ΤΣΙΓΑΡΑ ΒΑΡΙΑ

Friday, September 17, 2010




''Με τσιγάρα βαριά..

Μια βουτιά στα βαθειά.Κι επιπλέω.


Μ'αλλαγμένη φωνή


Τεντωμένο σκοινί..

Να βαδίσω..

Και τραβώ τον καπνό..

Με μια δόση θυμό..

Που ποτέ δε μπορώ..

Όσα θέλω να αρχίσω.......................''




Πόσα αμέτρητα τσιγάρα, αλήθεια; Πόσα όνειρα να έχω καπνίσει πλάι στον εαυτό μου; Κάποια κατόρθωσα να τα τελειώσω προτού με προλάβει ένα τηλέφωνο, ένα κουδούνι, ένα φιλί, ήταν όμως κι εκείνα που απόμειναν απορριγμένα σε κάποιο σταχτοδοχείο. Πόσα να'ταν άραγε εκείνα; Θυμήθηκες ποτέ τα τσιγάρα που λυγίζανε απο τη στάχτη; Μισοφαγωμένα όνειρα,όνειρα στη χάση του φεγγαριού που λέει ο ποιητής μου, σαν εκείνους τους έρωτες που δεν πρόλαβαν να τελέψουν στη λησμονιά. Ετούτα θυμάμαι σαν καπνίζει η ζωή μου. Τα άλλα τα έχω ξεχασμένα σε κάποια τσέπη, να μου αναθιβαίνουν κατορθώματα και παλληκαριές.
Είπα να σταματήσω τις σιωπές και το κάπνισμα. Να παραβώ τα παραγγέλματα της αντοχής, να δανείζω τη σκέψη στους δρόμους, να μη τη μοιράζομαι με συντρόφους καπνούς. Μονάχα εκείνα τα μισά αποτσίγαρα θέλω να τα κρύψω στις χούφτες μου. Κάθε λέφτερη έννοια που θα αδειάζω στους δρόμους μου να θυμάμαι πως ''κάτι'' άφησα αποδέλοιπο στις μέρες μου, να με πονά ο τελειωμός του.

Κάτι ή πολλά;


υ.γ ΄Κι αν θυμάσαι κάποτε πως έγραψα εδώ μέσα... ''Πονάω πως δεν χαρτογράφησες προορισμό ποτέ στο κορμί μου''


Καληνύχτα και να θυμάσαι να καπνίζεις.


υ.γ2  Αίγιο αύριο. Πάντα, όταν κάτι στη ψυχή δεν παλεύεται μονάχο.















read more “ΤΣΙΓΑΡΑ ΒΑΡΙΑ”

ΓΚΑΖΙ

Tuesday, September 14, 2010

Με φωνές και πλακόστρωτο, με δρόμους στενούς σαν αυλάκια με ανθρώπους και ήχους. Με χρώματα που θυμίζουν γκρίζα Πόλη. Γκάζι ή αλλιώς Γκαζοχώρι ή αλλιώς φωταέριο. Πέρασες κάποια στιγμή κατα λάθος, μα δεν θυμάσαι γιατί ακριβώς δεν σταμάτησες. Κι άλλοτε ίσως πάλι να περπάτησες στα σοκάκια της ή σε βρήκε το ξημέρωμα να σε μεθάει σε κάποιο μπαράκι της οδού Τριπτολέμου. Ετούτο το μέρος λέγεται'' Πόλη''. Είναι μια πόλη χωμένη στις δυτικές ''πλαγιές'' της Αθήνας. Κεραμεικός. Γκάζι. Θυμίζει το παλιό εργοστάσιο φωταερίου που σκόρπισε κάποτε ελπίδα και ψωμί στα σπιτικά των μουσουλμάνων. Τότε...Αργότερα, οίκοι ανοχής πλάι στα φαναρτζίδικα και στις δεξαμενές έκλεψαν λιγάκι απο τη νοτισμένη ανάσα ''τούτου του τόπου'', που χρώσταγε τη ζωή του στο μεροκάματο. Ξεχασμένα γυναικεία κορμιά πλάι στις καπνοδόχους κι έπειτα τα πρώτα λιγοστά δωμάτια, ανακαινίσεις ,σπίτια με αυλές και παράθυρα ανοιχτά, τριμμένοι τοίχοι απο τη σιωπή ή (;) μήπως απο τις ακουμπισμένες πλάτες των ανθρώπων. Σκορπίζουν, ανηφορίζουν δειλά, όπως οι ρίζες θεριεύουν πλάι στο τσιμέντο. Κι ύστερα, Εμείς. Εμείς και τα νυχτερινά κέντρα, ο σταθμός του Μετρό, η μόδα που μετατράπηκε σε βάνδαλο σύνθημα. Θαμώνες, μεθυσμένα χαμόγελα, μπαλόνια μπερδεμένα στα χέρια, στις σκέψεις, στις ανάσες, σε μπασταρδεμένα,ερμαφρόδιτα και ροκ τραγούδια. Ένας κόσμος που χάνεται και παραπατάει σε επιλογές και στέκια ξενόφερτα, με ανοιχτές πόρτες που φτάνουν μέχρι τους δρόμους. Δεν υπάρχουν διώρυγες στο Γκάζι. Διασχίζεις τον απέναντι δρόμο περνώντας μέσα απο σώματα, γίνεσαι ομοφυλόφιλος, στρέιτ ή πάλι κάπου κάπου χάνεις κάτι απο σένα. Υποδύεσαι, ξεχνάς, αλλάζεις.



