Αναρτήθηκε από
****** ***** ******
στις
1:24 AM
Υ.Γ Πουλάω λέξεις. Άκου μία ακριβή: αργαδυνή. Θα πεί ... ''πολύ αργά''. Είναι απο κείνες τίς κρουστάλλινες λέξες πού άφησε ο Θεός λαγαρές να ποτίζουν το χώμα απόψε, μαζί με κείνα τα μορμολύκεια της σκέψης. Κοίταζα σήμερα το πρόσωπό σου κόσμε... Πόσο φοβισμένη στέκει η όψη σου, φώς μου!
Καλημέρα!
read more “
”
Καλημέρα!
ΜΑΡΙΑ ΝΕΦΕΛΗ
Αναρτήθηκε από ****** ***** ****** στις 12:08 AMTί παράξενο αλήθεια... όσο η κάρδια γίνεται χίλια κομμάτια ο κόσμος ν' ανθίζει μ'εκπληρωμένους έρωτες. Λές και οι ουρανοί ανοίγουν ξάφνου τα πορτόφυλλά τους και μουσκεύει η γής, χορτασμένη βροχή σταλάζει στο χώμα της. Κάτι ώρες θά'ναι σάν και τούτες πού λές το κορμί πώς σε προδίδει και θές και σύ να βγείς γυμνός κάτω απ'τα σύννεφα να σηκώσεις τα δυό σου χέρια ψηλά να χορτάσεις τη δίψα σου. Ένας κόσμος φτιαγμένος απο χαρτί , νοτισμένο μ' εκπληρωμένους έρωτες, καμωμένος με τ'αδράχτι της ελπίδας .
Κι εγώ; Πώς βρέθηκα κάτω απο τούτο το τσίγγινο παράπηγμα να μετρώ βρόχινες ρανίδες να πετροβολούν τούτη τη πόλη. Ποιά χέρια σκεπάζουν εμένα; Καί πώς ξέμεινα διψασμένη τούτη τη νύχτα εκπληρωμένους αγέρηδες να καρτερώ;
Παλεύω με φαντάσματα από τότε πού αντίκρυσα το γαλάζιο τ' ουρανού και της θάλασσας. Κέρινα ομοιώματα πού λιώνουν κάτω από τίς πρώτες ηλιαχτίδες, στή νύχτα πάνω με βρίσκει το τελείωμα της τέχνης μου, εκείνο το αποκαμωμένο βράδυ πού μ'είδες να ξεπλένω τα χέρια μου πλάι σου και το χαρτάκι στο προσκέφαλό σου να χαράζει όνειρα ''Αύριο πάλι. Εσύ κι εγώ. Ποτέ μαζί.''
Πές μου πώς το' γράφε Θέε μου...'' Πού να μαζεύεις τα χίλια κομματάκια τού κάθε ανθρώπου. Υπάρχει μια στέπα σιωπής κι αμηχανίας''. Πάνω σε τούτη τη στέπα, πάνω σε τούτη τη στέρφα γή χορεύω τα ταξίδια μου, απλώνω κατάχαμα τα ονείρατά μου και πάιρνω να τριγυρνάω στα σοκάκια δίπλα σε κείνες τίς ανεκπλήρωτες πολιτείες πού κάποτε μού τραγούδησες. Ξέρω πώς δεν με καταλαβαίνεις. '' Μα αν σού μιλώ με παραμύθια και παραβολές , είναι γιατί τ'ακούς γλυκότερα....'' κι ο έρωτας, κι ο έρωτας δεν κουβεντιάζεται Θεέ μου. Έτσί; Θά' ναι πού τη λαλιά του θέλησες να τη χαρίσεις στα μάτια των ποιητάδων στα φτερά των γεράνων στα δίκοχα των πολέμων. Ξέρω πώς είσαι εκεί, μά δεν θ'απαντήσεις.
Ετούτο το έτος της σιωπής θαρρώ πώς θυσιάζω στο βωμό των ανεκπλήρωτων εγκωμίων, στα λιγοστά των ανθρώπων, κι αφήνω τούς πολλούς στα εκπληρωμένα θέλω τους να ξεπεζεύουν το ξημέρωμα στίς πόλεις. Βαυκαλίζομαι πώς τα ταξίδια ,το λοιπόν, δεν έχουν τελειωμό κι η θάλασσα είναι απέραντη σαν χύνεται μέσα στ' αυλάκια της ζωγραφιάς μου. Έχει το χρώμα σου, θυμάσαι;
Ξαναγεννιέμαι Θέε μου θα πεί πονάω. Σωστά;
Δικαιοσύνη θα πεί πώς πληρώνεις όσα αρνήθηκες να δείς.
