Ανυποχώρητη. Εγκυμονούσα . Η στάση σου, η δική μου. Σαν όλοι να περιμένουμε κάτι να πλησιάσει προς το μέρος μας, μ’ έναν κίνδυνο να μας παρασύρει μαζί του, μεγάλο, όσο η προσμονή μας. Λοξοκοιτάμε τους δρόμους, τις πόρτες, ανταλλάσουμε βλέμματα ενοχής, και στους ήχους τους απότομους τιναζόμαστε από τη θέση μας στυλώνοντας τη σκέψη στην έρημο. Κάπου γίνεται πόλεμος, φωνάζει η σιωπή. Μα κανείς δεν μιλάει ακόμα για επιστράτευση, ούτε καμπάνες ριγούν στα πλατώματα των δρόμων.
Συνάντησα ανθρώπους που συνάντησαν ανθρώπους που μιλάνε για πολέμους. Συνάντησα κι εκείνους που γυρεύουν να μάθουν τι θ’απογίνει στο ικρίωμα της Ελλάδας. Πήρα κι απαντήσεις. Από κείνες που λένε πως όλα θα χαθούν σε μία μέρα, κι από τις άλλες τις θρασύβουλες πως θα υπομείνουμε τις υποταξίες και το λεηλάτημα. Στωικά. Ανεπανόρθωτα. Τις συναθροίζουσες απενεχοποιημένες παρατάξεις που λένε πως «υπήρξα αθώος, παρά την ενοχή μου» και τις απωθημένες, που μιλάνε για αβελτηρία εθνών και το πλήρωμα του χρόνου.
Παραμονές «πολέμου» - πάει καιρός- ξεφυλλίζω Ιστορία. Της Ψωροκώσταινας. Με τις πυκνές σελίδες του χαμού , τα κιτρινισμένα φύλλα ενός ιστορικού Παπαρρηγόπουλου ( κάποτε του στήσαν αίθουσα στη Νομική της Αθήνας, χαλάλι που κάθισα στα στασίδια της, σκέφτομαι) και τις επωδές πολέμων. Λέω πως γυρεύω απαντήσεις , ίσως γι’ αυτό με παίρνει μήνας στο κατώφλι της ιστορίας. Nα γυρεύω σε στενωπούς ιστορικές διαβολές και ατοπήματα που αμέλησαν να εκμυστηρευτούν οι άνθρωποι .
Όχι, πως πείστηκα για όσα γράφτηκαν. Ούτε με κυβέρνησε η αθώα πολιτική του αναγνώστη όταν διαβαίνει μονοπάτια άγνωστα. Μεταμελήθηκα από τα αδικήματα ιστορικών που έφτιαξαν Μαυροκορδάτους και Κωλέττηδες να περιγράφονται ως ηγετικές φυσιογνωμίες υποταγμένες στην εντιμότητα των λόγων τους. Ξεκίνησα, λοιπόν, με μια ελληνική επανάσταση που γέμιζε τις φαρέτρες της συνωμοσία και υποταγή απέναντι στα φεουδαρχικά προνόμια. Μια θρυμματισμένη από τη διαφθορά ορθοδοξία που δεν αποτίναξε τον τουρκικό ζυγό ούτε υποδαύλισε επαναστατημένες συνειδήσεις, αλλά ματαιοπόνησε στο να καταπνίξει την ελληνική επανάσταση. Μπασταρδεμένους πρόκριτες , πολιτευόμενους Κουντουριώτηδες, αγγλόφιλους «συνοριοφύλακες» να ελεημονούν χέρια «μεγαλοδύναμων» ξένων , να ταμπουριάζονται πίσω από τις ντάπιες και τα διάσελα των ελληνικών «οχυρών» και να ξεπλένουν τη ντροπή με λίγα γρόσια. Καπεταναίους σφαγμένους από ομόεθνους, έναν Καραισκάκη χαμένο στο Φάληρο από το οπλισμένο χαρακτήρα του Μαυροκορδάτου και πάει λέγοντας ένα κατεβατό που σταματημό δεν θα βρει.
