ΕΝΑ ΔΕΝΤΡΟ ΚΙ ΕΚΕΙΝΟΣ .... Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ

Saturday, July 28, 2007

Βαστώ στις χούφτες μου μια ζωγραφιά δική σου, καμωμένη απο καιρούς αγύρτες
και βοριάδες αγαρηνούς , γιομάτη στάχτες και νεκρά σκοτάδια. Την ηύρα πλάι
στα κύμματα μιας ξεχασμένης μέρας κι άκου πώς τα λόγια της σκορπίσαν τη σιωπή
μου : '' Είμαι ένας γκρεμισμένος τόπος, πλάι στις πέτρες των προγόνων σου
πλαγιάζω την κραυγή μου. Δεν είμαι αυτό πού όρισε το χέρι του Θεού να δώσω. Δεν
έχω άλλες προσευχές να κλείσω μές τις λόχμες μου και τούτο γιατί κείνες δεν
υπάρχουν πια. Κρατώ στις σκοτωμένες απαλάμες μου τους επιτάφιους θρήνους των
καιρών πού πέρασαν, καιρών αλλιώτικων πού όριζε στα σπλάχνα μου η φύση. Στις
φυλλωμένες αγγαλιές μου πού αλλοτε κούρνιαζε το αληχητό των γρύλλων σωριάζονται
ματωμένα αποτράγουδα πάνω στο αποκάρωμα της μέρας. Δεν έχω πια άλλο χώμα μές στα σωθικά του να φυλακίσω τις ρίζες μου, παρά φωτιά, φωτιά κι ένα σμάρο πουλιά πλάι
στ'αποκαίδια ν αγροικάνε το λυγμό των δέντρων. Είμαι νεκρός μες το σκοτάδι,
είμαι ένα αστέρι μοναχό να σεργιανάει το θρήνο. Απλώνω τις ρίζες μου μα
κείνες πάνω στη πέτρα γκρεμίζουν τα φτερά τους, πάνω στων ανθρώπων τις βουλές,
στα δρέπανα πού βάσταγαν τα φονικά τους χέρια. Σύ , ξερίζωσες τη ψυχή, σύ
θέρισες τους κάμπους δίχως το πρόσταγμα της φύσης . Μα θά'ρθουνε καιροί ,
πρωτόπλαστε του κόσμου, πού θα νογάς το τρίξιμο των ξύλων σαν το
κορμί σου δοξάρι νά'ναι έτοιμο να σπάζει σε κομμάτια, το
συριγμό των φύλλων σαν να'ναι η ψυχή σου πού παλεύει με τον ανέμο, και τότε δεν
θα μένει πλεόν φως μές τις ικμάδες της σιωπής. Κρατάς ακόμη μαχαίρι στις παλάμες
σου, το βλέπω. Πήρες απόβραδο να ζωγραφίζεις με κείνο τις οπές μου και με τις
στάχτες μου ραντίζεις τους Θεούς σου, μά τούτες τις πένθιμες βοές μες σε σπηλιές
δεν θα τις κλείσεις , γενήκανε άνθρωπε θελιά πού απάνω σου κρεμιέται.''
read more “ΕΝΑ ΔΕΝΤΡΟ ΚΙ ΕΚΕΙΝΟΣ .... Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ”

ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΑΝΤΙΟ

Sunday, July 22, 2007

Τρέμοντας μη ζήσει μόνος του ως τα 80, μελαγχολούσε στο παράθυρο σαν να'χε μείνει πάνω σ'ένα τρένο, μία στάση πέρα απο τον προορισμό του. Η νύχτα είναι δικιά μου και δικιά σου μακρυνή αγάπη, ολέθρια, πού τώρα δε ζω παρά για να σ'αναστήσω. Mα να πού τα λόγια δεν φτάνουν πια, τα λόγια είναι φενάκη και η αλήθεια εσύ... εσύ, μένεις να με οδηγείς με τη σκοτεινή φωτοβολίδα σου στο χαός αυτό, το χάος μου, πού φρόντισες να το γεμίσεις με τη φωνή σου. Τί ήρθα; Πού πάω; Τί ζητώ; Γιατί χωρίς εσένα λιγόστεψε το φώς μου; Μακρυνή, μακρυνή πού μού φαίνεσαι αγάπη μου, μακρυνή, μακρυνή πού είσαι τώρα. Μ' άφησες τα σημάδια σου ανεξίτηλα, τόσα ρούχα, τόσες γραφές στον αέρα, τόσα αποτυπώματα στη σκιά, πώς να πώ ότι όλα αυτά ηταν ενέργεια και σύ ξαναγύρισες στη πηγή σου. Θέλω να'ρθω να σε βρώ. Είσαι γλυκιά και σ'αγαπάω, μονάχα όταν έρχεσαι να σε δώ να φοράς τα ρούχα πού μ'αυτά σε γνώρισα. Έτσι σ'αγάπησα, έτσι σε πίστεψα. Σ'αισθάνθηκα λίγο μακρυνή όταν γύρισες απο την Αμερική, μετά απόκτησες μία κρούστα ασάφειας, απ' το να τα πνίγεις όλα μέσα σου κόντευες να πνιγείς η ίδια. Σ'αυτό το πολύ βιαστικό πέρασμά μας απο τη γή καθένας μας αφήνει μιαν ανάσα, μιά πνοή κι όλα μετά τα σβήνει. Μή ζητάς να μάθεις πιο βαθιά τα μυστικά, δεν υπάρχουνε, μα κι αν υπήρχαν δεν τα ξέρουμε κι αυτά... δεν τα ξέρουμε. Δεν έχω άλλα δάκρυα, μισώ το γράψιμο πού'ναι εκτόνωση, πού μού δίνει την αίσθηση ότι κάνω το χρέος μου απέναντί σου. Το μόνο χρέος μου γλυκιά μου αγάπη, για πάντα χαμένη, είναι να κλαίω για σένα, να κλαίω, να κλαίω. Κι όταν δεν το μπορώ, αρρωσταίνω...

( απόσπασμα απο το '' Τελευταίο Αντίο'' του Βασίλη Βασιλικού)

υ.γ. Έπειτα από τόσα αστέρια μπλεγμένα στα μαλλιά μου, ύστερα απο τόσους χειμώνες ξεχασμένους στο προσκεφάλι μου, ξέρω πώς τίποτα πια δεν καρτερώ απο ένα καλοκαίρι. Είναι τούτες οι στιγμές σκληρές σαν την αφή της μέρας , σαν τη δορά του αχινού σε δάχτυλα αμόλευτων καιρών , αδούλευτων πάνω στ'όργωμα του ήλιου.

Πάλι θα πεις πώς ξαποσταίνω στις γραμμές φυγοριγώντας , και θα'χεις δίκιο. Να'ναι πού πια δεν βρίσκω άλλη λησμονιά σε τούτες δα τις ώρες, μονάχα το κέντημα στις λέξεις πού τάχα προτιμώ απο τόσες αλήθειες, ή πάλι οι λέξες οι νεκρές να ράγισαν τόσο τη σιωπή μου. Ποιός ξέρει;

Μα τούτα τα λόγια κείνες τις μέρες του '95 δεν σκέφτηκα πώς μια ολάκερη ζωή θ' αφήναν το αχνάρι τους στα χείλη μου. Τόσο μακρυά απο τις μνήμες μου το α- σήμαντο, τόσο κοντά στην ανάσα τους η ψυχή μου.

Κι εσύ ν 'αποκοιμιέσαι πλάι μου ακόμη...

Μαρία Νεφέλη

read more “ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΑΝΤΙΟ”
 
Google Analytics Alternative