... ΤΗΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΣΕΛΙΔΑ.

Sunday, November 25, 2007


Αφήνοντας την πιο ζεστή γωνιά μου με τούτη τη μουσική πού λάτρεψα και κείνο το σκοπό πού ολάκερη τη ζωή μου θέλω να συντροφεύει. Καιρός να τού δίνω.. Κούρασα και κουράστηκα, μά πιότερο τώρα έμαθα να τελειώνω όσα αρχίζω προτού φθαρούν απ' τα κοντύλια και τις σγουραφιές μου. Προτού ο χρόνος σκίσει τα υφάδια τους. Όμορφη μέρα, πού λένε και οι Κατσιμιχαίοι.

Κόβω τον ομφάλιο λώρο πού με δένει με τη γραφή... ή γι'απέλπιδa νησιά πάλι σαλπάρω;

Απάντηση καμμιά.



Καλή αντάμωση.
( THE LADY FROM ANOTHER GRINNING SOUL...)
read more “... ΤΗΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΣΕΛΙΔΑ.”

ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ...

Saturday, November 24, 2007

read more “ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ...”

Wednesday, November 21, 2007


....Μυστικό... σσσσ!
read more “ ”
Υ.Γ Πουλάω λέξεις. Άκου μία ακριβή: αργαδυνή. Θα πεί ... ''πολύ αργά''. Είναι απο κείνες τίς κρουστάλλινες λέξες πού άφησε ο Θεός λαγαρές να ποτίζουν το χώμα απόψε, μαζί με κείνα τα μορμολύκεια της σκέψης. Κοίταζα σήμερα το πρόσωπό σου κόσμε... Πόσο φοβισμένη στέκει η όψη σου, φώς μου!

Καλημέρα!
read more “ ”

ΜΑΡΙΑ ΝΕΦΕΛΗ


Tί παράξενο αλήθεια... όσο η κάρδια γίνεται χίλια κομμάτια ο κόσμος ν' ανθίζει μ'εκπληρωμένους έρωτες. Λές και οι ουρανοί ανοίγουν ξάφνου τα πορτόφυλλά τους και μουσκεύει η γής, χορτασμένη βροχή σταλάζει στο χώμα της. Κάτι ώρες θά'ναι σάν και τούτες πού λές το κορμί πώς σε προδίδει και θές και σύ να βγείς γυμνός κάτω απ'τα σύννεφα να σηκώσεις τα δυό σου χέρια ψηλά να χορτάσεις τη δίψα σου. Ένας κόσμος φτιαγμένος απο χαρτί , νοτισμένο μ' εκπληρωμένους έρωτες, καμωμένος με τ'αδράχτι της ελπίδας .
Κι εγώ; Πώς βρέθηκα κάτω απο τούτο το τσίγγινο παράπηγμα να μετρώ βρόχινες ρανίδες να πετροβολούν τούτη τη πόλη. Ποιά χέρια σκεπάζουν εμένα; Καί πώς ξέμεινα διψασμένη τούτη τη νύχτα εκπληρωμένους αγέρηδες να καρτερώ;
Παλεύω με φαντάσματα από τότε πού αντίκρυσα το γαλάζιο τ' ουρανού και της θάλασσας. Κέρινα ομοιώματα πού λιώνουν κάτω από τίς πρώτες ηλιαχτίδες, στή νύχτα πάνω με βρίσκει το τελείωμα της τέχνης μου, εκείνο το αποκαμωμένο βράδυ πού μ'είδες να ξεπλένω τα χέρια μου πλάι σου και το χαρτάκι στο προσκέφαλό σου να χαράζει όνειρα ''Αύριο πάλι. Εσύ κι εγώ. Ποτέ μαζί.''
Πές μου πώς το' γράφε Θέε μου...'' Πού να μαζεύεις τα χίλια κομματάκια τού κάθε ανθρώπου. Υπάρχει μια στέπα σιωπής κι αμηχανίας''. Πάνω σε τούτη τη στέπα, πάνω σε τούτη τη στέρφα γή χορεύω τα ταξίδια μου, απλώνω κατάχαμα τα ονείρατά μου και πάιρνω να τριγυρνάω στα σοκάκια δίπλα σε κείνες τίς ανεκπλήρωτες πολιτείες πού κάποτε μού τραγούδησες. Ξέρω πώς δεν με καταλαβαίνεις. '' Μα αν σού μιλώ με παραμύθια και παραβολές , είναι γιατί τ'ακούς γλυκότερα....'' κι ο έρωτας, κι ο έρωτας δεν κουβεντιάζεται Θεέ μου. Έτσί; Θά' ναι πού τη λαλιά του θέλησες να τη χαρίσεις στα μάτια των ποιητάδων στα φτερά των γεράνων στα δίκοχα των πολέμων. Ξέρω πώς είσαι εκεί, μά δεν θ'απαντήσεις.
Ετούτο το έτος της σιωπής θαρρώ πώς θυσιάζω στο βωμό των ανεκπλήρωτων εγκωμίων, στα λιγοστά των ανθρώπων, κι αφήνω τούς πολλούς στα εκπληρωμένα θέλω τους να ξεπεζεύουν το ξημέρωμα στίς πόλεις. Βαυκαλίζομαι πώς τα ταξίδια ,το λοιπόν, δεν έχουν τελειωμό κι η θάλασσα είναι απέραντη σαν χύνεται μέσα στ' αυλάκια της ζωγραφιάς μου. Έχει το χρώμα σου, θυμάσαι;
Ξαναγεννιέμαι Θέε μου θα πεί πονάω. Σωστά;
Δικαιοσύνη θα πεί πώς πληρώνεις όσα αρνήθηκες να δείς.
Όσα φοβήθηκες.
Έρωτας θα πεί...
'' ΑΡΙΜΝΑ ΕΦΗ ΕΛ... εκεί, πάνω σ'αυτό το ΕΛ η πέτρα είχε κοπεί και σπάσει. Το θυμάμαι καλά.''
Τί να' λεγαν τα λόγια παρακάτω, άραγε; Εκείνο το άλλο μισό τής πέτρας ποιός το' κρυψε κάτω απ'τίς φτερούγες του;
Ξέρω πώς δεν θα μάθω ποτέ.
read more “ΜΑΡΙΑ ΝΕΦΕΛΗ”

Saturday, November 17, 2007

read more “ ”

''Ο ΜΑΤΩΜΕΝΟΣ ΓΑΜΟΣ''

Thursday, November 15, 2007

Απόψε στο περβόλι μου το μαγικό
θα σε τραβήξω αγαπημένη,
κάτω απ’ τη γέρική μου Ιτιά,
κι εκεί σιγά σιγά,
στην αγκαλιά μου ακουμπισμένη,
όσο η Σελήνη θ’ ανεβαίνει,
χλωμότερη κι από γυναίκα πεθαμένη,
σιγά σιγά, ψιθυριστά,
θα σου ιστορήσω ένα ένα
τα θλιβερά μου μυστικά…

Μυρτιώτισσα




Κάποτε μού ζήτησαν ένα μονόλογο να τον εκάμω δικό μου, να τού φορέσω στολίδια, ΄κι έπειτα να τον κοιμίσω επάνω στα μωσαικά μιάς παγωμένης αίθουσας. Κρούσταλλα τα χέρια και τα πόδια μου , μά έτσι έπρεπε να'ναι, τί ήμουν ένα φεγγάρι, γυμνό μές τα σκοτάδια μιάς πόλης. Έχεις ακούσει ποτέ το φεγγάρι να θρηνεί; Έλεγε θαρρώ:<< Είμαι ένας κύκνος στρογγυλός μές το ποτάμι/ είμαι ένα μάτι στα ψηλά καμπαναριά/ και μες τις φυλλωσιές / φαντάζω ψεύτικο φώς της χαραυγής.>> Δεν μπορώ ακόμη να θυμηθώ γιατί το πήρα μαζί μου ετούτο το φεγγάρι και πώς ξεδιπλώθηκαν απόψε τα τυλιγάδια της μνήμης, μά λέω πώς θυμάμαι τη μοναξιά του. Είχε μιά στάλα δάκρυ στα μαγουλά του σαν αποξεχασμένος δροσουλίτης κι ένα μίσος κρυμμένο σα δρεπάνι στο θηκάρι του... είχε κάτι απο το σήμερα ίσως και απο την αύριο πού επιμένω να μήν ξέρω.
Δεν ξέρω γιατί απόψε διπλώθηκε στα πόδια μου ετούτο το φεγγάρι, μονάχα πού να, σκεφτόμουν χθές πώς είν παράξενος ο πολεμος μές τις ψυχές των ανθρώπων σάν έρθει η ώρα του θερισμού. Ώρα του θερισμού θα πεί στιγμή δικαιοσύνης, σαν εκείνη πού σκορπίζουν οι Θεοί πανω στ'αρχοντικά των ανθρώπων κάτι ώρες σιωπηλές, ξεχασμένες , βουβές σαν χιονισμένα απόβραδα του Δεκέμβρη.
Καράβια οι άνθρωποι, κι όλο για καινούρια ταξίδια κινούν, χώρες μακρυνές , φτιάνουν χάρτες με το φτωχικό τους μυαλό, κι έπειτα παίρνουν ν'αλαργεύουν κατά το Νότο, σαν τα πουλιά . Σαν τα καράβια.
- Πού πάτε μωρέ, όλοι σας, φωνάζει ένας γερασμένος πεύκος. Δέστε τα ποδάρια σας στη γή , τί μού υψώσατε κατάρτια, πανιά γιά πούθε σηκώσατε, με τέτοια φουσκοθαλασσιά;
*************************************************
Θα χαλάσει ο καιρός, το άκουσα σήμερα.
Καράβια οι άνθρωποι, αναπαμό δεν κατέχει η ψυχή τους. Ποιές είνα εκείνες οι κυράδες πού τούς κουνάνε λευκά μαντήλια απ'τις στεριές; Εκείνες πού ξεπλένουν το τραγούδι του νόστου με δάκρυα πλάι στα τρεχαντήρια...
Μού πήραν τα ταξίδια μου. Μ' ακούς;
read more “''Ο ΜΑΤΩΜΕΝΟΣ ΓΑΜΟΣ''”

ΕΠΙΤΥΜΒΙΟ

Ανάμεσα σε δυό πικρές στιγμές δεν έχεις καιρό μήτε
ν' ανασάνεις
ανάμεσα στο πρόσωπό σου και στο πρόσωπό σου
μιά τρυφερή μορφή παιδιού γράφει και σβήνει.

