Saturday, June 14, 2008

Υ.Γ Έ, λοιπόν ξέρεις κάτι;
Ήρθε η ώρα ν'ασχοληθώ με μένα. Κι όλα εκείνα τα χάρτινα ονείρατα που έπλαθα μες τις νύχτες είπα να τα τσαλακώσω, να τα κάμω μια τεράστια μπάλα σαν αυτή που φτιάχναμε παιδιά. Όχι, δεν θα την κυλήσω στα χώματα. Όχι, δεν θα τη μουσκέψω στη θάλασσα. Θα τη κλωτσήσω στο φεγγάρι να μην την βλέπω πια. Να μην μυρίζω την ανάσα τους.

Βρε, δε πάτε στο διάβολο όλοι σας με τα καμώματα και τις αλυχτίες σας. Κοιτάτε ρε, επειδή γαμήσατε τη ζωούλα σας τα βράδια που σκοπεύατε άστρα ενω στα χαμηλά άλλοι σκάβανε τις ρίζες τους βαθιά στο χώμα, δεν θα την πληρώσω εγώ. Τα λάθη χαρισμένα στις πλάτες σας, οι δικές μου αναλαμβάνουνε ευθύνες ιδιωτικές, όχι της αφεντιάς σας. Ξεκουμπιστείτε απο το θωρί μου, γιατί θα σας περιμαζεύουν τ'αδέσποτα και οι διαβόλοι της νύχτας.
Κι όταν εγώ απειλώ, δεν χαιδεύω, μάτια μου. Βγάζω νύχια και ξεσκίζω το φόρεμα της νύχτας. Τα βουτυρώματα για τις κυρίες. Όχι για μένα.

read more “ ”
Ξεθάρεψε το μνημονικό κι έβγαλε τούτη τη φλόγα: '' Χρόνια και χρόνια πάλεψα με το μελάνι και το σφυρί, βασανισμένη καρδιά μου
με το χρυσάφι και τη φωτιά για να σου κάμω ένα κέντημα
ένα ζουμπούλι πορτοκαλιάς
μιαν ανθισμένη κυδωνιά να σε παρηγορήσω.
Εγώ, που κάποτε σ'άγγιξα με τα Μάτια της Πούλιας
και με τη χαίτη του φεγγαριού σ'αγγάλιασα και χορέψαμε
μες τους καλοκαιριάτικους κάμπους
πάνω στη θερισμένη καλαμιά και φάγαμε μαζί το κομμένο τριφύλλι.
Μαύρη μεγάλη μοναξιά με τόσα βότσαλα τριγύρω στο λαιμό σου, τόσα χρωματιστά πετράδια στα μαλλιά σου.'' Ν. Γκάτσος

Θυμίζει παλιά Αθήνα. Έχει τις φτερούγες του σφαλιστές- δυο μεγάλα πορτόφυλλα- αντικρύζουν τον ακάλυπτο. Δένω τις φτερούγες του μ'ένα λουκέτο, κάποιες φορές φοβάμαι πως σαν επιστρέψω θα τις έβρω ανοιχτές σαν βεντάλιες που χαιδεύουν τον άνεμο. Είναι δικό μου και βλέπει στον ακάλυπτο. Κι απέναντι μπαλκόνια -καθρέφτες των ανθρώπων, λογής λογής χαρτόκουτα στιβαγμένα ανάμεσα σε φωνές-μουσικές και κλάμματα. Οι ψίθυροι κάποτε γίνονται φωνές , μες το τσιμέντο. Απλωμένα ρούχα, κουρτίνες που παλεύουν να χορέψουν με κάποιο ανεμοβόλι, μια λωρίδα γαλάζιο σαν στρέψω το βλέμμα. Κι όμως παλεύω αυτή την ομορφιά μέσα μου να τη θεριέψω, να την κάμω χαρταετό κι έπειτα να τη στείλω στη γωνιά σου. Και βιβλία πολλά βιβλία... όχι Καρυωτάκηδες, Σεφέρηδες και Παλαμαδες...Δίκαια και Νόμοι που να τα πάρει ο διάβολος. Ξέχασα τον ανεμόμυλο και τα χρώματα της ίριδας κρεμάσμένα στο μπαλκόνι. Αρχίζω να μαθαίνω ιστορίες για κείνους που αναπνέουν πάνω μου- ζερβά μου, οι ψιθυροι γίνονται ουρλιαχτό μες τα τσιμέντα και κάποτε το ξύλο προδίδει γνώριμους γυναικείους ήχους ή κάποιο αναστεναγμό... Μην ξεχάσετε, σαν γραπώσετε τα κοντύλια σας να χαράξετε την ''ιστορία των προδοτών'' να γράψετε και δυο μεγάλους γνώριμους: Ακάλυπτους και ξύλο. Το δεύτερο δεν πρόδωσε και τον Χριστό;
read more “ ”

