Πώς χόρεψε πάλι κι απόψε τούτο το ταξίδι πλάι στις φυλλωσιές της μνήμης , δεν κατάλαβα. Εκείνο το παλιό αστείο άνοιξε την αγγαλιά του σιμά μου σκορπίζοντας αστέρια στο διάβα του. Τα θυμάσαι μωρε, εκείνα τα αστέρια; Είχανε χρώματα και μυρουδιές , σαν έσκυβες να τα φιλήσεις ασημώνανε τα χνώτα μου. Ένα παλιό αστείο πού έγδερνε τη δορά της λύτρωσης σαν καμωνόταν την αλήθεια στο μυαλό μου. '' Θα φύγω'' , θυμάσαι πού λέγαμε τα δειλινά; Κι έπειτα οι κουβέντες μας ξεδιαλύνανε της ώρας το παράπονο, κι αφήνανε τη μαρμαρυγή τους πάνω στα παιδικά σεντόνια. Αργότερα, μέσα στα λαγούμια μιας λαγγεμένης αγγαλιάς λουφάζαμε τα όνειρά μας , πισωπατώντας. Τα ρίχναμε μές τα ποτάμια όλα κι αλάργευε η αγριάδα στα μάτια μας. Φόβος, καλέ μου. Ποιός ξέρει; Οι δυο μας, εσύ κάπου δίχως μιλιά, εγώ σιμά σου, πιασμένοι απο τα κρεκέλια μιάς φυγής. Ανταρσίες ονείρων κι άγουρα σταφύλια σαν γυρεύουν να γουρμάσουν. Πώς μιλάω, φίλε μου τώρα; Γυρνάω στα παραμιλητά εκείνων που δεν θώρησα ποτέ μου. Προγόνοι και πάλι προγόνοι...πού πήγαν τ' αγκομαχητά σας;; Όλα μές τα φυλλοκάρδια μου τα ρίξατε.
Εκείνο τ'αστείο πού δεν αγροίκησα πώς ξεπήδησε σαν το ζαρκάδι απόψε. Έφτασα μια μέρα ως τα σκαλοπάτια, το θυμάσαι; Με πρόφτασαν. Ντράπηκα. Δεν κατάφερα ποτέ μου τίποτα. Ούτε και στα τότε ούτε και στα τώρα, μά κείνη τη λέξη πού ξεστομίζαμε δίψασα να την ακούσω. Για πού, θυμάσαι; Κύλαγαν τα όνειρα σαν το μελάνι κι έπαιρναν να μουτζουρώνουν τον κόσμο. Ώσπου , κάτι παράξενο γινόταν στο τέλος , κίναγε ένα χάδι να σφουγγίζει τις ''βρωμιές'' μας κι αποξεχνιόμασταν σαν τα τζιτζίκια πάνω στα φυλλα ενός καλοκαιριού. Πέρασαν χρόνοι πολλοί. Ακόμη τη θυμάμαι ετούτη τη σελίδα, τη γυρνάω σαν ο πόνος ροκανάει τα κερaμμίδια μου τις νύχτες, έτσι μωρέ για να λέω πώς υπάρχω. Μα θεριεύει τότε μια λαχτάρα σαν βήχας, σαν καπνός μέσα στα στήθια μου. Πνίγομαι μωρέ πλαντάζει η ψυχή μου σαν θέλω να φωνάξω. Πού να ουρλιάξω, ποιόν να πάρω στο κατόπι να ξεριζώσω την καρδιά του να σωθεί η δική μου; Μονάχα ετούτες τις λέξεις έριξα σαν κέρμα στο πλάι μου απόψε κι απόμεινα να το κοιτάζω να δώ τί θα μού φέρει. Κορώνα ή γράμματα.. Κορώνα ή γράμματα...κορώνα ή γράμματα, φίλε μου. Σα να μού φάνηκε πώς άκουσα τη σιωπή να μουρμουρίζει'' μού χρωστάς ένα ταξίδι Ζωή, ψηλό σαν τα βουνά της Κρήτης, αντρίκιο ωσάν τα παλικάρια της''. Ντράπηκα. Δεν είπα τίποτα.
Τα όνειρά μου θεριεύουν φίλε τις νύχτες. Στήνουν χόρο πάνωθε μου και αλαργινές μορφές γνώριμες στέκουν στα στασίδια μιάς οργής πού φτάνει να συντρίψει τη μέρα, τον κόσμο. Κι εκείνο το παιχνίδι κυλάει σα νόμισμα απο τα χέρια μου, πλάι στις λέξεις πού ροδαμίζανε σαν φύλλα. Κορώνα ή γράμματα, μωρέ, κορώνα ή γράμματα....;
ΚΟΡΩΝΑ Ή ΓΡΑΜΜΑΤΑ ;
Wednesday, March 19, 2008
Αναρτήθηκε από ****** ***** ****** στις 9:43 PM
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
0 σχόλια:
Post a Comment