Η αφέλεια δεν δίδεται δωρεάν. Σκηνοθετείται και παίζεται. εαν είσαι ο ένας απο τα ελάχιστα εκατομμύρια που δικαιώνουν την ανθρωπότητα. Οδ.Ελ.
«Οταν γράφω, γράφω σαν να ζωγραφίζω, σαν να χρωματίζω: πετάω μια πινελιά αριστερά, μια πινελιά δεξιά, λίγο στη μέση, σταματάω, ξαναρχίζω... Και πρέπει να γράψω κάποια πράγματα πρώτα για να πάψει να με καταπιέζει η λευκή σελίδα και να αρχίσω να γεμίζω τις τρύπες. Οπως βλέπετε, δεν είμαι του γραψίματος». Ρομπέρ Μπρεσόν
Κάπου , λοιπόν, σε ένα σταθμό κι ανάμεσα σε αδιάφορους βηματισμούς κάποιος μου φυλάει Μichel Legrand απο τα μεγάφωνα. Είναι εκείνο το ορχηστρικό πανδαιμόνιο που κάποτε στεφάνωσε το κινηματογραφικό αριστούργημα του Ζακ Ντεμύ αρχές της δεκαετίας του 1960. Les Parapluies de Cherbourg Σε ένα σταθμό κάποιος στροβιλίζει ομπρέλες μπροστά στα μάτια μου. Ξαναθυμάμαι τη σκηνή στο τρένο, τον αποχαιρετισμό. Τα τρυφερά ενσταντανέ της ενζενί Catherine Deneuve και του Nino Castelnuovo, το τελευταίο αντίο. Παράξενο πόσα χρώματα λησμονεί το παρόν και με πόση πλησμονή σε χορταίνει το χθες. Λοιπόν, κράτησε την απολογία μου αν θες, για το πόσο απεχθής υπήρξε η σχέση μου με τον γαλλικό κινηματογράφο κάποτε. Τόσο, που κίνησε μια μέρα και ξεβράστηκε πάνω σε ερωτικούς ύφαλους οργής. Και αναποδογύρισε τη ζωή μου, λυτρωτικά.
Είναι τουλάχιστον παράτολμο να μπερδευτείς στα γρανάζια της «νουβέλ βαγκ» της εποχής και να αποστρέψεις το βλέμα κυνικά ή πεισματικά αναζητώντας άλλα κινηματογραφικά μινύρισματα. Κάπως σαν τον υπερρεαλισμό να θυμάσαι. Δεν τιθασσεύει η λογική την απελπισία του έρωτα.
Να επιστρέψω στον Ζακ Ντεμύ και τις ομπρέλες στην πόλη του Χερβούργου. Εκεί που τα χρώματα αναστέλλουν τις μεταπολεμικές φιγούρες και η τζαζ όπερα εγκαταλείπει τα ίχνη της με την πρόκληση να αναζητήσει κάποια στιγμή ο θεατής τρόπο φυγής . Μάταια. Μια σκηνή που στο τέλος αφήνει παγωμένες ανάσες πάνω στα τζάμια ενός βενζινάδικου, ένας διάλογος στριμωγμένος μαζί με το παράπονο των πρωταγωνιστών κι είναι πράγματι ανεξήγητο πως ασθενούν τα λόγια πάνω στις περιγραφές. Να θυμάσαι πως στα έργα του αφήνει πάντα απομεινάρια απο τα περασμένα. Ταινίες που ειπώθηκαν λίγο πριν, όπως εδώ, αφήνει αιχμές για τη «Λόλα». Σαν όλα να είναι καμωμένα σε ένα δρόμο κι οι ήρωές του συναντιούνται και στοιβάζονται μέσα στον παραλογισμό των διαπιστεύσεων μιας πόλης. Συντετριμμένοι απο τα πάθη τους.
Κατηφορίζω που λες το σταθμό και η μουσική μπερδεύεται με τις ανακοινώσεις. Ο γαλλικός σινεμάς ( πάντα αρσενικό το γένος γιατί μόνο άντρας γεννάει τέτοια σοφία) διπλώνεται στα τυλιγάδια της θύμησης και δεν συζητιέται. Δεν κουβεντιάζεται. Κάποιες φορές φοριέται σαν γκρενά καμπαρντίνα στις πλάτες κι έχει γυρισμένα τα πατζάκια ή τρέχει αχόρταγα με ένα ποδήλατο στους δρόμους. Λυπάται για την φλυαρία το κορίτσι, αλλά σήμερα έμαθε πως η ζωή δεν είναι γαλλικός σινεμάς.