Γ. Σεφέρης



read more “ΕΠΙΤΥΜΒΙΟ”

ΚΟΚΚΙΝΟ

Tuesday, November 13, 2007


Κάπως έτσι ζωγράφισες πάνω σε τούτες τις ώρες τα χείλη σου. Σά νά κλεισες μές τις παλάμες σου ολάκερο το πορφυρό του κόσμου, κι έπειτα πήρες ν' αγγίζεις εκείνο το αξεδιάλυτο ''γιατί'', τίς σκόρπιες ώρες της πρωινής σαγήνης, το στήθος μου, τα χέρια κι όλες μά όλες τίς αλαργινές μου ώρες. Όμορφα θαρρώ να σε χαιδεύουν δυό κόκκινα χέρια κι άς μίλησαν οι ποιητές σ 'άλλους καιρούς για τα λευκά '' τα περιστέρια'' . Πόση αθωότητα να χωρέσει στις μέρες μου; Καί πόση αμαρτία θέ να χωρέσει απο τα πορτόφυλλά σου;
................................................................................
Ξέκλεψα κι ένα βερνίκι απο κάποιο μαγαζί- κόκκινο σαν τη ψυχή σου. Το φοράω( σ'αρέσει;)
Κι εκείνο το φόρεμα πού στάθηκε να ρεμβάζει πίσω απο το τζάμι κάποιας βιτρίνας- κόκκινο όπως τα μάτια σου βουτηγμένα στον έρωτα. Θα το πάρω μαζί μου( μήπως ανταμώσουν τα φεγγάρια μας κάποιο νυχτέρι).
Κάπως έτσι λοιπόν, σήμερα. Ναί, τύλιξες τίς στιγμές μου.
Να δείς τί ξέσπασε στο μυαλό μου σαν καλοκαιρινή καταιγίδα τώρα... Πάλι μνημούρι στον Αγγελόπουλο θα στήσω. Ένας άνθρωπος στη μέση του πουθενά αναμεσα στα βουνά, πλαντεμμένα τα φυλλοκάρδια του απο το στασίδι της μοναξιάς, ουρλιάζει κι αγροικά την αντιλαλιά του. Μασουλάει ένα μπισκότο και καθώς κοιτάει τα χαρακωμένα βουνά πετάει ένα κομμάτι στο κενό :'' Έεει, μοναξιά, πάρε κι εσύ ένα μπισκότο'', τής φωνάζει.
read more “ΚΟΚΚΙΝΟ”

ΧΩΡΙΣ ΤΙΤΛΟ

Sunday, November 11, 2007


Χθές βράδυ σαλπάρισαν στα ονειρατά μου τρεχαντήρια κι ένας γαλάζιος ήλιος γιομάτο ξόμπλια στα μαλλιά του σκόρπισε τις φτερούγες στις αδειανές μου τσέπες. Είχε δυό μάτια βαμμένα με κείνο το μενεξελί πινέλο, καί κάθε τόσο βουτούσε δυό χαρακωμένες απαλάμες στη θάλασσα με τ'ακρονήσια της, σαν έπαιρνε να βραδυάζει. Δεν ήσουν εκεί, θυμάμαι. Μονάχα η ματιά σου ξαστέρωνε το πέλαγος, μά κείνες τις χαρακωμένες φούχτες πού ποτέ δεν θα ξεχάσω, θαρρώ πώς στεκόντουσαν σα σκιαγμένα θαλασσοπούλια πανωθέ μας. Πώς μού'ρθε τότε, κι αρχίνησα να ψαχουλεύω μέσα στις τσέπες μου ένα χαρτάκι, το σήκωσα στις φούχτες μου μά δεν πρόφτασε η μιλιά μου να ορμηνεψει το θωρί του. Σηκώθηκε , λέει, ένας πλατύφυλλος άνεμος όλο αρμύρα στα μεδούλια, κι έλυσε μονομιάς τα χέρια μου. Κι έπήρα να τρέχω ξοπίσω απο τίς χάρτινες λέξεις πάνω στην άμμο του μεσημεριου΄. Μά η άμμος γίνηκε χοχλάδι τραχύ και τα ποδάρια μου βαρύναν σα μολυβένιοι στυλοι, ανάσα δεν ξέμεινε στα στήθια μου, μα κάτω δεν τό'βαζα. Είδα τότε τις χάρτινες λέξες να παίρνουν τη μορφή σου, σάρκα να γίνεται η αλφάβητος, κι όσο πλάταινε ο ορίζοντας τόσο σε χάνανε τα μάτια μου. Σε θυμάμαι να τυλίγεις τη πνοή σου μ' ένα κυανό πέπλο γιομάτο κοχύλια, σάμπως νά'θελες, λέει, να ζουρλάνεις τη σκέψη μου πού σε πήρε το κατόπι κι εβάλθηκα να μη ξεκρίνω πιά τα μάτια σου απο τις γλαυκές σελίδες τού ονείρου. Δεν θυμάμαι τίποτα για τα τρεχαντήρια ούτε για τούς ανέμους πού κάρπιζαν τον κάματο σε κείνα τ' ακρογυάλια. Μονάχα τη μυρωδιά σου δεν μίσεψα απο πάνω μου, έτσι λέω, σάμπώς να θέλω να σε κρύψω βαθιά σε τούτα τ'ανείπωτα του κόσμου αγέρας ανθρώπινος να μη μολέψει άλλο το κορμί σου.
read more “ΧΩΡΙΣ ΤΙΤΛΟ”

L' ETERNITE ET UN JOUR *

Sunday, November 4, 2007


''20 Σεπτέμβρη 1966
Κοιμόσουν ακόμα όταν ξύπνησα. Σε κοίταξα δίπλα μου ν'ανασαίνεις. Ονειρευόσουν Αλέξανδρε; Το χέρι σου κουνήθηκε λίγο σαν να μ' έψαχνε, τα βλέφαρά σου έπαιξαν κι έπειτα βυθίστηκες πάλι. Μια σταγόνα ιδρώτα ανάμεσα στα μάτια σου κύλησε και ταξίδεψε... Το μωρό απο δίπλα μουρμούρισε ένα σιγανό παράπονο, μια πόρτα έτριξε. Βγήκα στην βεράντα κι έκλαψα...
Να μπορούσα να κρατήσω αυτή τη στιγμή να την καρφιτσώσω σαν πεταλούδα να μην φύγει. Σού γράφω μπροστά στη θάλασσα πού απλώνεται λιπόθυμη, το σπίτι μυρίζει ζεστό γάλα κι υγρό γιασεμί. Σού γράφω, σού μιλάω, νιώθω πώς σε έχω πλησιάσει τόσο πολύ πού μού αντιστέκεσαι. Απειλώ τον κόσμο σου, Αλέξανδρε;
Κι όμως , δεν είμαι παρά μιά ερωτευμένη γυναίκα...
Τη νύχτα σε κοίταζα, δεν ήξερα αν κοιμόσουν ή σώπαινες, φοβόμουν αυτό πού μπορούσες να σκέφτεσαι, φοβόμουν ότι είχα μπεί μες στη σιωπή σου κι άρχισα να δείχνω έυθραυστη με το μόνο τρόπο πού ξέρω, με το κορμί μου. Γιατί τότε δεν κινδύνευε η δική σου ασφάλεια..
Δεν είμαι παρά μιά ερωτευμένη γυναίκα, Αλέξανδρε...
Περπάτησα γυμνή στην άμμο, ο αέρας φυσούσε, ένα καράβι πέρασε, αργούσες να ξυπνήσεις. Πάνω μου η ζεστασιά σου ακόμα. Δεν τολμούσα να ονειρευτώ ότι μ' ονειρεύεσαι... Άχ, Αλέξανδρε, αν για μιά στιγμή το πίστευα θα διαλυόμουν σε μιά κραυγή...''
Υ.Γ Ετούτα τα λόγια πού με ταξίδεψαν, στα χαρίζω, κι άλλα πολλά, επειδή δεν θέλω τίποτα δικό μου να κρατώ πιά μέσα στις χούφτες μου...
* Τα λόγια κλεισμένα σ'ένα γράμμα απο την ομώνυμη ταινία του '98: ''Μία αιωνιότητα και μία ημέρα '' του Αγγελόπουλου.
read more “L' ETERNITE ET UN JOUR *”

Saturday, November 3, 2007





Θέλω να σού δείξω το αγαπημένο μου φιλμάκι, χρόνια τώρα, κι είναι απο τίς λίγες αγάπες πού μείναν αναλλοίωτες μέσα μου... αν έχεις την υπομονή δές το όλο, αλλιώς αρκέσου στην αγαπημένη μου σκηνή.
read more “ ”

ΑΡΑΤΕ ΠΥΛΑΣ ΚΑΡΔΙΑΣ

Διαβάζω ξανά και ξανά εκείνες τις μέρες... Διαβάζω εσένα, με δυο μάτια χαραγμένα και μια νύχτα απο ασήμι να κρεμάει λύπες στα μαλλιά μου, να λαχτίζει τους φόβους. Έχω μια φωνή μέσα μου πού αλαφρώνει τη σκέψη κι απηλογιέται στο πόνο αποβραδίς σαν στρώνει σιμά μου να πλαγιάσει... '' Άρατε πύλας'' , κραίνει τ' αχείλι της, και ζυγώνει τ'αποδέλοιπο τού νου΅... καρδίας ''. Ανανογιέμαι, κάπου- κάπου, ποιός έμαθε ποτέ πώς ψιθυρίζουν τ'άστρα , πλάι στα λόγια σου...
Εγώ όμως ετούτη τη φωνή τη στέριωσα δίχως θεριωμένους φόβους στη ζωή μου κι έχω '' ήρωες'' γιομάτο πληγές αποκαμωμένους στη σκήτη τους να σού φανερώσω. Εσύ; Ακούς ποτέ φωνές να σού διατάζουν τη ψυχή;




* Όχι, η φωτογραφία πού βλέπεις δεν στέκει άσχετη στον τοίχο. Είναι η πιό φοβισμένη αγγαλιά μου κι ένα παράπονο πώς δεν ήρθε ακόμη η ώρα πάνω σε τούτον τον κόσμο....για μένα.
read more “ΑΡΑΤΕ ΠΥΛΑΣ ΚΑΡΔΙΑΣ”

ΗΜΕΡΑ ΤΡΙΤΗ

Sunday, October 28, 2007

''Ναι για τα πάντα είχα ελπίσει

Και για τα πάντα απελπίστηκα

Τη ζωή τον έρωτα τη λήθη τον ύπνο

Δύναμη και αδυναμία

Δεν με γνωρίζει πια κανείς

Τ'όνομά μου ο ίσκιος μου έγιναν λύκοι.''



