Δάκρυα, δάκρυα, δάκρυα...Βαρέθηκα να βλέπω δακρυσμένους ανθρώπους. Κουράστηκα να σας ακούω να κλαψουρίζετε στον ώμο μου, κουράστηκα να ακούω τη φωνή μου να σκορπίζει παραμυθίες και λόγους, λόγους.... Ναι, ξέρω. Υπἠρξα δυνατή. Είμαι, υπήρξα, ποιός νοιάζεται; Ο γκομενός μου, η γκομενά μου, μού είπε, της είπα, με ήθελε, την ήθελα κι ένα κουβάρι απο ιστορίες. Οι'' παρίες του έρωτα'' και κουραφέξαλα. Τί ξέρετε μωρε απο έρωτα; Τυλίγεστε με μια κουβέρτα φεγγάρια ολόκληρα, σπαταλάτε ανάσες κάτω απο ιδρωμένα σκεπάσματα, κοινωνικές εκδηλώσεις πιασμένοι χέρι-χέρι, καλοκαιριάτικα δειλινά -΄ωρες ολόκληρες αναλύετε την αγάπη, τα ελλατώματά σας κι έπειτα...έπειτα Φθορά. Όμορφη λέξη. Εσεις την ξυπνήσατε, καθήστε τωρά μονάχοι σας να θωρείτε τον ξυπνημό της κι ύστερα να φοράτε στο κορμί σας την αγαπημένη σας λέξη: Θύμα. Βαρετό το σενάριο. Η πικρία σας το ίδιο. Όχι, δεν είμαι σκληρή, άλλωστε οι ώμοι μου φιλοξένησαν τη ψυχή σας, αυτή μωρέ, που δεν ξέρει να αγαπά, ούτε να ερωτεύεται, παρά να φυλακίζει. Σαν τις μοδίστρες, κόβετε και ράβετε το συνολάκι της αγάπης στα μέτρα σας. Με νταντέλες, οργαντίνες και βολανάκι στο γιακά, σαν τις μαθήτριες. Στο τέλος, περνάτε και τη βέρα στο λαιμό σας, έτσι γιατί οι θηλιές πνίγουν καλύτερα. Πού πήγε, μωρέ, η άπόσταση; Κι εκείνο το όμορφο ''αδημονώ'', έμαθες ποτέ σου τί σημαίνει; Κρατιέμαι εκεί που πρέπει σε απόσταση αναπνοής και δεν βιάζω το χρόνο, τον τόπο,ούτε τα σωθικά σου. Κάνω έρωτα όταν το κορμί λυγάει απο πόνο, γράφω γράμματα και λέξεις, όταν τα λόγια στέκονται φτωχά ακόμα και το ''σ'ἀγαπώ'' να ψελλίσουν. Δεν θυμάμαι επετείους, δεν ψωνίζω τις ημέρες αγάπης...γιατί εκείνη την ημέρα που όλοι ριγάνε στα ''καλά τους'', εσύ γιορτάζεις τη μοναξιά...του εαυτού σου. Και τον έρωτα...τον θυμάσαι κάθε γιομα που ό ήλιος ροβολά τις κρήμνες. Κι όταν το βλέμα της-το βλέμα του δεν είναι πια το ίδιο, δεν μιλάς . Φεύγεις. Με ένα φευγιό που μονάχα τα πουλιά γνωρίζουν σαν τραβάνε κατα το Νότο. Αλλά ποια είμαι εγώ που θα μιλήσει για Έρωτα, σωστά ;;
Μαζεύω τα μπογαλάκια μου κι αλλάζω γειτονιά. Μένετε βαρετοί όπως οι πόλεις τις ώρες αιχμής, όπως όταν ξεφυλλίζετε τον Έρωτα στα εγχειρίδια.
υ.γ Επιλέγω τη μοναξιά , πάει να πει πως ξέρω τί θέλω. Ακόμη κι αν εκείνη η πεθυμιά δεν σκορπίζει την ανάσα της σε τούτον τον κόσμο. Ακόμη κι αν εκείνη η πεθυμιά θα' θελα να ήσουν Eσύ. Αλλά δεν είσαι..Aκούς; Δεν μπορείς να είσαι.
read more “AND THE STORY GOES ON AND ON...”