ΕΝΑΣ ΠΑΛΙΑΤΣΟΣ ΕΙΜ' ΕΓΩ, ΚΑΛΗ ΣΑΣ ΜΕΡΑ.

Saturday, June 23, 2007

Προσπάθησα σήμερα να σκεφτώ τί απλώνεται δικό μου πάνω σε τούτα τα χώματα. Ποιός ξέρει πάλι τί ονειρεύτηκα το χθεσινό βράδυ; Η αλήθεια είναι πώς τίποτε δεν φανέρωσαν οι Θεοί στη σκέψη μου. Λένε, πώς σαν διαβείς τα σταυροδρόμια της αναζήτησης οι Θεοί φανερώνουν μιαν αλήθεια. Φτάνει μόνο τα δίχτυα σου να μην είναι ξεσκισμένα απο τις ανθρώπινες βουλές. Δεν θυμάμαι απο πού το ξετρύπωσα τούτο το ' ''κουρελάκι'', ίσως και να το γέννησαν εκείνες οι αταβιστικές κυράδες πού χρόνια τώρα αγκουσαίνωντας παραπατούν πάνω στα όνειρά μου.

Καμμιάν αλήθεια για μένα. Μονάχα ένα τετράδιο χαραγμένο εφηβικά δάκρυα, ένα ξύλινο μπαουλάκι γεμισμένο στολίδια κι ένας γεράκος γύψινος σταυροπόδι πάνω στο παγκάκι του. Κείνο το τελευταίο είναι βουτηγμένο στις παιδικές μου χούφτες. Ένας ξερακιανός, αποριγμένος γέρος να τηγανίζει ψάρια κι ένας σκύλος σωριασμένος στα ξυλιασμένα ποδάρια του να τού γυρεύει συντροφιά, όλα τυλιγμένα στο γύψο των ανθρώπων. Θυμάμαι τώρα πώς μού θύμιζε το Βιτάλη, ξεφυλλίζοντας στη μνήμη μου το ''χωρίς οικογένεια'' του Έκτορ Μάλο. Κι έπειτα πόσες νύχτες ν'αποξεχνιέμαι στα μάτια του δίπλα στο τζάκι μιας γιαγιάς πού αδυνατίζει η μνήμη μου σαν με βαραίνουν τα χρόνια.

Φόβαμαι πώς ξεχνώ τις μυρωδιές, κείνα τα φοβισμένα όνειρα, τις αγγαλιές πού βάθαιναν μέσα στα χέρια, τα ξύλινα παραθυρόφυλλα, το ''νυχάκι'' μέσα στις ντουλάπες τις παλιές.
Μα πάλι τρέμουν δυο φυλλαράκια μέσα μου, σαν όλα τούτα πού καμώθηκαν δικά μου με τις μέρες, άδειασαν μέσα στις τρύπιες μου παλάμες.'' Ένας παλιάτσος είμαι εγώ, καλή σας μέρα'' , σφυρίζει μια παιδική νότα. Αυτό μού δόθηκε, αυτό χαράμησα, ετούτο μεθοκόπησα πάνω στ'αγκάθια της ζωής. Μονάχα πού ματώσανε τα πόδια μου σε τούτα τα πατητήρια. Κι έχω να βαστώ στα χέρια μου τρία σκουριασμένα απομεινάρια θύμησες, γύψινα χάρτινα, ξύλινα - ολότελα δικά μου.

Όχι πώς ξάφνου θέλησα ν' απλώσω ρίζες στα κυανά χώματα του κόσμου. - Ναι, είναι οι χωματένιοι κήποι πού στολίζουν τις μέρες μου χρόνια τώρα κυανοί, σαν θάλασσες βουλιάζουν τη ζωή μου- . Όχι πώς ξάφνου αποζητάω ξεχασμένα λογάρια να καρπίσουν το θυμικό μου. Σώνουν τα λιγοστά πού κέντησαν τη ματιά μου.
Μα, να πού τώρα δα, σαν κάτι να λείπει απο σιμά μου. Γυρεύω στα όνειρατά μου ν'αγκιστρώσω τη ζωή , μ'αυτη τη θαλασσογραφία πετάγομαι τα βράδια σαν να καρφώσαν το καμβά της πάνω μου. Θυμωμένη θάλασσα, άγρια γυναίκα γιομάτη μαδέρια να ξεβράζει στη ψυχή μου.
''Γυρεύω ν'αγγιστρώσω τη ζωή''. Μ'απόκριση καμμιά δεν απόσωσαν τα κύμματά της, λές και κατέχω εγώ τις απαντήσεις.
Πόσοι παλιάτσοι σε τούτον τον τόπο γυρεύουν αγγίστρια, πόσα τα τρύπια δίχτυα, πόσες οι θαλασσογραφίες [;]
Ακούτε Θεοί ;;;;;;;