Paul Eluard








read more “ΗΜΕΡΑ ΤΡΙΤΗ”

ΗΜΕΡΑ ΔΕΥΤΕΡΗ

Friday, October 26, 2007

''Because these wings are no longer wings to fly.''

T.S Eliot


Θα φύγω . Θα πάρω το Σεφεριάδη στην αγγαλιά μου σιμά στη θάλασσα
ν'αποκοιμίσω τις σκέψεις, την κούραση. Μεγάλος κόσμος, βαριά η ανάσα του
κι εγώ θυμωμένη...θυμωμένη. Καπνίζω ασταμάτητα και δεν θυμάμαι, δεν θυμάμαι τί μού'πες... Διαβάζω, τίποτα. Σε σκέφτομαι . Ζηλεύω. Φοβάμαι. Επίθεση η ζωή μου.

Δεν είμαι εγώ.
read more “ΗΜΕΡΑ ΔΕΥΤΕΡΗ”

ΗΜΕΡΑ ΠΡΩΤΗ

Thursday, October 11, 2007

''Με την πρώτη σταγόνα της βροχής



σκοτώθηκε το καλοκαίρι



μουσκέψανε τα λόγια πού είχαν γεννήσει



πού είχαν γεννήσει αστροφεγγιές



πολλά τα λόγια πού είχανε μοναδικό τους προορισμό εσένα''







Ακόμη ένα φιλί και θα σού δείξω πώς ανθίζει ένα κυκλάμινο μέσα στις χούφτες μου

κι έπειτα θα σού μάθω για τον βασιλικό και τα σημάδια της υπομονής χαραγμένα

στούς κήπους των ελπίδων. Θέλω να σού πώ για κείνο το παιδί που ζωγράφιζε θάλασσες πάνω στα χοχλάδια τ'ουρανού, για το ματωμένο σπουργίτι πού κάποτε στέριωσε μές τη ψυχή ενός αλήτη κι εκείνο το ζουμπούλι πού άνθισε όταν σε κοίταξα.


...

Άφησέ με να σε φιλάω γιατί μέρες δεν μείνανε πάνω σ'αυτούς τούς τόπους δικές μου

κι ούτε λυγμοί σωθήκανε στα στήθη μου για σένα. Ανάσες, ανάσες δικές σου στα χείλη , ένα κρυφό χάδι και τα σκοτάδια μου να σιωπούν μέσα στη νύχτα. Έστω για λίγο, για όσο θές.

''Θέλω να κάνουμε έρωτα'', αν το δώ χαραγμένο πάνω σε τούτες τις σελίδες ίσως μπορέσει η φωνή να τσακίσει έναν ήχο, γιομάτο ρωγμές. Ίσως μπορέσει ο καημός να βρεί σηματωρό στη μορφή σου.

''Ώ χαρά τραυματισμένη, μιάς στιγμής χωρητικότητα πού κλονίζει αιώνες!''






read more “ΗΜΕΡΑ ΠΡΩΤΗ”

ΕΚΑΤΟΦΥΛΛΑ

Saturday, October 6, 2007





Σε όσους πολέμους
κι αν με πάς θα σε νικήσω...



Σε εκείνους πού θέλησαν
μόνο ένα
τη στιγμή πού έπεφταν... Γ.Χ
read more “ΕΚΑΤΟΦΥΛΛΑ”

SHARBAT GULA

Wednesday, October 3, 2007


SHARBAT GULA
Ένα 12 χρονο κορίτσι στις ματωμένες ''πύλες'' του Αφγανιστάν, έτος 1984. Η ιστορία γνωστή , όσο οι βομβαρδισμοί της Σοβιετικής Ένωσης τον καιρό εκείνο, όσο και η ορφάνεια της. Δεν θα σταθώ πάνω στα χνάρια της. Ας πούμε, πώς απόψε δεν θέλω να πονέσω...
Μα τούτα τα μάτια απο τότε πού τ'αντίκρυσα στοιχειώνουν τις νύχτες μου. Τίς παιδικές , τίς ατελείωτες, τίς σβησμένες με χάδια. Και ντρέπομαι...
Απόψε, δεν έχω λέξεις. Ούτε καν ένα τόσο δά παράπονο. Μοναχά μάτια, μεγάλα σαν
φτερούγες νυχτιάτικες και μαχαίρια, πού να με πάρει ο διάβολος ... μαχαίρια στο κορμί μου - κάτι αφημένες ρίζες σαν παίρνουν να σκάβουν το χώμα.
read more “SHARBAT GULA”

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Saturday, September 29, 2007

Κόπιασα μές τις αρπάγες της νύχτας
μά τούτα τα λόγια μού φτάνουν για επίλογο...

''Γιατί τόσους φακέλους έλαβα γεμάτους σύννεφα και θύελλες
Πού διψώ ένα στόμα να μού πεί: ουρανός, και να πλεύσουμε μαζί
στο δέλτα των ελπίδων...''
Προσανατολισμοί- Ελύτης
read more “ΕΠΙΛΟΓΟΣ”

* ΜΙΛΗΣΕ ΜΟΥ, ΑΛΛΑ ΜΙΛΗΣΕ ΜΟΥ ΓΙΑ ΔΑΚΡΥΑ




Πού τώρα πιά μπορώ να ανασάνω πάνω στα σκαλοπάτια
της σκέψης μου: εκείνο το βράδυ σαν ακούμπησαν τα δάχτυλά μας σε μια
βρεγμένη πανσέληνο,

ξέχασα να σε ρωτήσω για την αύριο. Τόσο η πλήθινη
νύχτα

τόσο εγώ κι εκείνο τ'ακρογυάλι πήραμε ν'
αποξεχνιόμαστε στο προσκεφάλι σου. Κι όλες ετούτες οι ανασφάλειες π' άναπαημό
δεν βρήκαν τόσες μέρες,

έβγαλαν ρίζες μες της ψυχής το περιβόλι . Ναι, μωρέ, είπα να
γίνω κι εγώ σαν τους άλλους, κουράστηκα μονάχη να τσαλαβουτώ στα ηλιοβασιλέματα,
μα τώρα που΄ξέφτισαν τα πείσματα απο τα φουστάνια μου κι εκείνος ο ''αποστάτης της
μοναξιάς'' βαρέθηκε το κουφάρι μου να συντροφιάζει, είπες να λιγοστέψεις τη μορφή
σου. Καλά μού'κανες, αρχοντά μου. Καλά μού κάνουν και της ζωής τα παραμύθια σαν
με περιγελούν . Τί νόμιζες πώς θα δακρύσω;

Μονάχα πού πείσμωσα με το χαμόγελό σου, πείσμωσα και με μένα
πού μ'έβγαλες απ'τη ρότα μου κι έμενα ν'αναρρωτιέμαι πόσο μολαίνει ο έρωτας τον
άνθρωπο και τη μιλιά του, πόσο ακάνθινο είν το στεφάνι πού φορεί στα στάχυα του
κι εγώ... Εγώ τίποτα. Απο κείνα πού έμαθα να παλεύω άλλο τρόπο δεν έχω παρά να
κοιμάμαι στο πλάι τους. Εσύ να δώ πως θα ξεφύγεις. Στη θάλασσα...

Εγώ δεν έχω θάλασσες να νανουρίζουν τη σκέψη
μου.

Λέω να τού δίνω, αρκετά με τα παραμύθια και τα χαμόγελά τους,
φαίνεται πώς κι εκείνα διαλέγουν τους ήρωες με περισυλλογή. Πώς το'λεγε
η Κατερίνα Γώγου εκείνο το ''απόστιχο''... '' Πού λες, γυρίζω
ξυπόλητη σ'έναν κόσμο πού θέλω ν'αλλάξω, αφήνοντας ματωμένα χνάρια στο πέρασμά
μου.''

Μαλακίες... μονάχα το μυαλό μου ματώνει κι η ψυχή, άστην αυτή
... ζαρώνει πίσω απο των φόβων τις οπές. Να γελάσω μπορώ...

Να δακρύσω ξέχασα, πώς θα ξορκίσω τον έρωτα; Με κοντυλιές πάνω
στους τοίχους...(;)

Σώθηκε το μελάνι

μα εγώ κουράστηκα.


* Οδ. Ελύτης- Προσανατολισμοί



.
read more “* ΜΙΛΗΣΕ ΜΟΥ, ΑΛΛΑ ΜΙΛΗΣΕ ΜΟΥ ΓΙΑ ΔΑΚΡΥΑ”

ΆΛΛΟ ΤΙΠΟΤΑ...

Wednesday, September 26, 2007


''Σε ψάχνω στις παλιές φωτογραφίες τις χλωμές
όπου δεν μπορώ να σε βρω
σε ρυθμούς και κραυγές σε ψάχνω..... ''


Θέλω μαζί να δούμε ξανά τα φώτα .. Γιατί δεν απαντάς;
read more “ΆΛΛΟ ΤΙΠΟΤΑ...”

Saturday, September 22, 2007

Happy
End ....!
read more “ ”

Friday, September 21, 2007




υ.γ Σ' ενα σταυρωμένο ''
αύριο''

λικνίζεται πένθιμα η πίστη πάνω σε
λήκυθο.

