'' Kάποιος άγνωστος Γαβριήλ μού κάνει
νοήματα
- Σύμφωνοι,
θα πεθάνουμε όλοι μας. αλλά πρός τί;
''
Ημερολόγιο ενός Αθέατου
Απριλίου
Σιωπή.
Δεν
είναι πού ο θάνατος χαράζει περάσματα πάνω στ'ανθρώπινα
σώματα μα εκείνη
η
κούραση Θεέ μου, πού κουβαλάει στα χέρια του. Σαν
αγκομαχητό ζώου πού θερίζει
αχόρταγα τις σιωπές πλάι σε κίτρινα φύλλα ριγμένα
καταγής πέρα στα
βάθη κάποιας
λόχμης. Βουβός,
στεργιανός
κι έπειτα είναι πού
θεριεύει κάτι κραυγές άναρθρες, λησμονημένες σαν καμπάνες
πένθιμες
στις όχθες
μιάς επιτάφιας μέρας. Πές μου πώς ξεκρίνεις τις κραυγές στα στόματα των ανθρώπων; Καμωμένες απο αλφάβητο δεν είναι μα μοιάζουν να 'ναι βγαλμένες απ'τα πηγάδια του χρόνου. Απ'τα πηγάδια του θανάτου. Δεν έχει λέξεις ο θάνατος,
μηδέ χέρια,
μηδέ μάτια
να θωρήσεις τη ψυχή του. Σαβανωμένα τα λογάρια
πού κομίζει στα σπίτια
των
ανθρώπων, μονάχα εγώ κι εσύ τα βλέπαμε. Και
μια κούραση Θεέ μου, σα να
γεμίσανε ρυτίδες τ'αστέρια πλάι μας, σα να
σωθήκανε τα νιάτα απ'τις ψυχές
μας.
Θυμάμαι πώς μύριζες λιβάνι κι εκείνη
η θλίψη γύρω απ'τα
μάτια σου κεντούσε τα προικιά της ολάκερη νύχτα.
Θέλω να πάρω τη θλίψη απο τα μάτια σου.
Στα σωθικά σου να
φυτέψω δεντρολίβανο,
βασιλικό κι ένα βοτάνι της ζωής
απ'τον κήπο των
ελπίδων. Υπάρχει , λέει ελπίδα,
ένας σκυμμένος άνθρωπος
με καπέλο γιομάτο
βροχή πού'ρθε στον ύπνο μου και δυο
φεγγάρια ψέλισε
στα όνειρά μου. Τό'να
φέγγει για σένα και το άλλο είπα πώς θα
κρεμάσω
στο προσκεφάλι του. Δεν
είναι ο πόνος αγάπη μου, είναι η κούραση πού
σπέρνει ο θάνατος τις νύχτες
πού θά'ρθουν. Κι εκείνοι χάραξαν οκτάβες
πάνω στα
μοιρολόγια τους, κραυγές
και χτύπους στο τελείωμας της μέρας,
κατεβάσανε απ'τους
ουρανούς θεριά μέσα απ'τα
δίχτυα τους , δαιμονικά, θαρείς
για να ξορκίσουν καημό και
δάκρυ. Μα τί να
τα κάμεις όλα ετούτα, πώς να
χωρέσουν στη ποδιά μας
τόσες μα τόσες
ελπίδες, τόσα μα τόσα παραμύθια.
Μεγάλωσε το φυλλοκάρδι μας,
μεστώσαν οι
ζωές μας. Πώς να φυτέψεις
λουλούδια πάνω στη πέτρα ;
Καμωμένος ο θάνατος απο
πέτρα. Πώς ήρθε κι
εγύρεψε να ξαποστάσει στα πόδια
σου, δεν κατάλαβα. '' Να
φύγεις μακρυά,
όσο μπορείς πιο μακρυά απο τούτον τον
τόπο''. Πού να πάω; Δε
νογάω τα
νοήματα πια, μηδέ τον διακαμό των άστρων , μηδέ
και τα ονείρατα σαν
μού
γυρεύουν ορμήνεια, μηδέ και τον θάνατο. Πώς να τον
μερέψω μέσα στα χέρια
σου και να τον κάμω ένα τόσο δα μαντηλάκι,να τον εκάμω
κομμάτια, να μη
ριγήσει το κορμί σου πλάι του ξανά. Μια κούραση, σαν νιώθω τη
φώνη σου:
''Έχω ένα πόνο εδώ στα σωθικά μου, πού θε να τον εκάμω να βγεί, μα δε
μπορώ.
Σωθήκανε τα ουρλιαχτά κι εκείνος απόμεινε στα στήθη μου''.
Να
τανε
λέει ο
χρόνος Μαγιάτικος ήλιος, να τον έσβηνα, κι ένα παιδί πού θα
το
σκότωνα
μέσα στις χούφτες μου ποτέ πια να μην κυλήσει το δάκρυ του
στο
ύστερα. Εκείνους τους δείκτες να πρόφταινα να σπάσω τα γρανάζια τους
πάνω στο τώρα. Είναι πού δεν το θέλω το μετά, δεν το θέλω μα με προφταίνει κι
ανάσες δεν έχω να τα προκάμω όλα πάνω σε τούτη τη μέρα. Ανάσες δεν έχω να
νικήσω
το
θάνατο. Για σένα, μονάχα για
σένα.Κρεμάστηκε ένας λυγμός μετά απο κείνη την μέρα μέσα στις νύχτες μου και γεμίσανε τα χέρια μου κάποιες απο τις ρυτίδες πού έχτισε ο θάνατος πάνω στο πρόσωπό σου. Ανάβω ένα κερί πλάι στο μέτωπο σάμπως να θέλω τα σκοτάδια να ξεγελάσω. Πάλι με ανεμόμυλους παλεύω, το ξέρω.
-0-
Saturday, March 1, 2008
Αναρτήθηκε από ****** ***** ****** στις 12:09 AM
Subscribe to:
Posts (Atom)