Saturday, November 17, 2007

read more “ ”

''Ο ΜΑΤΩΜΕΝΟΣ ΓΑΜΟΣ''

Thursday, November 15, 2007

Απόψε στο περβόλι μου το μαγικό
θα σε τραβήξω αγαπημένη,
κάτω απ’ τη γέρική μου Ιτιά,
κι εκεί σιγά σιγά,
στην αγκαλιά μου ακουμπισμένη,
όσο η Σελήνη θ’ ανεβαίνει,
χλωμότερη κι από γυναίκα πεθαμένη,
σιγά σιγά, ψιθυριστά,
θα σου ιστορήσω ένα ένα
τα θλιβερά μου μυστικά…

Μυρτιώτισσα




Κάποτε μού ζήτησαν ένα μονόλογο να τον εκάμω δικό μου, να τού φορέσω στολίδια, ΄κι έπειτα να τον κοιμίσω επάνω στα μωσαικά μιάς παγωμένης αίθουσας. Κρούσταλλα τα χέρια και τα πόδια μου , μά έτσι έπρεπε να'ναι, τί ήμουν ένα φεγγάρι, γυμνό μές τα σκοτάδια μιάς πόλης. Έχεις ακούσει ποτέ το φεγγάρι να θρηνεί; Έλεγε θαρρώ:<< Είμαι ένας κύκνος στρογγυλός μές το ποτάμι/ είμαι ένα μάτι στα ψηλά καμπαναριά/ και μες τις φυλλωσιές / φαντάζω ψεύτικο φώς της χαραυγής.>> Δεν μπορώ ακόμη να θυμηθώ γιατί το πήρα μαζί μου ετούτο το φεγγάρι και πώς ξεδιπλώθηκαν απόψε τα τυλιγάδια της μνήμης, μά λέω πώς θυμάμαι τη μοναξιά του. Είχε μιά στάλα δάκρυ στα μαγουλά του σαν αποξεχασμένος δροσουλίτης κι ένα μίσος κρυμμένο σα δρεπάνι στο θηκάρι του... είχε κάτι απο το σήμερα ίσως και απο την αύριο πού επιμένω να μήν ξέρω.
Δεν ξέρω γιατί απόψε διπλώθηκε στα πόδια μου ετούτο το φεγγάρι, μονάχα πού να, σκεφτόμουν χθές πώς είν παράξενος ο πολεμος μές τις ψυχές των ανθρώπων σάν έρθει η ώρα του θερισμού. Ώρα του θερισμού θα πεί στιγμή δικαιοσύνης, σαν εκείνη πού σκορπίζουν οι Θεοί πανω στ'αρχοντικά των ανθρώπων κάτι ώρες σιωπηλές, ξεχασμένες , βουβές σαν χιονισμένα απόβραδα του Δεκέμβρη.
Καράβια οι άνθρωποι, κι όλο για καινούρια ταξίδια κινούν, χώρες μακρυνές , φτιάνουν χάρτες με το φτωχικό τους μυαλό, κι έπειτα παίρνουν ν'αλαργεύουν κατά το Νότο, σαν τα πουλιά . Σαν τα καράβια.
- Πού πάτε μωρέ, όλοι σας, φωνάζει ένας γερασμένος πεύκος. Δέστε τα ποδάρια σας στη γή , τί μού υψώσατε κατάρτια, πανιά γιά πούθε σηκώσατε, με τέτοια φουσκοθαλασσιά;
*************************************************
Θα χαλάσει ο καιρός, το άκουσα σήμερα.
Καράβια οι άνθρωποι, αναπαμό δεν κατέχει η ψυχή τους. Ποιές είνα εκείνες οι κυράδες πού τούς κουνάνε λευκά μαντήλια απ'τις στεριές; Εκείνες πού ξεπλένουν το τραγούδι του νόστου με δάκρυα πλάι στα τρεχαντήρια...
Μού πήραν τα ταξίδια μου. Μ' ακούς;
read more “''Ο ΜΑΤΩΜΕΝΟΣ ΓΑΜΟΣ''”

ΕΠΙΤΥΜΒΙΟ

Ανάμεσα σε δυό πικρές στιγμές δεν έχεις καιρό μήτε
ν' ανασάνεις
ανάμεσα στο πρόσωπό σου και στο πρόσωπό σου
μιά τρυφερή μορφή παιδιού γράφει και σβήνει.

