Φοβάμαι, όσα δίκαια καλείς του λόγου σου κι αναμεσό τους στέκομαι. Άφησέ με στο περιθώριο της Δικαιοσύνης σου. Ώσπου να δυναμώσει η ψυχή μου!
Απο ποιά χαραμάδα τ'ουρανού να φυτρώνει η μορφή σου σα βλαστός ;
Καταφεύγοντας στην αλήθεια, πως ''η γραφή υπάρχει ως επανάσταση''.
Λευκή μέρα...και στο βάθος της Bach, Strauss...τελευταία σονάτα του Βeethoven, άριες πάνω σε βαλς, Appassionata. Πες μου τί άλλο να πεθυμήσω από τη ζωή; Κι ένα χαμόγελο σαν από χρόνια χαμένο, μπλεγμένο στα δάχτυλά μου. Κοιτάζω στο καθρέφτη, βλέπω ένα όμορφο κορίτσι. Ένα όμορφο κορίτσι. Κοιτάζει, όχι τη Ζωή. Γέρνει , κατά το θάνατο και βλέπει τη Ζωή. Όπως τα ζουμπούλια γέρνουν προς τον Ήλιο, όπως οι άνθρωποι στο χώμα. Θέλει να ερωτευτεί Ξανά και ξανά και ξανά...Μέχρι «το ποτέ πια, μέχρι το που πεθαίνουν».
Σευχαριστώ. Για το σήμερα. Θυμίζει παλιές κυριακάτικες προσευχές στο τραπέζι, γύρω από έναν θεό. Τα λόγια φιλάνε τα δικά σου χέρια . Κι ο θεός πλάσμα του νου, απομένει...
Η ώρα βραδιάζει. Σε κάποιο βαγόνι, απλώνω σκιρτημούς πάνω στο τζάμι.
Σεντόνι η σκέψη τυλίγεται στα πόδια μου. Σε κάποιο βαγόνι. Μιλάω στα χνοτισμένα
τζάμια, μα η φωνή μου ραγίζει το σήμερα, μικρά κομμάτια που κουράστηκα να
ξαποστάσω πλάι τους. Δεν θυμάμαι τα μάτια σου. Ούτε την ανάσα σου θυμάμαι κι
εκείνο το γέλιο που έσκιζε τον ουρανό. Δρεπάνι τα γέλια στα πρόσωπα
σαν ξάλαφρώσουν τα σπλάχνα. Κι η ζωή μου να κρέμεται απο τα παράθυρα,
σαν μικρό παιδί.
Θυμιατίζω τις σκέψεις μου με σκέψεις, αφήνω σταθμούς στη ζωή να περνάνε σαν
αγριοπερίστερα. Πάνω απο τους ίδιους σταθμούς τα βήματα κι αχνάρια που δεν
θέλησα να φυλάξω στο θηκάρι της λήθης.
Καμώνομαι, πως δεν βαστάνε τερματικοί σταθμοί στο διαβατάρι οι
άνθρωποι.
Έ, κοπελιά ως πότε θα λαχτίζεις την αύριο; Κι εκείνο το ταξίδι, πότε
θα κάμει αρχιμό δίχως ανάπλωρους ανέμους;
υ.γ Αλήθεια, η μοναξιά αποκοιμιέται στις στέπες των ονείρων μου. Δίχως
κορωμένους φόβους σιμά της.
somewhere over the rainbow way up high
there's a land that i heard of once in a lullaby
somewhere over the rainbow skies are blue
and the dreams that you dare to dream really do come true
one day i'll wish upon a star
and wake up where the clouds are far behind me
where troubles melt like lemon drops
away above the chimney tops
that's where you'll find me
somewhere over the rainbow bluebirds fly
birds fly over the rainbow
why oh why can't i ?
where troubles melt like lemon drops
away above the chimney tops
that's where you'll find me
somewhere over the rainbow bluebirds fly
birds fly over the rainbow
why then oh why can't i ?
Israel Kamakawiwo Ole
''Ένας ύπνος ολομέθυστος στην αμμουδιά, αυτό αξίζει, και τ' άλλα κουραφέξαλα.''
Arthur Rimbaud
''Η ύστατη αγνεία κι η ύστατη δειλία. Ειπώθηκε. Να μη φανερώσω τις αδυναμίες μου και τις αηδίες μου στον κόσμο. Εμπρός. Η πορεία, το φορτίο, η έρημος, οργή και πλήξη.
