φεγγαριού σ'αγγάλιασα και χορέψαμε
μες τους καλοκαιριάτικους κάμπους
πάνω στη θερισμένη καλαμιά και φάγαμε μαζί το κομμένο τριφύλλι.
Μαύρη μεγάλη μοναξιά με τόσα βότσαλα τριγύρω στο λαιμό σου, τόσα χρωματιστά πετράδια στα μαλλιά σου.'' Ν. Γκάτσος
Θυμίζει παλιά Αθήνα. Έχει τις φτερούγες του σφαλιστές- δυο μεγάλα πορτόφυλλα- αντικρύζουν τον ακάλυπτο. Δένω τις φτερούγες του μ'ένα λουκέτο, κάποιες φορές φοβάμαι πως σαν επιστρέψω θα τις έβρω ανοιχτές σαν βεντάλιες που χαιδεύουν τον άνεμο. Είναι δικό μου και βλέπει στον ακάλυπτο. Κι απέναντι μπαλκόνια -καθρέφτες των ανθρώπων, λογής λογής χαρτόκουτα στιβαγμένα ανάμεσα σε φωνές-μουσικές και κλάμματα. Οι ψίθυροι κάποτε γίνονται φωνές , μες το τσιμέντο. Απλωμένα ρούχα, κουρτίνες που παλεύουν να χορέψουν με κάποιο ανεμοβόλι, μια λωρίδα γαλάζιο σαν στρέψω το βλέμμα. Κι όμως παλεύω αυτή την ομορφιά μέσα μου να τη θεριέψω, να την κάμω χαρταετό κι έπειτα να τη στείλω στη γωνιά σου. Και βιβλία πολλά βιβλία... όχι Καρυωτάκηδες, Σεφέρηδες και Παλαμαδες...Δίκαια και Νόμοι που να τα πάρει ο διάβολος. Ξέχασα τον ανεμόμυλο και τα χρώματα της ίριδας κρεμάσμένα στο μπαλκόνι. Αρχίζω να μαθαίνω ιστορίες για κείνους που αναπνέουν πάνω μου- ζερβά μου, οι ψιθυροι γίνονται ουρλιαχτό μες τα τσιμέντα και κάποτε το ξύλο προδίδει γνώριμους γυναικείους ήχους ή κάποιο αναστεναγμό... Μην ξεχάσετε, σαν γραπώσετε τα κοντύλια σας να χαράξετε την ''ιστορία των προδοτών'' να γράψετε και δυο μεγάλους γνώριμους: Ακάλυπτους και ξύλο. Το δεύτερο δεν πρόδωσε και τον Χριστό;
με το χρυσάφι και τη φωτιά για να σου κάμω ένα κέντημα
ένα ζουμπούλι πορτοκαλιάς
μιαν ανθισμένη κυδωνιά να σε παρηγορήσω.
Εγώ, που κάποτε σ'άγγιξα με τα Μάτια της Πούλιας
και με τη χαίτη του φεγγαριού σ'αγγάλιασα και χορέψαμε
μες τους καλοκαιριάτικους κάμπους
πάνω στη θερισμένη καλαμιά και φάγαμε μαζί το κομμένο τριφύλλι.
Μαύρη μεγάλη μοναξιά με τόσα βότσαλα τριγύρω στο λαιμό σου, τόσα χρωματιστά πετράδια στα μαλλιά σου.'' Ν. Γκάτσος
Θυμίζει παλιά Αθήνα. Έχει τις φτερούγες του σφαλιστές- δυο μεγάλα πορτόφυλλα- αντικρύζουν τον ακάλυπτο. Δένω τις φτερούγες του μ'ένα λουκέτο, κάποιες φορές φοβάμαι πως σαν επιστρέψω θα τις έβρω ανοιχτές σαν βεντάλιες που χαιδεύουν τον άνεμο. Είναι δικό μου και βλέπει στον ακάλυπτο. Κι απέναντι μπαλκόνια -καθρέφτες των ανθρώπων, λογής λογής χαρτόκουτα στιβαγμένα ανάμεσα σε φωνές-μουσικές και κλάμματα. Οι ψίθυροι κάποτε γίνονται φωνές , μες το τσιμέντο. Απλωμένα ρούχα, κουρτίνες που παλεύουν να χορέψουν με κάποιο ανεμοβόλι, μια λωρίδα γαλάζιο σαν στρέψω το βλέμμα. Κι όμως παλεύω αυτή την ομορφιά μέσα μου να τη θεριέψω, να την κάμω χαρταετό κι έπειτα να τη στείλω στη γωνιά σου. Και βιβλία πολλά βιβλία... όχι Καρυωτάκηδες, Σεφέρηδες και Παλαμαδες...Δίκαια και Νόμοι που να τα πάρει ο διάβολος. Ξέχασα τον ανεμόμυλο και τα χρώματα της ίριδας κρεμάσμένα στο μπαλκόνι. Αρχίζω να μαθαίνω ιστορίες για κείνους που αναπνέουν πάνω μου- ζερβά μου, οι ψιθυροι γίνονται ουρλιαχτό μες τα τσιμέντα και κάποτε το ξύλο προδίδει γνώριμους γυναικείους ήχους ή κάποιο αναστεναγμό... Μην ξεχάσετε, σαν γραπώσετε τα κοντύλια σας να χαράξετε την ''ιστορία των προδοτών'' να γράψετε και δυο μεγάλους γνώριμους: Ακάλυπτους και ξύλο. Το δεύτερο δεν πρόδωσε και τον Χριστό;
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
0 σχόλια:
Post a Comment