Κι αιμορραγούν τα σωθικά των λόγων
της:

''Αποθανείν
θέλω.''



read more “ ”

ΣΟΝΑΤΑ ΣΤΟ ΑΠΕΙΡΟ




Στέκομαι πάνω σε μια νύχτα βουβή και μετράω
κλωστές τα χρόνια.

Πές μου, πώς μετρούν οι άνθρωποι τις μέρες, ή
μήπως λογαριάζουν και τη σιωπή πλάι σ'αυτές;
Γι'αυτό τάχα κεντούν αιώνες οι
γενιές τους ;

Λόγιασα ό,τι απέμεινε, ό,τι δεν έστρεψε το βλέμμα
του να με θωρήσει,

ό, τι δεν τραγούδησα κι εκείνο το παράπονο που
δεν λιγόστεψε στα χείλη μου,

όσα σιωπηλά κρατήθηκαν
απεγνωσμένα και τούτα πού δεν ξεκόρμισαν λυγμό .
Πές μου, πώς χαράζεται το άπειρο
στ'αλφαβητάρια του κόσμου;
Πές μου για να σού γράψω τους χρόνους μιάς
κραυγής,

ειδάλλως
δεν θα ξανανταμώσουν τα παραθύρια μας σε άλλες
νύχτες.

Μα δεν υπάρχει γραφή, μού λες, κι απόμεινα να
σκαλίζω τη νύχτα

μια νύχτα σαν και τούτη
θαρρώντας με το μελάνι της πώς θα στάξουν ζωγραφιές.
Ζγουραφιές, της λέω εγώ, αναμαλλιασμένες , σγουρομαλλούσες σαν τ'αποπαίδια του
Έρωτα

πού θα κυλήσουν απο τα ξάρτια τ'ουρανού δω χάμου
στ'απόπατα της γής καμωμένα
πώς

με ξέρουν.
Μετρώ κείνα τα βότσαλα, τις νύχτες
μου

πλάι σε λαδωμένα
καντηλάκια

σε παναγίτσες κι εκείνο τον θεόρατο Άι- Γιώργη,
πού δεν μαντάλωσε ποτέ της στ' άβαθα η μνήμη
μου.

Κι είναι πολλά, κυρά μου.
Πολλά σαν τα ηλιοβασιλέματα και γιομάτα
σαν το πυκνωμένο χορτάρι τις μέρες του Μαρτιού.
Έπειτα, σφυροκόπησα και τις σιωπές μου,
μά τούτες θαρρείς πλαντάξανε με τη βαριά
περπατωσιά τους το ψυχομάτωμα μου

κι είπα πώς άδικο μεγάλο να τις
στοιβάξω στα ερμάρια.


Τούτες δεν
μετράνε.


Ύστερα φτεροκόπησαν τα ''δεν'' ,
πλάγιασαν τα ερμοπούλια των καημών
κι έστησαν χορό πάνωθέ μου, σα να μην γνώριζα ποτέ
τον πηγαιμό τους .

Κι είδα να στάζουν καταγής ρανίδες οι
φοβέρες

αποσιωπητικά, βαλμένα
ακατάστατα

σκιαγμένα το χαμό τους. Πού να τα
χωρέσω;

Πώς να ξορκίσω τη πεθυμιά κι εκείνη την αγρύπνια
τους πάνω στη νύχτα;
Πές μου, πώς χαράσσεται το άπειρο, κυρά
μου...

'Η πάλι πώς ζυγιάζουν τ'ανθρωπινά τα χρόνια οι
ξυλοκόποι

σάμπως να βάλθηκα να
πελεκήσω

όσα δεν θέλησα να κάμω
κι όσα απόμειναν στερνά,
ταπεινωμένα...

Αλήθεια, έμαθες ποτέ πώς είναι να ''μην''
ξέρεις;

Πώς είναι να ''μην''
έχεις;

Tην επωδή του ''λίγο ακόμη'',

κι ας ήταν ψέμα.

read more “ΣΟΝΑΤΑ ΣΤΟ ΑΠΕΙΡΟ”

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

Monday, September 17, 2007


-Πάμε σπίτι
- Δεν μπορώ
- Γιατί;
- Πρέπει να πηδήξω... Δεν γίνεται να φύγω...
-Γιατί;
- Αν κατέβω θα με πούν δειλό...
-Κανείς δεν θα το μάθει. Μην ανησυχείς...
-εσύ θα ξέρεις... εσύ θα ξέρεις πώς δεν πήδηξα, πώς κατέβηκα τη σκάλα...
-Μην είσαι ανόητος γιέ μου, δεν θα το πώ πουθενά...
-Αλήθεια;
- Κάποια άλλη φορά γιέ μου, κάποια άλλη φορά...
- Σίγουρα ;
- Μαμά... φοβήθηκα πολύ....
read more “Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ”

Saturday, September 15, 2007

Πάλι έπιασα τον εαυτό μου να ψαχουλεύει στα σκουπίδια.

Κάτι νύχτες με σιωπηλούς φεγγίτες

κι ένα παράθυρο κλειστό πλάι στο δρόμο.

''Συλλέγω γαρίφαλλα και πεταμένες αναμνήσεις

έναν γυμνό φωνόγραφο τσακισμένο σε χίλιες φωνές,

μια σκουριασμένη ελπίδα κι ένα βιολί απο σημύδα

και νεκρική σιγή.''

Αν σού περσεύει μιά στάλα απο τούτες τις πραμάτειες,

μην με ξεχάσεις.
read more “ ”

A -ΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ

Wednesday, September 12, 2007

θέε μου, τί δεν μας περιμένει ακόμα.

Κάθομαι εδώ και βρέχομαι. Βρέχει
χωρίς να βρέχει όπως όταν σκιά μας
επιστρέφει σώμα.

Κάθομαι εδώ και κάθομαι. Εγώ εδώ,
απέναντι η καρδιά μου και πιό μακριά
η κουρασμένη σχέση μου μαζί της.
Έτσι για να φαινόμαστε πολλοί
κάθε που μας μετράει το άδειο.

Φυσάει άδειο δωμάτιο. Πιάνομαι γερά
από τον τρόπο μου που έχω να
σαρώνομαι.

Νέα σου δεν έχω. Η φωτογραφία σου
στάσιμη. Κοιτάζεις σαν ερχόμενος
χαμογελάς σαν όχι. Άνθη
αποξηραμένα στο πλάι σου
επαναλαμβάνουν ασταμάτητα το
ακράτητο όνομα τους semprevives
semprevives - αιώνιες, αιώνιες μην
τύχεις και ξεχάσεις τι δεν είσαι.

Όσο δε ζείς να μ'αγαπάς.
Ναί, ναί μού φτάνει το
αδύνατον.

Κι άλλοτε αγαπήθηκα απ' αυτό.

όσο δε ζείς να μ'αγαπάς.

Διότι νέα σου δεν έχω.

Και αλίμονο αν δε
δώσει

σημεία ζωής το
παράλογο.



Κική Δημουλά

read more “A -ΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ”

Φ...

Thursday, September 6, 2007


Δεν φοβούμαι τον Θάνατο


Δεν φοβούμαι τον Θάνατο


Δεν φοβούμαι τον Θάνατο


Πόσες φορές θές να στο πώ για να πιστέψεις ;
Κι άλλες τόσες, για να συγχωρέσεις τη σκιαγμένη μου ανάσα... Τό'βαλα πείσμα να ξεμπερδέψω με τα όνειρα κι εκείνο το κορίτσι με τα ξομπλιασμένα φουστάνια και τα λητά μαλλιά είπα πώς θα το διώξω απο τους κήπους. Δεν αντέχω, ακριβέ μου ήλιε τα ουρλιαχτά του .
Κι όταν θα φύγεις, κορίτσι ερεβοφόρο, είπα πώς θ'ανασάνω Ζωή σαν πρώτα ... Πές μου, πόσα φεγγάρια μίσεψαν απο τότε;
Υ.Γ είχα κάποτε, έναν Δάσκαλο πού μού μάθαινε το Θάνατο... μά σήμερα βαδίζει στη χλόη των άστρων , ανασαίνει τη γαλήνη των Θεών. Κατα το πλάγιασμα της βροχής , έλεγε εκείνος, κι έσταζαν τα μαλλιά του σεφέρικα ταξίδια.. Πλάι στο Θάνατο η μνήμη δέθηκε μαζί σου, δάσκαλε ( '' φίλε'' )...


read more “Φ...”

''ΔΙΟΝΥΣΟΣ''

Friday, August 31, 2007


Κρυφά...
πλάι σ' αγαληνό νυχτέρι,
γυρνά η μορφή σου. Κι άλλο να πώ δεν μένει , πώς σιγαλές κι αγιάτρευτες οι ώρες πού' μαι ερωτευμένη. Βουβό το λεξοπήγαδο και διψασμένη η ψυχή μου, μά πάλι νωρίς για οίστρους και καημούς πάνω στην άμμο της νύχτας, Θαρρώ πώς είναι...
Ο νόστος ενός φιλιού πού δεν ταξίδεψε ακόμη απο τα χείλη σου, στο βάθος ένα χλωμό φεγγάρι πάνω στους ώμους μου βαστώ.
Δεν έχω πόλη, δεν έχω σκέπη να κρύψω το βλέμμα μου απο σένα, κι είναι πού κείνη η ντροπή λυγίζει τη ψυχή μου. Σαν να μην γράφτηκε ποτέ το '' πώς'' πάνω στο κόσμο...
ΑΝΑ-ΜΟΝΗ

ΠΛΗΣ-ΜΟΝΗ
ΠΡΟΣ-ΜΟΝΗ

...Κι ένα τσιγάρο να φιλώ μέσα απ'τα χείλη.
read more “''ΔΙΟΝΥΣΟΣ''”

SOL INVICTUS

Saturday, August 25, 2007


Απομεσήμερον ... κι εχάσαμε τον Ήλιο.
Γυρεύω τρόπους
να φέρω φώς
πάνω σ'αυτούς τους τόπους.

read more “SOL INVICTUS”

(1942-1998) Δ. ΛΙΑΝΤΙΝΗΣ - ΑΝΤΙΟ, ΦΙΛΕ.