'' Ξέρω να κλαίω, να γελάω, να πονώ
ξέρω να λέω την αλήθεια πέρα ως πέρα
γι'αυτό μπορώ να σας το πώ.
...Ένας παλιάτσος είμαι εγώ, καλή σας μέρα.''
read more “ΕΝΑΣ ΠΑΛΙΑΤΣΟΣ ΕΙΜ' ΕΓΩ, ΚΑΛΗ ΣΑΣ ΜΕΡΑ.”

ΠΑΛΙΑΠΟΤΗΝΑΡΧΗ-ΠΑΙΧΝΙΔΙΑΠΑΝΩΣΤΗΝΑΜMO

Monday, June 18, 2007


Λέω να καθήσω κι απόψε στο σκαμνί της λοιδωρίας. Εσύ τί λες;

Άλλωστε δεν δοκιμάζω για πρώτη φορά τα σανίδια της.

Μόνο, αγάπη μου, κοίτα μην αστοχήσεις κι άλλο τους χειμώνες . Περιμένω, τί κάθεσαι;

Μ' ένα πουλί καρφωμένο στο στήθος να θυμίζει δολώματα περασμένων [.........]

Ναι, ναι τώρα δεν φοβάμαι τους ανθρώπους, τώρα ξαστέλνω τα θεριά μου να παλέψουν μαζί τους. Η ΔΟ Ν Η-
Μ Ι Σ Ο Σ- ΕΡΩΤΑΣ - ....ΕΛΕΥ- [ΘΕΡΙΑ] ''Είναι κι αυτός ένας ειρμός της σκέψης''.

Σαν τα μερέψεις η ζωή σε κερνάει ένα χαμένο ηλιοβασίλεμα. Τόσο το μερτικό της.


********************************************************************************


Τακτακτακτακτακτακτακ. Με πονά η σκέψη σου τόσο πού δεν καταλαβαίνεις πώς νογούν τα σπουργίτια κάτω απο την αγχόνη των καιρών. Πάψε να τραγουδάς τον ίδιο σκοπό.

θέλων'αρχίσωαπ'τηναρχήθέλω
ν'αρχισωαπ'τηναρχή θέλωνα γνέψωστηναυγή.

Δενμεξέρεικανείςδενμεξέρεικανείςποτέ
δενέμαθεκανείς.Στοπ.

Πόσες φορές να στο πώ- Τίποτε δεν αλλάζει σε τούτους τους τόπους. Μονάχα τα δέντρα γέρνουν την νύχτα πάνω στις όχθες των ανθρώπων. Άκουσεάκουσεάκουσε τη Φωνή μου*********δενακούςδενακούςδενακούς τηΦωνήμου.
Μονάχα τα δέντρα γέρνουν πάνω στις όχθες.
-Γερνούν.
-Ναι, και τα δέντρα γερνούν, είπες.
*********************************************
Ήρθαν χειμώνες πού μιλήσαν για ανθρώπους. Μέσα σε κείνες τις στέπες χόρτασα το χώμα πάνω στα χείλη μου, μια γέψη απο καρπούς στιφούς, δάχτυλα πού έτρεμαν σαν τα κρατούσες, καπέλα και φορέματα αποβροχής, δάκρυα σαν τα σταφύλια πάνω στα μάγουλα κι ένα λόγο όλο ρωγμές.
Με κούρασε τούτη η θάλασσα, είπες, κι έπήρες να ζεσταίνεις τα χέρια σου πλάι στο μαγκάλι. Τρύπιες οι λέξεις πού να χωρέσουν τόση οργή.
- Παίρνω ένα λόγο λασπωμένο και φέυγω - σαν σήμερα γεννήθηκε ένα αστέρι. Ακόμη δεν είδες τίποτε μες το κενό.
- Λαβαίνω τα λόγια σου, συγχωρεσέ με.
''Καληνύχτα Κεμάλ. Αυτός ο κόσμος δεν θ'αλλάξει ποτέ. Καληνύχτα.''
read more “ΠΑΛΙΑΠΟΤΗΝΑΡΧΗ-ΠΑΙΧΝΙΔΙΑΠΑΝΩΣΤΗΝΑΜMO”
 
Google Analytics Alternative