Τριγυρνούσα ανάμεσα στους δρόμους. Με τα χέρια χωμένα στις τσέπες, με τα μάτια ορθάνοιχτα σα καλειδοσκόπιο, γυροσκοπώντας περαστικούς, πορτιέρηδες, μπαλονάδες, μοντέλα, τραγουδιστές, ερειπωμένα και ξέφρενα πρόσωπα. Όλοι εκεί κι οι ίδιο τόσο μακριά. Μια ''πόλη'' που βαραίνει απο ήχο, που ενταφιάζεται στη φασαρία, που εκκλιπαρεί τη σιωπή. Στριμωγμένη διασκέδαση, λες και η τέχνη δεν στεγάστηκε σε άλλες γωνιές ή δεν βρήκε ποτέ καλύτερη κρυψώνα να λουφάξει τους ερωμένους της. Ναι, ήταν όμορφα να χαζεύεις, επι ώρες πλάσματα ξένα και γνώριμα. Ίσως να φταίει πως εγώ πήρα τον δρόμο της επιστροφής με κουρασμένα βλέφαρα απο τις ηδονές της εικόνας. '' Κι αυτοί που μείναν ξοπίσω μου;'' μέθυσα τον εαυτό μου με σκέψεις. Σε ποιά απόμερη γωνιά ν'ακουμπούν, άραγε, τις κουρασμένες ζωές τους ;


υ.γ Σαν χθες να ξέφυγε το βάρος όλου του κόσμου απο το στήθος μου. Κι η σκέψη μου ξαλάφρωσε πάνω στα γράμματα τα χθεσινά. Κι επειδή με ρώτησε ''Κάποιος'' τί σκέφτομαι για σένα, λέω, πως Τίποτα πια. Καιρός για τελείες και έναν τερματικό σταθμό. Αλήθεια. Κάπου υπάρχουν και τα καράβια σου, αλλά θα τα βολέψω σε κάποιο λιμάνι να μη σαλπάρουν κάθε τόσο στη σκέψη μου.
Υπέροχη νύχτα.
read more “ΓΚΑΖΙ”

ΔΕΚΕΜΒΡΗΣ 2009 ( ΣΧΕΔΟΝ ΕΝΑ ΧΡΟΝΟ ΜΕΤΑ)