Αργότερα, η Οθωνική μοναρχία και το Σύνταγμα του 43, η επιμονή δημιουργίας συνταγματικού κράτους , η επιβολή μιας ακρωτηριασμένης - αυτόχειρας- «Μεγάλης Ιδέας». Ένας Μακρυγιάννης που πάσχισε να αποδιώξει τις υποδουλωμένες στο ψεύδος ελπίδες μαζί με τις βασιλικές φρουρές και τα βαυαρικά στρατεύματα. Μα απέτυχε να αποτινάξει την ελληνική νοοτροπία της αλληλοεξόντωσης. Κατέφυγε σε μυστικές εταιρίες, και επένδυσε σε μία Ελλάδα που τον κήρυξε ένοχο γιατί δεν τη δολοφόνησε όπως της έπρεπε. Κι όταν το 1862 εξεγέρθηκε ο λαός που με τα χέρια του τον καταδίκασε εις θάνατον, μέσα στον θρίαμβο της νίκης του , τα ίδια χέρια τον σήκωσαν ψηλά ως σύμβολο της –ταπεινωμένης- δημοκρατίας.
«Στο δια ταύτα»
Στάθηκα σε Τρικούπη και Κουμουνδούρο για δείγματα ηθικής( τον Μακρυγιάννη τον εξάγνισαν οι πράξεις του). Κι εκείνον τον έρημο Ε. Βενιζέλο που οι σημερινοί του τον κάνανε αεροδρόμιο για να υπενθυμίζουν στο κατευόδιο των ξένων την εντιμότητα της πολιτικής μας .! Άλλους δεν βρήκα στη λίστα, όμως αυτό δεν είναι το ζητούμενο. Ούτε μαθήματα ιστορίας θέλησα να κάνω ποτέ. Εκείνο όμως που δεν μπόρεσα να αποτινάξω από πάνω μου, ήταν το ξάφνιασμα του γνώριμου. Άνοιγα βιβλία διαβάζοντας το μέλλον. Όχι το παρελθόν. Έστρεφα το βλέμμα πίσω μου αλλά η μνήμη γρηγορούσε προφταίνοντας τις αρμάδες του παρόντος. Υποθέτωντας ; Θαρρώ πως όχι. Η ιστορία ξαναγράφτηκε δεκάδες φορές στο μέλλον της Ελλάδας. Με τη ροή ποταμού που τις όχθες που στο διάβα του έσκαβε, ελάχιστοι θυμούνταν. Η αδημονία του καινούριου σε πολιτικές τακτικές και εποχές που έπονται δεν θα έπρεπε να υπάρχει. Αρκεί κανείς να διαβάσει ιστορία με τον ίδιο κυνισμό που ξεφυλλίζει στις εφημερίδες δολοφονίες. Ένας λαός ανέγγιχτος από το χρόνο που δεν προσπάθησε ποτέ να απελευθερωθεί από υποδουλωμένα ένστικτα, από ορθοδοξίες κι αλληλοσπαραγμούς που έμελλαν να τον εξοντώσουν κυτταρικά λαβαίνοντας τη μορφή ενός γραικοκαρκίνου. Αυτή είναι η ντοπιολαλιά της αρρώστιας που εξοντώνει σπασμωδικά το ελληνικό έθνος. Ίσως, τώρα πια ένα μπασταρδεμένο έθνος, που προοιωνίζει το τέλος του με σημάδια εσωτερικά και χρησμούς ατταβιστικούς. Τι γυρεύουμε κι από ποιόν να αποδώσει ευθύνες; Όταν ποτέ δεν σεβαστήκαμε την Δαρβινική θεωρία της ανθρώπινης εξέλιξης και μεταβήκαμε στο είδος των πιθήκων ξεχνώντας πως οι ρίζες μας – εννοώντας τη σπορά- υπήρξαν ανθρώπινες. Δεν μας « μπέρδεψαν » οι ευρωπαικές συνθήκες ούτε μπλεχτήκαμε στα γρανάζια ενός παγκόσμιου οικονομικού συστήματος που απαίτησε από μας αισχροκέρδεια. Διαδεχθήκαμε γενεές βαπτισμένες στο όνομα του χυδαίου και του υποταγμένου, αναθρέψαμε παιδιά και πολιτικά ευφυολογήματα που καταράστηκαν την ιστορία και το μέλλον μιας χώρας που υπήρξε ευλογημένη