ΣΕ ΣΕΝΑ

Wednesday, June 11, 2008


Κι όμως έχω την αίσθηση πως κάπου σε ξέρω. Σα να σε διάβασα κάποτε σε κάποιο βιβλίο, σα να ξεφύλλισα τη ψυχή σου κι έπειτα την έκλεισα μέσα στις χούφτες μου. Είναι εκείνη η γραμμή που βλέπω ν'ανατέλλει κάθε που ανοίγω τις απαλάμες μου, ή μήπως γερνούν τα χέρια μου μαζί με μένα. Αλήθεια , τα χέρια γερνούν; Και το μυαλό κουράζεται, να πλάθει σκέψεις, λέξεις, παρανοήματα, δροσολαλιές τις λέω εγώ. Για τούτο κι ελπιδοφορεί τους ανθρώπους,ναι μωρέ έτσι δεν λένε σαν φοράνε οι ανθρώποι ελπίδες στα κορμιά τους. Εκείνη η κοπέλα χθες στο βαγόνι του συρμού, της απόγνωσης - κάποια μέρα θα σού πω για τα βαγόνια και την ανάσα τους , την ανάσα μας- κράταγε ένα λυγμό στο στήθος. Δε είπε ούτε μια λέξη ως το σταθμό, μονάχα το δάκρυ της ζωγράφισε τα μαγουλά , κι έπαιρνε ν'ανοίγει αυλάκια στο διάβα του. Τα μάτια ηφαίστιο κι κείνα τ'αλμυρίκα σύριζαν σαν τη φωτιά σαν καίει το χόρτο,τη γη. Μυρίζει λιβάνι, σκέφτηκα. Κάθε που κυλάνε δάκρυα μυρίζει λιβάνι. Όμως, άλλο σου λέγα. Εκείνη η κοπέλα, βάσταγε στη ποδιά της έναν λυγμό. Κι όλη την ώρα, τα χείλη της τρέμανε πάνω σε συλλαβές. Σα να θελε να φωνάξει βοήθεια, αλλά σκιαζόταν η ψυχή τον ήχο. Πού να'ξερε για κείνες τις ψυχές που ναι φτιαμένες απο ουρλιαχτά...κι ανέμους. Περάσανε τα λεπτά κι είδα το σώμα της να κουλουριάζεται, να γίνονται ένα τα χέρια το κορμί το δέρμα τα μαλλιά, μα τα χέιλη της σφιγμένα βαριά σαν στημόνι δεν ξέσφιγγαν εκείνο το σκοπό.
Για τούτο και σού γραφω. Ήθελα να της πώ πως εκείνη την μέρα στο βαγόνι, ήταν το πιο όμορφο πλάσμα που αντίκρυσαν τα μάτια μου. Ζήλεψα, αλήθεια σου λέω.
read more “ΣΕ ΣΕΝΑ”
 
Google Analytics Alternative