Friday, August 24, 2007

Απόψε θα σού πώ μιαν ιστορία. Για ένα παλληκάρι που ροβολούσε
τους κρημνούς τις δρακοντιές τ'αστέρια.

Απόψε θα σού πώ μια ιστορία για
ένα παλληκάρι κι
ένα βουνό.

Κείνες πού σέρνουν το χορό στους γάμους και
τα ξόδια, κείνες
πού σπέρνουν ασφόδελους σ'ανήλιαγα αλώνια.

Τούτη τη μέρα
του χαμού θα την
αναθυμήσω με λόγια και με δρέπανα, με ίσκιους και κοντύλια σάμπως
να γνέφει ο θάνατος της θύμησης το αίμα του να βάψουνε τ'αχείλια.

Πέρα στης
Μάνης τα βουνά
στους πύργους τα λιοπύρια, η πέτρα ανάστησε ένα γιο με της ξωθιάς
τα στήθια.

Κίναγε ο τόπος να ζευτεί τα στάχυα του Αλωνάρη κίναγε η πλάση
ολάκερη το
γδικιωμό να πάρει.

Τί ταν το σώμα ασώματο βροντή για τους ανθρώπους
κείνους πού σέρνουνε φωνή σ'επιθανάτιους ρόγχους, τί ταν οι λόγοι του οργιές
μακρυά στους οριζώνες, κείνους που σπέρνουν οι σαλοί κατά των ανθρώπων τους
κανόνες.

Και κάθώς φεύγουν οι καιροί στης γης το ηλιοστάσι, γίνηκε ο νιός
πολεμιστής και πόρθεψε τη γνώρα,
έκαμε ρίζες και βλαστούς αντρειέψαν οι
καημοί
του,

έκαμε στάχτη τις φωτιές τους φόβους τις άντάρες, έβαλε
αιθέρες
ανάπλωρους στης νιότης του τη πρώρα

καθώς καρτέρηγε η ζωή τού θάνατου
την ώρα...

Πέσαν απάνω του ριπές οι όργητες του κόσμου, θέριεψαν λιμνοθάλασσες,
αντάρειεψαν πελάγη, μα κείνος έστεκε θαρρείς λύχνος μες το σκοτάδι

με ξέσκεπα
τα
στήθη του αγνάντια στις φοβέρες, αγνάντια και στου τελεσμού τη μοίρατου
ανθρώπου,
τη μοίρα τη βαριέσπαιρη πού όρισε η φύση να στέκει στων θνητών ζωή,
ήλιος που
θε να δύσει.

Μια μάνα πού παρέστεκε κρυφά στο παραθύρι, μια κόρη
πού τον
στέναξε 56 χρόνους,
έστεργε τα μελτέμια του το λίκνο της ψυχήςτου,
καρτέρηγε
τους λόγους του τσ'αλήθειας του τους κλώνους.

Ήταν της μοίρας
θέλημα και των Θεών
κατάρα, να ζώσουνε τα σπλάχνα της τούτο το παλληκάρι, να
γέψει αίμα η ψυχή κρυφά
να αιματώσει, να στάξουν στάλες καταγής στα χώματα
της Σπάρτης.

Και κάθως
πέρναγαν καιροί, αλάργεψε η νιότη, σαν διαβατάρικο
πουλί πού γυρισμό δεν έχει,
μα κείνος επεισμάτωσε σαν το θεριό υψώθη τα' βαλε
με τον χάροντα, της νύχτας
τις φοβέρες

κι έλεε κάθως χάραζε, την αλήθεια πώς
κατέχει...

Ζυγώσανε τα μάτια
του τον άρρενα βουνό σαν ήρθε η ώρα η ζευτή πού
χρόνια καρτερούσε,

δρασκέλισε τον
κάματο, τα φόβο, τον εχθρό μα στης νυχτιάς
τον ουρανό ένα άστρο αναρριγούσε.
Γύρευε τον αφέντη του, να ζέψει την ψυχή
του, να τον τυλίξει στου γαλανού τσ'
αμάλαγους τους κόρφους, να τον εκάμη
αθάνατο πλάι στους αθανάτους

κείθε πού
κρύβουν οι Θεοί τού άνθρwπου τους
πόθους,στων άστρων την γλυκιάν αυγή...

Κι έτσι σαν να'τανε γραφτό της μοίρας
το υφάδι, μές τις αγγάλες τού βουνού
κλείσαν το παλληκάρι
κι εσείστη ο
Άδης κάτωθε,

της μάνας το μαγνάδι μύρισε
δάκρυ και καημό...

Μέσα στις χώρες
των θνητών κρυφά μολογησέ το αν δούν τα
μάτια σου άλλονε σαν και το παλληκάρι,
να αψηφάει τον γερο-Χάροντα και τις βουλές
τις θείες, να στάζει φώς το αίμα
του κατά πώς το φεγγάρι


και τότε θά'ρθω να
σού πώ πώς δεν ήταν μονάχος
πάνω στου κόσμου τις στεριές

και πώς εστάθη κάλεσμα
του κόσμου, η ζωή του.

read more “(1942-1998) Δ. ΛΙΑΝΤΙΝΗΣ - ΑΝΤΙΟ, ΦΙΛΕ.”

LE VENT NOUS PORTERA

Wednesday, August 22, 2007

Ήθελα να σού γράψω σήμερα... ήθελα να γράψω για κείνους τους ανθρώπους πού θέλουν αγκιστρωμένη πάνω στο καλοκαιρινό μπλουζάκι τους την προσοχή των άλλων. Εθισμένοι, αδερφέ μου, με την μυρωδιά τους... τί κακό και τούτο!! Κάποιες φορές αναρρωτιέμαι πόσες στοιβάδες εγωισμού κρύβονται μέσα μας, πόσο μικρούς αισθάνομαι τους ανθρώπους τότε! Σαν να τους αγναντεύω μ'ένα τεράστιο γυάλινο περισκόπιο κι εκείνοι αντί να μεγαλώνουν μικραίνουν μέσα στα μάτια μου, ώσπου να γίνουν τόσο δα σκαθαράκια, φοβισμένα μες το φαγοπότι της απελπισιάς. Εγωισμός κι υπεροψία, μυρίζει τούτος ο κόσμος!
Ναι, ρε φίλε, μή μ'ακούς και πάλι, για μία ακόμη φορά στρέψε αλλού το βλέμμα, αλλά να ξέρεις πώς είναι το τελευταίο δάκρυ πού χύνω πάνω στα μαγουλά σου, η τελευταία στιγμή πού θα σού φωνάξω να τρέξεις μακρυά απ'τους κεραυνούς. - Εγώ, αν θες ν'ακούσεις την πεθυμιά μου, τους Λατρεύω, εσύ μονάχα σφαδάζεις στο θωρί τους -. Σας βαρέθηκα, κουρελάκια, μυγοφάγοι, αετονύχηθες, εγωιστές, σακατεμένοι... βαρέθηκα την ψυχή σας, το φοβισμένο βλέμμα σας, εκείνο που τυλίγει τη σκιαγμένη σας ψυχή κάθε που αντικρυζετε έναν άνθρωπο. Ανοίξτε, ρε την ψυχή σας... για μια φορά βαδίστε με δεμένα μάτια μέσα στο δάσος κι ας είναι να ματώσει το κορμί σας πάνω στα ξεροκλάδια. Θεωρίες και υποσχέσεις... κι έπειτα, η έκτη επίσκεψη στον κύριο...(πώς τον είπες;)- για δές, αγάπη μου, δεν μού σηκώνεται πιά ούτε τις αργίες και τις καθημερινές τραβάω μαλακία με την κοπέλα του τρίτου ορόφου κάθε φορά πού χτυπάνε τα γοβάκια της πάνω στα πλακάκια.
Αυτή είναι ζωή...Σας τη χαρίζω υπερφίαλο πλήθος κι έπειτα τη δένω με κορδελάκια μήπως σας τη στείλω με δυό φάσκελα για δώρο! Ώ, με συγχωρείτε, απώλεσα τους τρόπους μου... ενώ εσύ έχεις χάσει την πυγμή σου.
Έλεγα, λοιπόν, πώς είναι η τελευταία φορά πού σημαδεύω με το όπλο μου τον στόχο. Και πώς τώρα πιά αδιαφορώ για σένα, γιατί με κουράσαν οι φόβοι σου, ανθρωπάκο ή πάλι ίσως να κουράστηκα να σε πηγαίνω βόλτες κάθε απόγευμα γραπώνοντάς σε απο το χέρι. Καιρός να μεγαλώσεις κι εγώ να μικρύνω. Καιρός να βγάλω τα φαγωμένα απο το σκόρο φουστάνια απ'τη ντουλάπα μου κι εσύ τα παντελόνια σου και να φιλιώσουν οι ψυχές μας ...αν αποφασίσεις να ξεριζώσεις ετούτες τις ρίζες του εγωισμού πού φύτρωσαν μες την ψυχή σου και κάθε τόσο ροκανίζουν τα κεραμίδια της.
Μα είναι αλήθεια...ό, τι και να πώ, όσα λόγια κι αν σφουγγίζουν τις βρωμιές σας, όσες λέξεις κι αν φτεροκοπούν πάνω απ΄τις σκεπές σας... le vent nous portera.

υ.γ. Μην μού καταλογίσετε νεύρα, παρά μόνο ένα στερνό παράπονο. Εξάλλου οδεύω προς τον έρωτα, άρα τα νευράκια κι οι υστερίες αποκλείονται τοιουτοτρόπως. ''Οδεύω'', είπα.. αν δεν μού τα χαλάσει κι ''εκείνος'' ο άνθρωπος.

Ναι, καστανά τα μάτια του... τα μπλε τα ξεπέρεσα, σού λέω.

