Περισσεύουν. Ένα μολύβι που πίστεψε πως κάποτε θα χαράξει στους καιρούς του σύμβολα. Στο κομοδίνο πλαι στις σκέψεις, κάπου ανάμεσα στα φύλλα της δημιουργίας κρατάει σελίδα στο κεφάλαιο που αγνοώ. Θυμάται ακόμα τις ρίμες που έπεφταν στο πάτωμα, τους λερωμένους τοίχους με εικασίες πάνω στην αλφάβητο/ μ'αγαπά δεν μ'αγαπά/, τις θυμωμένες μύτες που έσπαζαν με κρότο και τα χεράκια που ίδρωναν να ξεκουμπώσουν αφαιρέσεις.
Περισσεύουν. Ένα μυαλό που κουράστηκε να προλαβαίνει την αύριο με συσχετίσεις. Φιλοσοφικά τεχνάσματα να απαρνηθεί τους φόβους κι εκείνον τον θάνατο που τεμαχίζεται απο λογική. Φιλοτιμήθηκα να προσέλθω στην περιοχή των αβασάνιστων και χαυνωτικών ομοφώνων, μα εγκατέλειψα εξουθενωμένη λέγοντας πως λυπήθηκα την ανθρωπότητα. Μάντεψα πως τώρα δα η ώρα να αποχωρήσω απο πολυμήχανους βερμπαλισμούς του εγκεφάλου, λιποψύχησα καταγής στη βάσανο των «απο πού κατάγομαι » « κι αν είσαι εσύ που ήρθες να με φέρεις στα χώματα δίχως επιλογή, τότε γιατί να μην εκδικηθώ τον δυνάστη μου;; » κι άλλα πολλά που είπα πως αρκεί η συναίνεση των Στωικών. Έπειτα ξέχασα το προειπωθέν, με την πιο ευδιάκριτη δειλία.
Περισσεύουν. Ένας καμωμένος σκοπός που αγνόησα πλάι στην ύπαρξή μου. Κατέφτασα καλπάζοντας{ μη γελάς}, περιχαρρακώθηκα απο συγγενείς εξ'αίματος, εξ' αγχιστείας μα με τα χρόνια αποξεχάστηκε ο στόχος του ερχομού. Κι ένα ''δεν χωράω πουθενά'' όσο κι αν παλεύω να αμβλύνω απο αγωνίες , αντιστρετεύεται καθε λογής αγώνα, επικαλείται πως ''πράγματι , δεν χωράς πουθενά'' όσο το βλέμμα γατζώνεται στ'άστρα. Δεν καταλαβαίνω.
Περισσεύουν. Μία απόρριψη να κοιμίζει καθε λογής ματαιοδοξία. Πρωτάκουστο ν' απορρίπτεις εμένα, ήθελα να πω στα τότε. Τώρα γέρνω σε αναμνήσεις, βροντοφωνάζω ''καλά της έκανες της φυγόδικης'' και ασελγώ σε μνήμες. Σε τούτες τις στιγμές πάλι ξεστρατίζομαι στο περιθώριο,αφού ανίκανη συστήνομαι στη ζήλεια και μένει μισή η γυναικεία φύση. Είναι όμορφη εκείνη,στις λιγοστές φωτογραφίες που ξετρύπωσα άθελά μου. Άθελά μου. Τόσο ενάντια η τύχη στα θέλω μου. Είναι όμορφη, σαν τα καράβια σου.
Περισσεύουν. Η ανάμνηση μιας Μάγισσας που σκόρπισε στους δρόμους τη φυγή της όπως της έπρεπε. Και που δεν την μοιράζομαι ανάμεσα στα περισσεύματα ετούτης της σελίδας με κανέναν. Γιατί τη θεωρώ δικιά μου.
Περισσεύει ακόμη μια ελπίδα. Να τη χαρίσω θέλω στους «φτωχούς», σάμπως έτσι δεν αρπάζουν την ευτυχία απο τα προπύλαια του Παραδείσου τα χριστιανόπουλα ; Εγώ χριστιανόπουλο δεν είμαι. Και στους φτωχούς δεν χαραμίζω την ελπίδα μου, γιατί θα τους κάμει θαρρώ φτωχότερους. Αν σας πετάξω ψωμί, θα μου αποδώσετε αθανασία; { Ναι, τόσο σκληροί οι όροι μου}
Περισσεύουν. Λάθη. Εξιλεώθηκα με την μετάνοια του επόμενου πρωινού, αλλά τί να την κάνεις την αυτοσυγνώμη, όταν οι γυρω σου δεν αποφάσισαν ακόμη να ετυμηγορήσουν. Επωμίζομαι την μοναξιά της ασυνέπειας , κωμίζω ανθρώπινη απουσία στα μονοπάτια μου. Δεν έχω να κάμω αλλιώς μα δεν απέλπισα πάλι τόσο τη ζωή ώστε να ελεημονώ συντρόφους. Άλλωστε κι εγώ προσπέρασα με ασυνέπεια ανθρώπους κι αν αδίκησα με την αποφυγή μου κάποιον μπορεί την αύριο να πληγώθηκα μετανιωμένη.
Ας είναι. Ες αύριον τα σπουδαία { ο επιπόλαιος πλεονάζει}