Σε ποιόν να πουληθώ;''
Arthur Rimbaud
Λοιπόν, για πες μου, σε χειροκρότησαν; Εκεί που πήγες λέω, σε
χειροκρότησαν; Δεν μπορει, σαν άκουσαν εκείνη τη φράση σου '' η μελανείμων κόρη
του αιώνα μας'' ..ώ, τι μεγαλειώδης λέξη, κι εκείνη η ανάσα σου, τα χέρια
σου σαν ψαύανε τις γραμμές. Μα, θα πρέπει να ήσουν υπέροχος καλέ μου. Τελικά, η
ποιηση είναι το χειροκρότημα. Είναι οι ξεχασμένες ομπρέλες πάνω στα καθίσματα
κάποιας χνοτισμένης αίθουσας, τα τυροπιτάκια παγωμένα, whisky με πάγο . Τα
χαμόγελα, μα ναι, ξέχασα τα χαμόγελα και η αδημονία που κρέμεται στα στόματα σαν
χασμουρητό. Αδημονία. Όχι, δεν είπα υπνηλία. Με συγχωρείτε. Πώς θα μπορούσα!!
Το τραπεζάκι, πάνω τα βιβλία- ανάγλυφα εξώφυλλα- ce magnific -
'' εδώ παρακαλώ'', κι εκείνη η μελωδία στο πιάνο χόρευε δίπλα στις λέξεις σου,
καλέ μου, δεν θυμάμαι πως είπε πως λεγόταν κι ένας αριθμός, ω ζαλίστηκα. Ο
πρόεδρος... , η σύζυγος..., ο Πρέσβης..., βουλευτής προς το παρόν Β
Αθη.... Αύριο όλες οι εφημερίδες. Χαμογελάστε... με κείνο το δρεπάνι που κάποτε
κρεμάσατε στα χέιλη σας. Ναι, μη μασάτε ταυτόχρονα. Δεν είναι
πρέπον.
Μη ξεχάσουμε... τις λεζάντες που θα γίνουν σκιά σου '' ποιητής-
συγγραφέας - νομίζω αν θυμάμαι καλά πως είναι το ίδιο - .....'' και τη
φωτογραφία να διαβάζεις Ελύτη - Μπρετόν- Ελυάρ ( την Κική ξέχασα..) στο γραφείο
σου απο αφρικάνικο ξύλο.
''Αγάπη... ναι στο τάφο σου θα σκαλίσω με χρυσοποίκιλτη κλωστή
τη λέξη '' ποιητής''. Μην κλάψεις σαν τα εγγόνια σου ξεχάσουν το καντηλάκι σου
σβηστό και φάνε το αφρικάνικο ξύλο. Άλλες εποχές. Κι εσύ δεν μπόραγες ούτε
στις δικές σου να στεριώσεις ρίζες. Αλήθεια, ''εκσπερμάτωσες'' ποτέ
;
Πού να σε κρύψω γιόκα μου
να μη σε φτάνουν οι κακοί
σε ποιο νησί του ωκεανού
σε πια κορφή ερημική.
Δε θα σε μάθω να μιλάς
και τ' άδικο φωνάξεις
ξέρω πως θα χεις την καρδιά
τόσο καλή τόσο γλυκή
που μες τα βρόχια της οργής
ταχειά, ταχειά θε να σπαράξεις.
Συ θα'χεις μάτια γαλανά
θα 'χεις κορμάκι τρυφερό
θα σε φυλάω από ματιά κακή
και από κακό καιρό
Από το πρώτο ξάφνιασμα
της ξυπνημένης νιότης
δεν είσαι συ για μάχητες
δεν είσαι συ για το σταυρό
εσύ νοικοκερόπουλο
όχι σκλάβος, όχι σκλάβος ή προδότης
Κι αν κάποτε τα φρένα σου
το δίκιο φως της αστραπής
κι αν η αλήθεια σου ζητήσουνε
παιδάκι μου να μην τα πεις
Θεριά οι ανθρώποι δεν μπορούν
το φως να το σηκώσουν
δεν είναι η αλήθεια πιο χρυσή
απ' την αλήθεια της σιωπής
χίλιες φορές να γεννηθείς
τόσες, τόσες θα σε σταυρώσουν
Στίχοι: Κώστας Βάρναλης
Μουσική: Λουκάς Θάνου
Πρώτη εκτέλεση: Νίκος Ξυλούρης
Άλλες ερμηνείες: Γιάννης Χαρούλης
Υ.γ Στον άνθρωπο που μού το'μαθε . Σε κείνη που θρηνεί για το χαμό της ζωής της. Κι έτσι 3 μήνες θα'ναι που λέω, πως δεν υπάρχει θεός που ν'αγροικάει ανθρώπους. Πέρα απο δάκρυα, τη δύναμή μου, αγάπη μου. Κουράγιο. Έτσι όπως μάθαμε πάνω σε τουτα τα χώματα να κάνουμε.