Γ. Σεφέρης



read more “ΕΠΙΤΥΜΒΙΟ”

ΚΟΚΚΙΝΟ

Tuesday, November 13, 2007


Κάπως έτσι ζωγράφισες πάνω σε τούτες τις ώρες τα χείλη σου. Σά νά κλεισες μές τις παλάμες σου ολάκερο το πορφυρό του κόσμου, κι έπειτα πήρες ν' αγγίζεις εκείνο το αξεδιάλυτο ''γιατί'', τίς σκόρπιες ώρες της πρωινής σαγήνης, το στήθος μου, τα χέρια κι όλες μά όλες τίς αλαργινές μου ώρες. Όμορφα θαρρώ να σε χαιδεύουν δυό κόκκινα χέρια κι άς μίλησαν οι ποιητές σ 'άλλους καιρούς για τα λευκά '' τα περιστέρια'' . Πόση αθωότητα να χωρέσει στις μέρες μου; Καί πόση αμαρτία θέ να χωρέσει απο τα πορτόφυλλά σου;
................................................................................
Ξέκλεψα κι ένα βερνίκι απο κάποιο μαγαζί- κόκκινο σαν τη ψυχή σου. Το φοράω( σ'αρέσει;)
Κι εκείνο το φόρεμα πού στάθηκε να ρεμβάζει πίσω απο το τζάμι κάποιας βιτρίνας- κόκκινο όπως τα μάτια σου βουτηγμένα στον έρωτα. Θα το πάρω μαζί μου( μήπως ανταμώσουν τα φεγγάρια μας κάποιο νυχτέρι).
Κάπως έτσι λοιπόν, σήμερα. Ναί, τύλιξες τίς στιγμές μου.
Να δείς τί ξέσπασε στο μυαλό μου σαν καλοκαιρινή καταιγίδα τώρα... Πάλι μνημούρι στον Αγγελόπουλο θα στήσω. Ένας άνθρωπος στη μέση του πουθενά αναμεσα στα βουνά, πλαντεμμένα τα φυλλοκάρδια του απο το στασίδι της μοναξιάς, ουρλιάζει κι αγροικά την αντιλαλιά του. Μασουλάει ένα μπισκότο και καθώς κοιτάει τα χαρακωμένα βουνά πετάει ένα κομμάτι στο κενό :'' Έεει, μοναξιά, πάρε κι εσύ ένα μπισκότο'', τής φωνάζει.
read more “ΚΟΚΚΙΝΟ”

ΧΩΡΙΣ ΤΙΤΛΟ

Sunday, November 11, 2007


Χθές βράδυ σαλπάρισαν στα ονειρατά μου τρεχαντήρια κι ένας γαλάζιος ήλιος γιομάτο ξόμπλια στα μαλλιά του σκόρπισε τις φτερούγες στις αδειανές μου τσέπες. Είχε δυό μάτια βαμμένα με κείνο το μενεξελί πινέλο, καί κάθε τόσο βουτούσε δυό χαρακωμένες απαλάμες στη θάλασσα με τ'ακρονήσια της, σαν έπαιρνε να βραδυάζει. Δεν ήσουν εκεί, θυμάμαι. Μονάχα η ματιά σου ξαστέρωνε το πέλαγος, μά κείνες τις χαρακωμένες φούχτες πού ποτέ δεν θα ξεχάσω, θαρρώ πώς στεκόντουσαν σα σκιαγμένα θαλασσοπούλια πανωθέ μας. Πώς μού'ρθε τότε, κι αρχίνησα να ψαχουλεύω μέσα στις τσέπες μου ένα χαρτάκι, το σήκωσα στις φούχτες μου μά δεν πρόφτασε η μιλιά μου να ορμηνεψει το θωρί του. Σηκώθηκε , λέει, ένας πλατύφυλλος άνεμος όλο αρμύρα στα μεδούλια, κι έλυσε μονομιάς τα χέρια μου. Κι έπήρα να τρέχω ξοπίσω απο τίς χάρτινες λέξεις πάνω στην άμμο του μεσημεριου΄. Μά η άμμος γίνηκε χοχλάδι τραχύ και τα ποδάρια μου βαρύναν σα μολυβένιοι στυλοι, ανάσα δεν ξέμεινε στα στήθια μου, μα κάτω δεν τό'βαζα. Είδα τότε τις χάρτινες λέξες να παίρνουν τη μορφή σου, σάρκα να γίνεται η αλφάβητος, κι όσο πλάταινε ο ορίζοντας τόσο σε χάνανε τα μάτια μου. Σε θυμάμαι να τυλίγεις τη πνοή σου μ' ένα κυανό πέπλο γιομάτο κοχύλια, σάμπως νά'θελες, λέει, να ζουρλάνεις τη σκέψη μου πού σε πήρε το κατόπι κι εβάλθηκα να μη ξεκρίνω πιά τα μάτια σου απο τις γλαυκές σελίδες τού ονείρου. Δεν θυμάμαι τίποτα για τα τρεχαντήρια ούτε για τούς ανέμους πού κάρπιζαν τον κάματο σε κείνα τ' ακρογυάλια. Μονάχα τη μυρωδιά σου δεν μίσεψα απο πάνω μου, έτσι λέω, σάμπώς να θέλω να σε κρύψω βαθιά σε τούτα τ'ανείπωτα του κόσμου αγέρας ανθρώπινος να μη μολέψει άλλο το κορμί σου.
read more “ΧΩΡΙΣ ΤΙΤΛΟ”
 
Google Analytics Alternative