γέλια(..*****************************)

read more “LE VENT NOUS PORTERA”

ΧΕΙΜΩΝΑΝΘΟΣ

Monday, August 20, 2007





Γδύσου κι από τα μάτια μου
πάρε νερό και πλύσου
ο χωρισμός θυμήσου
είναι χειμωνανθός
την λύπη την κατοίκησα
σε νύχτα και σε μέρα
σ' αφήνω στον αέρα
για να σε βρω στο φως



κι εγώ μια θλίψη που ζητώ
για να με σημαδέψει
το φως πριν βασιλέψει
θα σ΄αρνηθώ ξανά
read more “ΧΕΙΜΩΝΑΝΘΟΣ”

ΠΑΡΑ ΔΗΜΟΝ ΟΝΕΙΡΩΝ

Sunday, August 19, 2007

Να μιλήσουμε για κείνον πού δειλά κραδαίνει το όπλο στις
παλάμες.

Να μιλήσουμε για κείνον πού ζυγώνει τους αστούς μ'ελαφίσια πατήματα
ξαστέλνοντας ίσκιους πάνω στην άμμο της γνωριμιάς.

Για κείνον πού σιωπά πλάι
στους ελαιώνες πασχίζοντας τον ήχο μιάς αγέλης πάνω σε μία βουβή κιθάρα.

Για
κείνον πού πλάγιασε το κορμί του πάνω σε άνθη λεμονιάς κι αποξεχάστηκε μ'ένα
γαρίφαλλο στο στόμα κι είπε πώς μάτωσαν τα δάχτυλά του πάνω σε κάτι μαδημένα
όνειρα.

Ύστερα, για κείνους πού τίποτα δεν είδαν ή ακούσαν κι ήσαν τα
χρόνια τους σκοτωμένα απο πολέμους, κρεμασμένα απο δήμιους,

κι απόκαμαν τα γόνατα
απο το λίκνισμα πάνω στα στασίδια. Κι είπαν ακόμη πώς οι καιροί είναι δύσκολοι,
πού βεγγέρες πια για ποιητάδες και σονάτες σκαλισμένες στο σεληνόφως, είπαν
ν'αδράξουμε Τα όπλα. Κι ύστερα, την άλλη μέρα καθώς χάραζε, έπειτα την επόμενη,
κι άλλη μιά μέρα γιομίσανε οι άνθρωποι τις καταπακτές κονσέρβες, αρπάξανε οι
μανάδες μέσα στις αγγαλιές τους τα παιδιά κι αμέσως έπαιρναν να κατεβαίνουν
τους δρόμους. Κείνο το δείλι σαν είχαν ανοίξει τ'αμπάρια τ'ουρανού- κάτι σταγόνες
αίμα, μουσκεύονταν τα καλντερίμια, πάνω σε πορφυρές λακούβες τσαλαβουτούσαν οι
ανθρώποι. Κείνο το δείλι... είχες μιά γέυση πάνω στη γλώσσα σαν απο σίδηρο και
στα πουλιά κάτω απ'τις ράχες τ'ουρανού βάραιναν τα φτερά τους ίσα με το χώμα κι
έπεφταν με το ράμφος καταγής σαν τα γλαροπούλια στο ναό της θάλασσας τα
καλοκάιρια.

Να μιλήσουμε για τον άνθρωπο, λοιπόν. Κείνον πού καμώθηκε απο
σπέρμα κι ιδρώτα, όχι απο χώμα κατά πώς λένε τα τραγούδια, για κείνον πού κάποτε
φύλαγε μέσα στις γλάστρες χούφτες βασιλικό μά τώρα τον γυρεύει βαλσαμωμένο μέσα
στα παζάρια, για κείνον πού ουρεί στα δημόσια ουρητήρια της ομονοίας κι έπειτα
τρέχει βιαστικός να σβήσει την γόπα του πάνω σ'ένα ψόφιο περιστέρι
λυτρωμένο- χάμω στα λευκά πεζοδρόμια της οδού ελευθερίας, πλάι στα
προσφυγικά.
''Οδός Ελευθερίας'', πλάι στα προσφυγικά.Ο τελευταίος ''
άνθρωπος'' πού αντίκρυσα μέσα σε σιδερένιες ανάσες ήσουν εσύ.

Καλή σου
νύχτα.

read more “ΠΑΡΑ ΔΗΜΟΝ ΟΝΕΙΡΩΝ”

ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ ΜΟΥ, ΜΗΝ ΚΛΑΙΣ

Wednesday, August 15, 2007

Μές την αυλή των θαυμάτων σε θυμάμαι να καθρεφτίζεσαι
πάνω στη ράχη ενός γαρίφαλλου, λυτρωμένη , απεχθής,
με ρυτίδες βαθιά στο μέτωπο.

Ρόδο της άνοιξης σ'είδα να χάνεσαι μέσα σε κύκλο απο νερό...
αίμα που δρόσισε τις ρίζες σου κι ύστερα έναν βλαστό ανοίγει. Πέρασαν μέρες,
τώρα πια δεν φοράς εκείνο το γκρίζο υφαντό του χειμώνα, ξαστέρωσαν οι νύχτες
μου, μού είπες, μά κείνα τα χείλη πού ποτέ δεν θα ξεχάσω, νοσταλγώ ... κι ένα
φεγγάρι φαγωμένο απο τ'αστέρια. Πάλι γεννάς , πάλι μιλάς, πάλι ξεχνιέσαι πλάι
στα τρεχαντήρια, πού έλεγες πώς είν δικά σου κι έπειτα έκρυβες το πρόσωπο πίσω
απ'τις φτερούγες των πουλιών, απο ντροπή. Δεν ταξίδεψες ποτέ σου. Πάψε, μην
κλαίς... τα σύννεφα δεν ξαποσταίνουν. Πάψε, μην κλαίς... οι θνητοί μονάχα
γεμίζουν με δάκρυα τις στέρνες τους.

Τη μέρα εκείνη στο ναύσταθμο σαν πλάγιαζες τα ψαροκάικα και τις
μαρίνες, δεν μπόρεσα να σε κοιτάξω. Είχες στα μάτια σου ένα βαθύ κόκκινο
φτερούγισμα πού ολότελα γίνηκε μπλαβί. Σαν βιβλικό σημάδι απο τις παλάμες του
Θεού, κείνες οι μέρες, οι φωνές, οι ιστορίες.

Τη νύχτα σαν καθόσουν πλάι μου κι είπες πώς έγνεψες στις
φυλλωσιές να σκύψουνε στη γή, κι ύστερα εκείνες πέσαν σαν χάρτινη βροχή πάνω στο
χώμα, είπες πώς για μένα το κανες. Θαρρώ πώς την πίστεψα τούτη την αλλόκοτη ηλιαχτίδα. Κι
άλλες πάλι φορές... όλες κι όλες ίσα με το ξάνοιγμα της μέρας, ίσα με το βάδισμα
μιας νεροποντής σε μιαν ανθρωποχώρα.




read more “ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ ΜΟΥ, ΜΗΝ ΚΛΑΙΣ”

ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ

Sunday, August 12, 2007



Ξέρω πώς δεν θυμίζεις σε τίποτα εκείνες τις αμμουδερές
κυράδες που
λαγιάζουν ανάγλυφες πάνω σε καρτ ποστάλ του
καλοκαιριού.

Ξέρω πώς τις φτωχές σου ανάσες σκεπάζουν αρμυρήθρες και βότσαλα
σμιλεμένα απο αρμύρα. Την αγγαλιά σου δεν γιομίζουν γέλια καρτερικά, παιδίσια
σκιρτήματα απόκρυφα στον ήλιο- μοναχά τα μάτια μας αντάμωναν πίσω απο των
ανέμων τις ιαχές. Είσαι φτωχή κι είσαι δικιά μου, όπως το λουλακί σου δάκρυ πού
κάποτε κρεμάστηκε τ'απόγιομα γύρω απ'το στήθος μου. Εσύ κι εγώ, κι ανάμεσα στα
δάχτυλα χοχλάδια των καιρών σου, μισεμένα λιοπύρια και τα φιλιά των γρύλλων
σκεπασμένα με πευκοβελόνες. Ξέχασα τους πεύκους σου, να με συγχωρεί η ματιά
σου...

Εσύ κι εγώ, κι εκείνη η παλιά ψαροταβέρνα, αγγίζεις με
τ'ακροδάχτυλά σου. Πίσω απο τις γαλανές σου ισκιάδες χάνεται το πρόσωπο πού
κάποτε πλάγιαζε πάνω στα ονέιρατά μου. Κι είναι πού τέτοιες οι ώρες να
λέω πώς πάλι εσύ το ανασκάλεψες στη μνημη τούτο το παραγάδι. Έτσι
βαστώ τα λιγοστά φεγγγάρια μας, τόσο που ξέρω, πώς θα τα σκορπίσει ο
διακαμός των γλάρων στο μολυβένιο σου ορίζοντα, σαν έρθει ο καιρός τα στάχυα να
θερίσει. Πόση γη άραγε να χωρίζει τις νύχτες μας; Πάλι μετράω αποστάσεις και
μυρουδιές και στάχτες καλοκαιρινές πού γινήκανε κιτρινισμένα φύλλα κι ένα
κομμάτι φλοίσβου να ξαγρυπνά τον Αποσπερίτη, τόσο πού οι θύμησες βαφτίστηκαν
μέσα στα κύμματα ξάνα. Νοτισμένες γοργόνες, φύκια κι αστερίες , λογάρια
μιας ξεχασμένης θάλασσας. Μ'αρέσει πού είσαι φτωχή κι αμάλαγη κάτω απ' ταγγίγματα
του ήλιου, μακρυά απο τις στέγες των ανθρώπων .

Μισώ τα παιδιά σαν σού πετούνε πέτρες. Ακούς;

Θέλω να'ρθω κοντά σου ξανά, μόνο για λίγο, όσο βαστάνε οι
λεπτοδείχτες στ'ανθρώπινα ρολόγια , όσο στις χούφτες σου θα σιγοσβήνουν
τ'αχνάρια των βουνών, πλεούμενα δικά σου και τούτα. Πές μου, σού λείπω
καθόλου;



read more “ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ”

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ

Thursday, August 2, 2007


Σά θα με βρούνε πάνω στο ξύλο τού θανάτου μου

γύρω θά' χει κοκκινήσει πέρα για πέρα ο ουρανός

μιά υποψία θάλασσας θα υπάρχει

κι ένα άσπρο πουλί, από πάνω, θ'απαγγέλλει μέσα

σ'ένα τρομακτικό τώρα σκοτάδι, τα τραγούδια μου.