Τίποτα δεν χάνεται έτσι εύκολα. Ίσως κι ο θάνατος αγάπη να'ναι..ίσως.
Πώς χόρεψε πάλι κι απόψε τούτο το ταξίδι πλάι στις φυλλωσιές της μνήμης , δεν κατάλαβα. Εκείνο το παλιό αστείο άνοιξε την αγγαλιά του σιμά μου σκορπίζοντας αστέρια στο διάβα του. Τα θυμάσαι μωρε, εκείνα τα αστέρια; Είχανε χρώματα και μυρουδιές , σαν έσκυβες να τα φιλήσεις ασημώνανε τα χνώτα μου. Ένα παλιό αστείο πού έγδερνε τη δορά της λύτρωσης σαν καμωνόταν την αλήθεια στο μυαλό μου. '' Θα φύγω'' , θυμάσαι πού λέγαμε τα δειλινά; Κι έπειτα οι κουβέντες μας ξεδιαλύνανε της ώρας το παράπονο, κι αφήνανε τη μαρμαρυγή τους πάνω στα παιδικά σεντόνια. Αργότερα, μέσα στα λαγούμια μιας λαγγεμένης αγγαλιάς λουφάζαμε τα όνειρά μας , πισωπατώντας. Τα ρίχναμε μές τα ποτάμια όλα κι αλάργευε η αγριάδα στα μάτια μας. Φόβος, καλέ μου. Ποιός ξέρει; Οι δυο μας, εσύ κάπου δίχως μιλιά, εγώ σιμά σου, πιασμένοι απο τα κρεκέλια μιάς φυγής. Ανταρσίες ονείρων κι άγουρα σταφύλια σαν γυρεύουν να γουρμάσουν. Πώς μιλάω, φίλε μου τώρα; Γυρνάω στα παραμιλητά εκείνων που δεν θώρησα ποτέ μου. Προγόνοι και πάλι προγόνοι...πού πήγαν τ' αγκομαχητά σας;; Όλα μές τα φυλλοκάρδια μου τα ρίξατε.
Εκείνο τ'αστείο πού δεν αγροίκησα πώς ξεπήδησε σαν το ζαρκάδι απόψε. Έφτασα μια μέρα ως τα σκαλοπάτια, το θυμάσαι; Με πρόφτασαν. Ντράπηκα. Δεν κατάφερα ποτέ μου τίποτα. Ούτε και στα τότε ούτε και στα τώρα, μά κείνη τη λέξη πού ξεστομίζαμε δίψασα να την ακούσω. Για πού, θυμάσαι; Κύλαγαν τα όνειρα σαν το μελάνι κι έπαιρναν να μουτζουρώνουν τον κόσμο. Ώσπου , κάτι παράξενο γινόταν στο τέλος , κίναγε ένα χάδι να σφουγγίζει τις ''βρωμιές'' μας κι αποξεχνιόμασταν σαν τα τζιτζίκια πάνω στα φυλλα ενός καλοκαιριού. Πέρασαν χρόνοι πολλοί. Ακόμη τη θυμάμαι ετούτη τη σελίδα, τη γυρνάω σαν ο πόνος ροκανάει τα κερaμμίδια μου τις νύχτες, έτσι μωρέ για να λέω πώς υπάρχω. Μα θεριεύει τότε μια λαχτάρα σαν βήχας, σαν καπνός μέσα στα στήθια μου. Πνίγομαι μωρέ πλαντάζει η ψυχή μου σαν θέλω να φωνάξω. Πού να ουρλιάξω, ποιόν να πάρω στο κατόπι να ξεριζώσω την καρδιά του να σωθεί η δική μου; Μονάχα ετούτες τις λέξεις έριξα σαν κέρμα στο πλάι μου απόψε κι απόμεινα να το κοιτάζω να δώ τί θα μού φέρει. Κορώνα ή γράμματα.. Κορώνα ή γράμματα...κορώνα ή γράμματα, φίλε μου. Σα να μού φάνηκε πώς άκουσα τη σιωπή να μουρμουρίζει'' μού χρωστάς ένα ταξίδι Ζωή, ψηλό σαν τα βουνά της Κρήτης, αντρίκιο ωσάν τα παλικάρια της''. Ντράπηκα. Δεν είπα τίποτα.