Monday, September 13, 2010

Νιώθω πως χρωστάω μία γραφή. Σε κείνη την ΄''ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ'' το Δεκέμβρη του 2009, προτελευταία σκέψη σε τούτη τη σελίδα. Χρωστάω σε μένα, μιαν αλήθεια που αρνείται να επικαλείται το δαίμονα του τυπογραφείου, κι ευθυγραμμίζεται με τους φόβους της. Πες πώς γύρισα χθες βράδυ πίσω στα λόγια μου διαβάζοντας εκείνο το ύ(στερο) γ(ράφημα) που λέει πως ''Όχι, δεν είμαι ερωτευμένη με ανθρώπους , τούτον τον καιρό'' . Ψέμα, αναγνώστη μου. Μεγάλο σαν ερινύα και διφορούμενο σα Σιβυλλικός χρησμός. Ήμουν ερωτευμένη σ'εκείνο το επεισόδιο. Τόσο ερωτευμένη που δεν ήθελα κουβέντες  με τη ψυχή μου, για τούτο και τη φόρτωσα  ψέμματα.
Και εξηγούμαι. (Κράτα την εξήγηση σαν ''απολογία'' γιατί αρκετά καταράστηκα την Αλήθεια.) Ερωτευμένη 3 κάπου χρόνια και κάτι μέρες καλοκαιριού, δεν θυμάμαι τις ώρες, άλλωστε η σχέση μου με το χρόνο υπήρξε πάντα γερασμένη. Έρωτας για μένα, πάει να πει, φιλία, αγωνία επιβίωσης μέσα σε κλειστούς χώρους, τάσεις φυγής, θαυμασμός, κοινά βλέματα, σκέψεις μοιρασμένες στα 2 , σιωπή. Κι όλες αυτές οι συμπτωματικές κακοφορμισμένες πληγές, να κρατούν λίγο. Όπως πάντα. Λίγο , σα φεγγάρια. Λίγο σα σκέψεις. Ναι,μέχρι τότε, κάπως έτσι ήταν. Τα 2 χρόνια με ξεπέρασαν, όμως, τόσο ώστε η ανάγκη μου να ''τρυπώσω'' στον εγωισμό μου έγινε καημός. Ξέρεις πως είναι; Να περιμένεις ένα τηλέφωνο, μία λέξη, ένα νεύμα και μιαν απόσταση να κυβερνάει τις θάλασσες και τους ορίζοντες ανάμεσά σας. Εγώ δεν γνώριζα. Ούτε γι'αποστάσεις, ούτε για Έρωτες. Ναι, τώρα γελάω. Γελάω με τη θλίψη των ανθρώπων που δεν τόλμησαν να πουν ποτέ πως ερωτεύτηκαν, γελαώ με τον εγωισμό εκείνων που ξέχασαν να αναφέρουν επιγραμματικά ''στα περιεχόμενα της έκδοσης''πως φοβήθηκαν τον εαυτό τους. Κι εγώ φοβήθηκα. Τόσο, που σε κείνη τη γραφή μου, ξέχασα να σου πω την Αλήθεια. Το ίδιο και στο τηλέφωνο, που έκλεισε απότομα. Το ίδιο και την επόμενη μέρα, στην αναπάντεχη κλήση. Δε βαριέσαι. Εγώ ξεπούλησα τον εαυτό μου, λέγοντας ψέμματα.
Έχει περάσει καιρός απο τότε. Όχι, δεν ερωτεύτηκα. Και; Οι σπαζοκεφαλιές μας κρατάνε στη ζωή, και τα σταυρόλεξα παρέα τα καλοκαίρια. Δεν έμαθα το λόγο, αυτό λέω. Γιατί ανάσανες σε ένα σημείο της ζωής μου και γιατί το υπόλοιπο κομμάτι , έως τα τώρα, κρύβεται στον ίσκιο σου. Ναι, δεν μιλάω για να μ'ακούσεις, έτσι κι αλλιώς χαμένη βρίσκομαι σε διαδικτυακά μονοπάτια κι ατραπούς ανώνυμων παικτών. Λοιπόν, όμως ξέρεις; Τα λόγια μου υπάρχουν κάπου γραμμένα, σφαλισμένα στα δίχτυα της ιστορίας και φωνάζουν την Αλήθεια. Που λέει,  πως σε αγάπησα, κι ας μην ήξερα να αγαπώ, που λέει, πως σε ερωτεύτηκα, κι ας μην γνώριζα να ερωτεύομαι. 
Είπα , Χρόνια Πολλά εκείνο το απόγευμα, για τα χρόνια που έκλεινες. Ξέχασα, όμως , να σου στείλω τη μεγαλύτερη ευχή μου: Κάποια μέρα, λέει, να μπορέσεις κι εσύ το ίδιο. Να καταλάβεις.
Θα έγραφα και το όνομά σου, αλλά με παραπήραν σιμά τους οι αλήθειες απόψε και φοβάμαι μήπως τις αγαπήσω. Για πάντα.( γελάω) 

υ.γ Από τότε λατρεύω τις αποστάσεις στους ανθρώπους, είναι κάτι σαν παράπονο ή εμμονή, σαν ηχώ στη ζωή μου, και κρατάει το χρόνο σε άλλες διαστάσεις. Οι κοντινές σχέσεις με κουράζουν, τα ταξίδια δυναμώνουν το χαμόγελό μου και...Αυτά. Έχω ακόμη το καραβάκι το χάρτινο ανάμεσα στα βιβλία μου. (χαμογελώ)
read more “ΔΕΚΕΜΒΡΗΣ 2009 ( ΣΧΕΔΟΝ ΕΝΑ ΧΡΟΝΟ ΜΕΤΑ)”
 
Google Analytics Alternative