Μίλτος Σαχτούρης [απο τη συλλογή Τα Στίγματα]

read more “Ο ΠΟΙΗΤΗΣ”

ΣΑΝ ΒΓΩ ΑΠ' ΑΥΤΗ ΤΗ ΦΥΛΑΚΗ

Tuesday, July 31, 2007









Τί με κοιτάς;

Δεν χωράνε τούτα τα λόγια σ'ένα καλοκαίρι, σωστά;

Ψάχνεις ακομά να ξεκρίνεις τους χειμώνες απο τα καλοκαίρια, λές, αναζητάς χαμένους ήλιους ή πάλι καρτεράς λησμονημένες θάλασσες, τώρα πιά. Δεν αντέχεις, λές, να βλέπεις, μά ξάφνου αλλού αποστρέφεις το βλέμμα. Κείνο το βλέμμα πού κουβαλάς σε κάθε πόλεμο, σε κάθε θάνατο, σε κάθε γιορτή.
Γιατί χάνεσαι, άνθρωπε;
Πού χάνεσαι, ρώτώ, πόσα ηλιοβασιλέματα κίνησες ν'αφήσεις ξοπίσω σου;
Ναι, ξέρω πώς πονάς, και πώς τ'αγγάθια δεν βαστά το δέρμα σου που χρόνια τώρα μόλεψε η βροχή πάνω στις πεδιάδες σαν ξάπλωνες να ξαποστάσεις. Δεν είναι λύση, σού φώναζω, η λησμονιά, κι όσες σκιές ξαπόστειλες στα λαγούμια της ζώής σού πίσω απο τα παραπετάσματα των φόβων σου, τούτες εγώ θε να ξεθάψω.

Μή με θυμώνει το βλέμμα σου, άνθρωπε.
Σωθήκανε τα χρόνια που ξεκρέμαγες πανιά πάνω στ' άρμπουρα της λευτεριάς σου, ήρθαν χρόνοι πού γδάρανε τις κυανές σου ακτές, τις φωτισμένες βόλτες σου κάτω απο αστροκέντητους ωκεανούς. Τώρα πού πια το θέλησες με το μαχαίρι των τριγμών με τη ρομφαία του χρόνου, αναποδογύρισες τη πλάση, κι είναι πιά ώρα την αλήθεια, λέω, να κοιτάξεις,- πιό βαθιά τον πρόγονο στα μάτια.
Φτάνουν οι επιτύμβιες στήλες πού 'στηνες πέρα απο τα παραπήγματα , πίσω απο λαβωμένους θούριους και νίκες περίλαμπρες έχτιζες στα όνειρά σου.

Πάλι αποφεύγεις τη σιωπή,κεί πού κρύβεται η αλήθεια. Φτάνει ν'ακούς φωνές, φτάνει πού τίποτε δεν έμαθες.
Κι όμως, πάλι στα ίδια μέρη θ'ακουμπήσει η ανάσα σου σαν κάποτε γύρίσεις. Τέλικά, είναι πού τίποτε δεν έσβησε η φυγή σου, έρμε αποστάτη, κι ύστερα υψώνεις το χέρι στους ουρανούς...
Πώς να κλάψω σαν σε αντικρύζω, πώς να γελάσω σαν το είδωλό σου ξέφεύγει απο τη σάρκα σου, φθηνά και τα πλουμίδια πού χρόνια ύφαιναν μανάδες σε καιρούς ελπιδοφόρους, για σένα. Μα, δεν μπόραγες να τα κρατήσεις κεντημένα πάνω στο κορμί σου. Ήθελες, λέει, να' σαι ελεύθερος.

Κοίτα γύρω , άνθρωπε, σαν τα πρωτοβρόχια σε γυρίσουν πίσω στα χαλάσματα πού ρίζωσε ο ίσκιος σου, κοίτα γύρω σου και πές μου - τί σε κρατάει πάνω σε τούτους τους τόπους;
read more “ΣΑΝ ΒΓΩ ΑΠ' ΑΥΤΗ ΤΗ ΦΥΛΑΚΗ”

ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΟΥ ΤΟ ΠΑΙΔΙ, ΓΙΑΤΙ ΑΝ ΓΛΥΤΩΣΕΙ ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΛΠΙΔΑ.

Monday, July 30, 2007



Για κείνο το ''βλαστό'' πού κρύβεις βαθιά μέσα στα σπλάχνα
σου, γυναίκα.

Για το παιδί πού δεν θ' αντικρύσει ποτέ το χρώμα
μιάς εύφορης γης

πού δεν θα κρατήσει τους ροδαμούς της άνοιξης
στις ανοιχτές του παλάμες,

για όσα παιδικά γέλια σκορπούν την ώρα
ετούτη ελπίδα στις ξαστεριές του κόσμου.


Μόνο για κείνα. Δεν είναι άραγε
αρκετό;


read more “ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΟΥ ΤΟ ΠΑΙΔΙ, ΓΙΑΤΙ ΑΝ ΓΛΥΤΩΣΕΙ ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΛΠΙΔΑ.”

ΕΝΑ ΔΕΝΤΡΟ ΚΙ ΕΚΕΙΝΟΣ .... Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ

Saturday, July 28, 2007

Βαστώ στις χούφτες μου μια ζωγραφιά δική σου, καμωμένη απο καιρούς αγύρτες
και βοριάδες αγαρηνούς , γιομάτη στάχτες και νεκρά σκοτάδια. Την ηύρα πλάι
στα κύμματα μιας ξεχασμένης μέρας κι άκου πώς τα λόγια της σκορπίσαν τη σιωπή
μου : '' Είμαι ένας γκρεμισμένος τόπος, πλάι στις πέτρες των προγόνων σου
πλαγιάζω την κραυγή μου. Δεν είμαι αυτό πού όρισε το χέρι του Θεού να δώσω. Δεν
έχω άλλες προσευχές να κλείσω μές τις λόχμες μου και τούτο γιατί κείνες δεν
υπάρχουν πια. Κρατώ στις σκοτωμένες απαλάμες μου τους επιτάφιους θρήνους των
καιρών πού πέρασαν, καιρών αλλιώτικων πού όριζε στα σπλάχνα μου η φύση. Στις
φυλλωμένες αγγαλιές μου πού αλλοτε κούρνιαζε το αληχητό των γρύλλων σωριάζονται
ματωμένα αποτράγουδα πάνω στο αποκάρωμα της μέρας. Δεν έχω πια άλλο χώμα μές στα σωθικά του να φυλακίσω τις ρίζες μου, παρά φωτιά, φωτιά κι ένα σμάρο πουλιά πλάι
στ'αποκαίδια ν αγροικάνε το λυγμό των δέντρων. Είμαι νεκρός μες το σκοτάδι,
είμαι ένα αστέρι μοναχό να σεργιανάει το θρήνο. Απλώνω τις ρίζες μου μα
κείνες πάνω στη πέτρα γκρεμίζουν τα φτερά τους, πάνω στων ανθρώπων τις βουλές,
στα δρέπανα πού βάσταγαν τα φονικά τους χέρια. Σύ , ξερίζωσες τη ψυχή, σύ
θέρισες τους κάμπους δίχως το πρόσταγμα της φύσης . Μα θά'ρθουνε καιροί ,
πρωτόπλαστε του κόσμου, πού θα νογάς το τρίξιμο των ξύλων σαν το
κορμί σου δοξάρι νά'ναι έτοιμο να σπάζει σε κομμάτια, το
συριγμό των φύλλων σαν να'ναι η ψυχή σου πού παλεύει με τον ανέμο, και τότε δεν
θα μένει πλεόν φως μές τις ικμάδες της σιωπής. Κρατάς ακόμη μαχαίρι στις παλάμες
σου, το βλέπω. Πήρες απόβραδο να ζωγραφίζεις με κείνο τις οπές μου και με τις
στάχτες μου ραντίζεις τους Θεούς σου, μά τούτες τις πένθιμες βοές μες σε σπηλιές
δεν θα τις κλείσεις , γενήκανε άνθρωπε θελιά πού απάνω σου κρεμιέται.''
read more “ΕΝΑ ΔΕΝΤΡΟ ΚΙ ΕΚΕΙΝΟΣ .... Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ”

ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΑΝΤΙΟ

Sunday, July 22, 2007

Τρέμοντας μη ζήσει μόνος του ως τα 80, μελαγχολούσε στο παράθυρο σαν να'χε μείνει πάνω σ'ένα τρένο, μία στάση πέρα απο τον προορισμό του. Η νύχτα είναι δικιά μου και δικιά σου μακρυνή αγάπη, ολέθρια, πού τώρα δε ζω παρά για να σ'αναστήσω. Mα να πού τα λόγια δεν φτάνουν πια, τα λόγια είναι φενάκη και η αλήθεια εσύ... εσύ, μένεις να με οδηγείς με τη σκοτεινή φωτοβολίδα σου στο χαός αυτό, το χάος μου, πού φρόντισες να το γεμίσεις με τη φωνή σου. Τί ήρθα; Πού πάω; Τί ζητώ; Γιατί χωρίς εσένα λιγόστεψε το φώς μου; Μακρυνή, μακρυνή πού μού φαίνεσαι αγάπη μου, μακρυνή, μακρυνή πού είσαι τώρα. Μ' άφησες τα σημάδια σου ανεξίτηλα, τόσα ρούχα, τόσες γραφές στον αέρα, τόσα αποτυπώματα στη σκιά, πώς να πώ ότι όλα αυτά ηταν ενέργεια και σύ ξαναγύρισες στη πηγή σου. Θέλω να'ρθω να σε βρώ. Είσαι γλυκιά και σ'αγαπάω, μονάχα όταν έρχεσαι να σε δώ να φοράς τα ρούχα πού μ'αυτά σε γνώρισα. Έτσι σ'αγάπησα, έτσι σε πίστεψα. Σ'αισθάνθηκα λίγο μακρυνή όταν γύρισες απο την Αμερική, μετά απόκτησες μία κρούστα ασάφειας, απ' το να τα πνίγεις όλα μέσα σου κόντευες να πνιγείς η ίδια. Σ'αυτό το πολύ βιαστικό πέρασμά μας απο τη γή καθένας μας αφήνει μιαν ανάσα, μιά πνοή κι όλα μετά τα σβήνει. Μή ζητάς να μάθεις πιο βαθιά τα μυστικά, δεν υπάρχουνε, μα κι αν υπήρχαν δεν τα ξέρουμε κι αυτά... δεν τα ξέρουμε. Δεν έχω άλλα δάκρυα, μισώ το γράψιμο πού'ναι εκτόνωση, πού μού δίνει την αίσθηση ότι κάνω το χρέος μου απέναντί σου. Το μόνο χρέος μου γλυκιά μου αγάπη, για πάντα χαμένη, είναι να κλαίω για σένα, να κλαίω, να κλαίω. Κι όταν δεν το μπορώ, αρρωσταίνω...

