Μές την αυλή των θαυμάτων σε θυμάμαι να καθρεφτίζεσαι
πάνω στη ράχη ενός γαρίφαλλου, λυτρωμένη , απεχθής,
με ρυτίδες βαθιά στο μέτωπο.
Ρόδο της άνοιξης σ'είδα να χάνεσαι μέσα σε κύκλο απο νερό...
αίμα που δρόσισε τις ρίζες σου κι ύστερα έναν βλαστό ανοίγει. Πέρασαν μέρες,
τώρα πια δεν φοράς εκείνο το γκρίζο υφαντό του χειμώνα, ξαστέρωσαν οι νύχτες
μου, μού είπες, μά κείνα τα χείλη πού ποτέ δεν θα ξεχάσω, νοσταλγώ ... κι ένα
φεγγάρι φαγωμένο απο τ'αστέρια. Πάλι γεννάς , πάλι μιλάς, πάλι ξεχνιέσαι πλάι
στα τρεχαντήρια, πού έλεγες πώς είν δικά σου κι έπειτα έκρυβες το πρόσωπο πίσω
απ'τις φτερούγες των πουλιών, απο ντροπή. Δεν ταξίδεψες ποτέ σου. Πάψε, μην
κλαίς... τα σύννεφα δεν ξαποσταίνουν. Πάψε, μην κλαίς... οι θνητοί μονάχα
γεμίζουν με δάκρυα τις στέρνες τους.
Τη μέρα εκείνη στο ναύσταθμο σαν πλάγιαζες τα ψαροκάικα και τις
μαρίνες, δεν μπόρεσα να σε κοιτάξω. Είχες στα μάτια σου ένα βαθύ κόκκινο
φτερούγισμα πού ολότελα γίνηκε μπλαβί. Σαν βιβλικό σημάδι απο τις παλάμες του
Θεού, κείνες οι μέρες, οι φωνές, οι ιστορίες.
Τη νύχτα σαν καθόσουν πλάι μου κι είπες πώς έγνεψες στις
φυλλωσιές να σκύψουνε στη γή, κι ύστερα εκείνες πέσαν σαν χάρτινη βροχή πάνω στο
χώμα, είπες πώς για μένα το κανες. Θαρρώ πώς την πίστεψα τούτη την αλλόκοτη ηλιαχτίδα. Κι
άλλες πάλι φορές... όλες κι όλες ίσα με το ξάνοιγμα της μέρας, ίσα με το βάδισμα
μιας νεροποντής σε μιαν ανθρωποχώρα.
ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ ΜΟΥ, ΜΗΝ ΚΛΑΙΣ
Wednesday, August 15, 2007
Αναρτήθηκε από ****** ***** ****** στις 12:01 AMΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
Sunday, August 12, 2007
Αναρτήθηκε από ****** ***** ****** στις 2:16 PMΞέρω πώς δεν θυμίζεις σε τίποτα εκείνες τις αμμουδερές
κυράδες που λαγιάζουν ανάγλυφες πάνω σε καρτ ποστάλ του
καλοκαιριού.
Ξέρω πώς τις φτωχές σου ανάσες σκεπάζουν αρμυρήθρες και βότσαλα
σμιλεμένα απο αρμύρα. Την αγγαλιά σου δεν γιομίζουν γέλια καρτερικά, παιδίσια
σκιρτήματα απόκρυφα στον ήλιο- μοναχά τα μάτια μας αντάμωναν πίσω απο των
ανέμων τις ιαχές. Είσαι φτωχή κι είσαι δικιά μου, όπως το λουλακί σου δάκρυ πού
κάποτε κρεμάστηκε τ'απόγιομα γύρω απ'το στήθος μου. Εσύ κι εγώ, κι ανάμεσα στα
δάχτυλα χοχλάδια των καιρών σου, μισεμένα λιοπύρια και τα φιλιά των γρύλλων
σκεπασμένα με πευκοβελόνες. Ξέχασα τους πεύκους σου, να με συγχωρεί η ματιά
σου...
Εσύ κι εγώ, κι εκείνη η παλιά ψαροταβέρνα, αγγίζεις με
τ'ακροδάχτυλά σου. Πίσω απο τις γαλανές σου ισκιάδες χάνεται το πρόσωπο πού
κάποτε πλάγιαζε πάνω στα ονέιρατά μου. Κι είναι πού τέτοιες οι ώρες να
λέω πώς πάλι εσύ το ανασκάλεψες στη μνημη τούτο το παραγάδι. Έτσι
βαστώ τα λιγοστά φεγγγάρια μας, τόσο που ξέρω, πώς θα τα σκορπίσει ο
διακαμός των γλάρων στο μολυβένιο σου ορίζοντα, σαν έρθει ο καιρός τα στάχυα να
θερίσει. Πόση γη άραγε να χωρίζει τις νύχτες μας; Πάλι μετράω αποστάσεις και
μυρουδιές και στάχτες καλοκαιρινές πού γινήκανε κιτρινισμένα φύλλα κι ένα
κομμάτι φλοίσβου να ξαγρυπνά τον Αποσπερίτη, τόσο πού οι θύμησες βαφτίστηκαν
μέσα στα κύμματα ξάνα. Νοτισμένες γοργόνες, φύκια κι αστερίες , λογάρια
μιας ξεχασμένης θάλασσας. Μ'αρέσει πού είσαι φτωχή κι αμάλαγη κάτω απ' ταγγίγματα
του ήλιου, μακρυά απο τις στέγες των ανθρώπων .
Μισώ τα παιδιά σαν σού πετούνε πέτρες. Ακούς;
Θέλω να'ρθω κοντά σου ξανά, μόνο για λίγο, όσο βαστάνε οι
λεπτοδείχτες στ'ανθρώπινα ρολόγια , όσο στις χούφτες σου θα σιγοσβήνουν
τ'αχνάρια των βουνών, πλεούμενα δικά σου και τούτα. Πές μου, σού λείπω
καθόλου;