Τα όνειρά μου θεριεύουν φίλε τις νύχτες. Στήνουν χόρο πάνωθε μου και αλαργινές μορφές γνώριμες στέκουν στα στασίδια μιάς οργής πού φτάνει να συντρίψει τη μέρα, τον κόσμο. Κι εκείνο το παιχνίδι κυλάει σα νόμισμα απο τα χέρια μου, πλάι στις λέξεις πού ροδαμίζανε σαν φύλλα. Κορώνα ή γράμματα, μωρέ, κορώνα ή γράμματα....;
Γυναῖκα, πεῖσμα τῆς Ἀσίας
Εἶσαι μία ἤπειρος τοῦ στήθους ἀπ᾿ τὸ βάθη τῶν φυλῶν
εἴσαι πλανόδια σὰν τὸ φεγγάρι
ὁ πόνος εἶναι πλόκαμος κ᾿ ἡ ἀγάπη σου ὑδράργυρος
γυναίκα, πεῖσμα τῆς Ἀσίας.
Ὅταν ἀφήνεις ἕνα βλέμμα στὶς κοιλάδες νὰ ὡριμάζει
καθὼς οἱ ἄνεμοι τὸ ταξιδεύουν ὡς τὰ ὕψη
νέμεσαι κλαδιὰ καὶ χύνεις δηλητήρια μέσ᾿ στὸ φεγγάρι.
Μόνη σὰ φόνος κατοικεῖς τὴ συνείδηση
συνωμοτώντας ἀντίκρυ στὶς θεότητες τῶν πουλιῶν
ἐσὺ μὲ μαῦρα ποταμικὰ μαλλιὰ
ἐσὺ πάλι καὶ πάλι μὲ σκοτεινὰ μάτια.
Λέω στὸν ἥλιο νὰ σταθεῖ χωρὶς τὴν ἀγαθότητα
σχίζοντας τὸ μεγάλο χρῶμα τοῦ ὀνείρου
στὸν ἥλιο νὰ σὲ πολεμήσει μὲ βοερὸ θειάφι
καὶ νὰ γκρεμίσει ὅλη τη θύμηση ποὺ μὲ παιδεύει.
Νὰ οἱ καιροὶ στὰ βήματά σου μ᾿ ἔφεραν
οἱ φυτικοὶ δεινόσαυροι τὰ οὐράνια πλάτη
μιὰ δέσμη χαλαρὴ τοῦ αἵματος ἕτοιμη νὰ σκορπίσει
τότε ποὺ φώναζα δίχως ἀπόκριση: Θέλω νὰ γίνω γαλάζιος.
Ἦρθες νὰ μείνεις ὡς τὸ θάνατο
μὲ πορφυρὲς ἀνταύγειες ἀπ᾿ τὰ μέλη
ρώτησα μὰ δὲν ἔμαθα ποὺ βρῆκες τὸ σκοτάδι
σὲ μυστικὰ ρυάκια κλειδώνεις τὸν ἦχο σου
μόνη μὲ τὴν ἐκρηκτικὴ φωνὴ τῆς σιωπῆς.
Ἦρθες νὰ μείνεις ὡς τὸ μακρινὸ χάραμα
σώματα πέρασες ἀκόμη ταξιδεύεις.
Ἐγὼ δὲν ἔζησα κ᾿ ἡ ὀμορφιὰ τῆς Ἀττικῆς εἶν᾿ ὅλο τὸ ταξίδι μου
Σὲ τόσους καημοὺς τραγουδώντας
δὲν ξέρω τ᾿ ὅπλο τῆς λησμονιᾶς.Νίκος Καρούζος
Online now: |
Copyright © 2010 *Η ΜΑΡΙΑ ΝΕΦΕΛΗ ΚΙ ΕΝΑ ΣΥΝΝΕΦΟ*
Blogger Templates by Splashy Templates