από έναν ανύπαρκτο ελληνικό Θεό . Και φτάσαμε εδώ , να αποδίδουμε πτωχεύσεις σε λαούς. Εγκλήματα πολέμου σε επιλεγμένα ιστορικές φιγούρες. Αναίδεια σε μεμονωμένους ρήτορες. Τέλος, να αναθεματίζουμε την εξέγερση και να ευλογούμε την αποχαύνωση. Είμαστε, λέει, σε δεινή θέση που δεν επιτρέπει την θρυαλλίδα της οργής, αλλά υποθάλπτει τον αφιονισμό της συναίνεσης. Μένει να αναρρωτηθώ αν υπέθεσε ποτέ κανείς πως η δεινή θέση αιώνες ταρριχεύεται από την ελληνική ιδιοσυγκρασία. Από εκείνη τη φαύλη ματαιοδοξία που επελαύνει θριαμβικά στον ελληνικό χώρο, στους δρόμους, στις πλατείες, σε χωριά, σε φατρίες και κομματικά πηγάδια αιώνων. Ένας λαός που δεν σεβάστηκε την υπόληψή του πιότερο από την οικονομική του επάρκεια. Ένας λαός που στις παραδόσεις του μνημόνευσε την «τιμή» αλλά εκπορνεύτηκε στα σοκάκια της ιστορίας του. Κι ένας λαός – κομμάτι αλησμόνητο- που ενταφιάστηκε όντας έντιμος , αξιοπρεπής γενναίος. Δολοφονημένος από πολιτικούς και λαικούς παράγοντες.
Γυρεύουμε μερτικό από τη δικαιοσύνη, που λησμονήσαμε να επικαλεστούμε στα νομοθετήματά μας και τώρα δα κόβουμε κεφάλια. Με βία και παράκρουση. Η ελίτ που στηλιτεύει την αυτοδικία από τη μία κι από την άλλη η απελπισμένη αμάθεια που έμενε να ελεημονεί όλα αυτά τα χρόνια μια θέση στις εκατόμβες του δημοσίου. Γιατί εκατόμβες νεκρών «δολοφόνησε» η δημόσια υπαλληλία κι ακόμα δεν ψέλλισε την τελευταία της κουβέντα.
Λοιπόν, την επόμενη φορά που θα καταραστείς από τη θέση σου την απελπισία του αθώου κι ένοχου λαικού φρονήματος ή θα καταδικάσεις τους εκπροσώπους ενός σαθρού πολιτικού συστήματος, στρέψε το βλέμμα στην ιστορία του τόπου σου. Και θα λάβεις μάχαιραν, όπως κι απαντήσεις. Όταν θα βρεθείς στην ιστορική στιγμή να ξαναγράψεις με τη πένα σου την «Πατρική Διδασκαλία» όπως κάποτε την εστύλωσε ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε’, τότε θα λάβεις την ίδια απόκριση της *«Αδελφικής Διδασκαλίας» του Κοραή που θα σου υπενθυμίζει πως η ιστορία επαναλαμβάνεται όσο οι άνθρωποι συναινούν στο να παραμένουν ίδιοι.
*Το 1798 κυκλοφόρησε στον υπόδουλο ελληνισμό ένα φυλλάδιο με τίτλο Πατρική Διδασκαλία τυπωμένο στην Κωνσταντινούπολη. Το κείμενο ήταν γραμμένο με ένα πνεύμα εθελοδουλείας και απέτρεπε τους Έλληνες από επαναστατικές πράξεις. Είπαν ότι το είχε γράψει ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων, που όμως το αρνήθηκε και το αποκήρυξε.
Τον ίδιο χρόνο (1798) θα απαντήσει ο Κοραής ανώνυμα από τη Ρώμη με ένα αντιρρητικό κείμενο με τίτλο Αδελφική διδασκαλιά. Επιχειρεί να ανατρέψει τις ιδέες της Πατρικής διδασκαλίας και να ενισχύσει το αγωνιστικό πνεύμα των Ελλήνων. Αποτέλεσμα ήταν η Πατρική διδασκαλία να αποσυρθεί από την κυκλοφορία.