Όσα φοβήθηκες.
Έρωτας θα πεί...
'' ΑΡΙΜΝΑ ΕΦΗ ΕΛ... εκεί, πάνω σ'αυτό το ΕΛ η πέτρα είχε κοπεί και σπάσει. Το θυμάμαι καλά.''
Τί να' λεγαν τα λόγια παρακάτω, άραγε; Εκείνο το άλλο μισό τής πέτρας ποιός το' κρυψε κάτω απ'τίς φτερούγες του;
Ξέρω πώς δεν θα μάθω ποτέ.
Κι εγώ; Πώς βρέθηκα κάτω απο τούτο το τσίγγινο παράπηγμα να μετρώ βρόχινες ρανίδες να πετροβολούν τούτη τη πόλη. Ποιά χέρια σκεπάζουν εμένα; Καί πώς ξέμεινα διψασμένη τούτη τη νύχτα εκπληρωμένους αγέρηδες να καρτερώ;
Παλεύω με φαντάσματα από τότε πού αντίκρυσα το γαλάζιο τ' ουρανού και της θάλασσας. Κέρινα ομοιώματα πού λιώνουν κάτω από τίς πρώτες ηλιαχτίδες, στή νύχτα πάνω με βρίσκει το τελείωμα της τέχνης μου, εκείνο το αποκαμωμένο βράδυ πού μ'είδες να ξεπλένω τα χέρια μου πλάι σου και το χαρτάκι στο προσκέφαλό σου να χαράζει όνειρα ''Αύριο πάλι. Εσύ κι εγώ. Ποτέ μαζί.''
Πές μου πώς το' γράφε Θέε μου...'' Πού να μαζεύεις τα χίλια κομματάκια τού κάθε ανθρώπου. Υπάρχει μια στέπα σιωπής κι αμηχανίας''. Πάνω σε τούτη τη στέπα, πάνω σε τούτη τη στέρφα γή χορεύω τα ταξίδια μου, απλώνω κατάχαμα τα ονείρατά μου και πάιρνω να τριγυρνάω στα σοκάκια δίπλα σε κείνες τίς ανεκπλήρωτες πολιτείες πού κάποτε μού τραγούδησες. Ξέρω πώς δεν με καταλαβαίνεις. '' Μα αν σού μιλώ με παραμύθια και παραβολές , είναι γιατί τ'ακούς γλυκότερα....'' κι ο έρωτας, κι ο έρωτας δεν κουβεντιάζεται Θεέ μου. Έτσί; Θά' ναι πού τη λαλιά του θέλησες να τη χαρίσεις στα μάτια των ποιητάδων στα φτερά των γεράνων στα δίκοχα των πολέμων. Ξέρω πώς είσαι εκεί, μά δεν θ'απαντήσεις.
Ετούτο το έτος της σιωπής θαρρώ πώς θυσιάζω στο βωμό των ανεκπλήρωτων εγκωμίων, στα λιγοστά των ανθρώπων, κι αφήνω τούς πολλούς στα εκπληρωμένα θέλω τους να ξεπεζεύουν το ξημέρωμα στίς πόλεις. Βαυκαλίζομαι πώς τα ταξίδια ,το λοιπόν, δεν έχουν τελειωμό κι η θάλασσα είναι απέραντη σαν χύνεται μέσα στ' αυλάκια της ζωγραφιάς μου. Έχει το χρώμα σου, θυμάσαι;
Ξαναγεννιέμαι Θέε μου θα πεί πονάω. Σωστά;
Δικαιοσύνη θα πεί πώς πληρώνεις όσα αρνήθηκες να δείς.
Όσα φοβήθηκες.
Έρωτας θα πεί...
'' ΑΡΙΜΝΑ ΕΦΗ ΕΛ... εκεί, πάνω σ'αυτό το ΕΛ η πέτρα είχε κοπεί και σπάσει. Το θυμάμαι καλά.''
Τί να' λεγαν τα λόγια παρακάτω, άραγε; Εκείνο το άλλο μισό τής πέτρας ποιός το' κρυψε κάτω απ'τίς φτερούγες του;
Ξέρω πώς δεν θα μάθω ποτέ.
Subscribe to:
Posts (Atom)