ΘΕΛΩ ΤΗ ΜΕΡΑ ΠΟΥ ΘΑ ΦΥΓΕΙΣ ΑΠ' ΤΟ ΠΡΩΙ ΝΑ ΜΟΥ ΓΕΛΑΣ

Saturday, July 14, 2007


Στεκόμουν σήμερα μπροστά σ'έναν καθρέφτη παλεύοντας να σχηματίσω με εκφράσεις τη φυγή των ανθρώπων. Έπαιζα με τα δάχτυλα πάνω στα χείλη μου, έκοβα σε κομμάτια ένα χαμόγελο, τράνταζα το κορμί μου πάνω στις σκέψεις , ύψωσα τα δυό μου χέρια ψηλά στον ουρανό καταπώς οι θείες τραγωδίες σπείραν τη μνήμη μου. Προσποιόμουν πώς φεύγω. Κι ήλθε να μού θυμίσει ένα παλιό στιχούργημα πώς θα'ναι ''παράξενο κοχύλι'' η φυγή μας και πώς ακόμη δεν μάθαμε να δραπετεύουμε με περήφανα τα στήθη μας. Δίχως το παιχνίδι της παντομίμας , δίχως κραυγές και περιττά πλουμίδια η φυγή των ανθρώπων στέκει μισή και πάντερμη.
Κι έπειτα είπα πώς έχει κι αυτή μιά δωρικότητα, χαμένη στη γενιά μας. Κάποτε οι κινήσεις απομένουν σιωπή, κάποτε η σιωπή γίνεται ηφαίστειο, κάποτε η σιωπή γίνεται λέξη. Άραγε να μάθει ποτέ αυτός ο κόσμος που ολοένα καυχιέται πώς το φεγγάρι επόρθησε, πώς τα πουλιά σαν έρθει η μέρα ν'αλαργέψουν προς το Νότο χάνονται δίχως κραυγές στον απαλό ορίζοντα[;] Κι είναι γραφτό πώς κι οι Θεοί ακόμα πίσω δεν θα τα φέρουν...
Έδεσα τα μαλλιά μου , χάραξα ανάγλυφες κραυγές στα χείλη , κράτησα την ανάσα μου σάμπως να πάσχιζα πάλι το οδυνηρό. Μα είναι πού κι εκείνο κοιμάται μέσα μας καμμιά φορά και δεν χωράει στις κινήσεις των άπληστων ανθρώπων. Κι αν σιγοκαίει τη ψυχή μας σαν κλαράκι ξερό αρνείται πεισματικά να θεριέψει τη φλόγα. Έτσι ακούω στα τραγούδια του κόσμου τη φυγή. Κουρελιασμένη και αμαρτωλή γυναίκα γυρνάει στα τραπέζια των πολλών και ζητιανεύει περηφάνεια. Πώς χαθήκαν οι σιωπηλοί λυγμοί στα χρόνια μας;
Ηύρα ένα χαμένο φόρεμα και μιά παλιά ''φωτογραφία'' να μού θυμίζει πώς οι μέρες περνούν σαν χάρτινα καραβάκια πάνω στα κύμματα . Και βουλιάζουν στους βυθούς πλάι στα κοχύλια δίπλα σε σαπισμένα σκαριά κι ανείπωτα καράβια πλάι στων ποιητών τα όνειρα. Πού νά'ναι άραγε το είδωλό σου; Σε ποιά Σπάρτη διαφεντεύεις τα βουνά σε ποιά Αίγυπτο κεντάς τα γαλανά υφάδια σου; Όχι, πώς θέλω να σε δώ και τούτη τη μέρα. Μίσεψες κάθε ελπίδα, έσβησα κάθε απαντοχή, κοντά σε σενά η φυγή δεν είναι πια ζητιάνα. Μοναχά ένα βλέμμα θηλυκό απόμεινε να με χαράσσει, κυανό, σαν αστεράκι να τρεμοπαίζει μες τις νύχτες μου σαν ανεμώνα να σκορπά τα πέταλά της πάνω στις χούφτες των ανέμων.
Κι η φωνή σου... ερτζιανά κύμματα μέσα απ'το παλιό ραδιόφωνο πλάι στον τοίχο πού μένει κενός εδώ και χρόνια.
read more “ΘΕΛΩ ΤΗ ΜΕΡΑ ΠΟΥ ΘΑ ΦΥΓΕΙΣ ΑΠ' ΤΟ ΠΡΩΙ ΝΑ ΜΟΥ ΓΕΛΑΣ”
 
Google Analytics Alternative