( απόσπασμα απο το '' Τελευταίο Αντίο'' του Βασίλη Βασιλικού)

υ.γ. Έπειτα από τόσα αστέρια μπλεγμένα στα μαλλιά μου, ύστερα απο τόσους χειμώνες ξεχασμένους στο προσκεφάλι μου, ξέρω πώς τίποτα πια δεν καρτερώ απο ένα καλοκαίρι. Είναι τούτες οι στιγμές σκληρές σαν την αφή της μέρας , σαν τη δορά του αχινού σε δάχτυλα αμόλευτων καιρών , αδούλευτων πάνω στ'όργωμα του ήλιου.

Πάλι θα πεις πώς ξαποσταίνω στις γραμμές φυγοριγώντας , και θα'χεις δίκιο. Να'ναι πού πια δεν βρίσκω άλλη λησμονιά σε τούτες δα τις ώρες, μονάχα το κέντημα στις λέξεις πού τάχα προτιμώ απο τόσες αλήθειες, ή πάλι οι λέξες οι νεκρές να ράγισαν τόσο τη σιωπή μου. Ποιός ξέρει;

Μα τούτα τα λόγια κείνες τις μέρες του '95 δεν σκέφτηκα πώς μια ολάκερη ζωή θ' αφήναν το αχνάρι τους στα χείλη μου. Τόσο μακρυά απο τις μνήμες μου το α- σήμαντο, τόσο κοντά στην ανάσα τους η ψυχή μου.

Κι εσύ ν 'αποκοιμιέσαι πλάι μου ακόμη...

Μαρία Νεφέλη

read more “ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΑΝΤΙΟ”

CRUCIFY

Friday, July 20, 2007






Ive been looking for a savior in these dirty streets
Looking for a savior beneath these dirty sheets
Ive been raising up my hands- drive another nail in
Just what God needs, one more victim

Why do we crucify ourselves
Everyday I crucify myself
Nothing I do is good enough for you
Crucify myself
Everyday I crucify myself
And my heart is sick of being in chains

Tori Amos

read more “CRUCIFY”

Monday, July 16, 2007

16/7/έτος σιωπής

Για μία ακόμη μέρα αναμένω την έλευση του φθινοπώρου. Μη με ρωτάς πια
και τούτο γιατί κουράστηκα να κατέχω απαντήσεις και ίσως γιατί τώρα δεν βαστώ το λόγο στα χείλη μου. Να ελπίζω λοιπόν πώς με τη σιωπή σου θα τυλίξεις τη σκέψη μου, να ελπίζω, να ελπίζω. Και με κρωγμούς ανέλπιστους να λέω πώς Δεν εγκαταλείπω, δεν εγκαταλείπω... Να γελάσω τώρα πλέον θαρρώ πώς μπορώ, υποφέροντας την αλητεία μου. Ναι, μωρέ ετούτη την αλητεία πού μονάχα εσύ της έδωκες γνώρα. Κι αν όλα τούτα πού απάνω στο χαρτί αράδειασα σα χαμένες σοδειές αδιάφορο σ'αφήνουν, σού λέω πώς και τούτο το γνώριζα . Σαν απο Χρόνια πολλά, ''αδερφέ μου''... Μα είναι πού άμα δεν γίνουν σκαλίσματα , χαράσσει το καλέμι τους τα μάτια μου κι έπειτα στάζουν δάκρυ.
Κι είναι πού τέτοιες οι μερες να Θέλω να πέσουν τα φύλλα καταγής , θέλω να φουσκώσουν οι θάλασσες , να μυρίσουν τα πρωτοβρόχινα πανωφόρια ναφθαλίνη, να κατσαρώσουν τα μαλλιά μου, να ξεφτίσουν τα χείλη μου πάνω στην ανάσα του χειμώνα. Έστω να καταφέρουν τα χέρια μου ν'αμπαρώσουν τα πορτόφυλλα, έστω να κατορθώσω να γδάρω τούτο το καλοκαίρι, και μαζί του κάθε θάλασσα, κάθε γαλάζιο, καθε αρμύρα.Κουράστηκα...
read more “ ”

Fade into you

Sunday, July 15, 2007

read more “Fade into you”

ΘΕΛΩ ΤΗ ΜΕΡΑ ΠΟΥ ΘΑ ΦΥΓΕΙΣ ΑΠ' ΤΟ ΠΡΩΙ ΝΑ ΜΟΥ ΓΕΛΑΣ

Saturday, July 14, 2007


Στεκόμουν σήμερα μπροστά σ'έναν καθρέφτη παλεύοντας να σχηματίσω με εκφράσεις τη φυγή των ανθρώπων. Έπαιζα με τα δάχτυλα πάνω στα χείλη μου, έκοβα σε κομμάτια ένα χαμόγελο, τράνταζα το κορμί μου πάνω στις σκέψεις , ύψωσα τα δυό μου χέρια ψηλά στον ουρανό καταπώς οι θείες τραγωδίες σπείραν τη μνήμη μου. Προσποιόμουν πώς φεύγω. Κι ήλθε να μού θυμίσει ένα παλιό στιχούργημα πώς θα'ναι ''παράξενο κοχύλι'' η φυγή μας και πώς ακόμη δεν μάθαμε να δραπετεύουμε με περήφανα τα στήθη μας. Δίχως το παιχνίδι της παντομίμας , δίχως κραυγές και περιττά πλουμίδια η φυγή των ανθρώπων στέκει μισή και πάντερμη.
Κι έπειτα είπα πώς έχει κι αυτή μιά δωρικότητα, χαμένη στη γενιά μας. Κάποτε οι κινήσεις απομένουν σιωπή, κάποτε η σιωπή γίνεται ηφαίστειο, κάποτε η σιωπή γίνεται λέξη. Άραγε να μάθει ποτέ αυτός ο κόσμος που ολοένα καυχιέται πώς το φεγγάρι επόρθησε, πώς τα πουλιά σαν έρθει η μέρα ν'αλαργέψουν προς το Νότο χάνονται δίχως κραυγές στον απαλό ορίζοντα[;] Κι είναι γραφτό πώς κι οι Θεοί ακόμα πίσω δεν θα τα φέρουν...
Έδεσα τα μαλλιά μου , χάραξα ανάγλυφες κραυγές στα χείλη , κράτησα την ανάσα μου σάμπως να πάσχιζα πάλι το οδυνηρό. Μα είναι πού κι εκείνο κοιμάται μέσα μας καμμιά φορά και δεν χωράει στις κινήσεις των άπληστων ανθρώπων. Κι αν σιγοκαίει τη ψυχή μας σαν κλαράκι ξερό αρνείται πεισματικά να θεριέψει τη φλόγα. Έτσι ακούω στα τραγούδια του κόσμου τη φυγή. Κουρελιασμένη και αμαρτωλή γυναίκα γυρνάει στα τραπέζια των πολλών και ζητιανεύει περηφάνεια. Πώς χαθήκαν οι σιωπηλοί λυγμοί στα χρόνια μας;
Ηύρα ένα χαμένο φόρεμα και μιά παλιά ''φωτογραφία'' να μού θυμίζει πώς οι μέρες περνούν σαν χάρτινα καραβάκια πάνω στα κύμματα . Και βουλιάζουν στους βυθούς πλάι στα κοχύλια δίπλα σε σαπισμένα σκαριά κι ανείπωτα καράβια πλάι στων ποιητών τα όνειρα. Πού νά'ναι άραγε το είδωλό σου; Σε ποιά Σπάρτη διαφεντεύεις τα βουνά σε ποιά Αίγυπτο κεντάς τα γαλανά υφάδια σου; Όχι, πώς θέλω να σε δώ και τούτη τη μέρα. Μίσεψες κάθε ελπίδα, έσβησα κάθε απαντοχή, κοντά σε σενά η φυγή δεν είναι πια ζητιάνα. Μοναχά ένα βλέμμα θηλυκό απόμεινε να με χαράσσει, κυανό, σαν αστεράκι να τρεμοπαίζει μες τις νύχτες μου σαν ανεμώνα να σκορπά τα πέταλά της πάνω στις χούφτες των ανέμων.
Κι η φωνή σου... ερτζιανά κύμματα μέσα απ'το παλιό ραδιόφωνο πλάι στον τοίχο πού μένει κενός εδώ και χρόνια.
read more “ΘΕΛΩ ΤΗ ΜΕΡΑ ΠΟΥ ΘΑ ΦΥΓΕΙΣ ΑΠ' ΤΟ ΠΡΩΙ ΝΑ ΜΟΥ ΓΕΛΑΣ”

ΑΝ ΘΥΜΗΘΕΙΣ Τ'ΟΝΕΙΡΟ ΜΟΥ

Monday, June 25, 2007

Στην αγκαλιά μου κι απόψε σαν άστρο κοιμήσου
δεν απομένει στον κόσμο ελπίδα καμιά
τώρα που η νύχτα κεντά με φιλιά το κορμί σου
μέτρα τον πόνο κι άσε με μόνο στην ερημιά

Αν θυμηθείς τ' όνειρό μου
σε περιμένω να 'ρθεις
μ' ένα τραγούδι του δρόμου να ρθεις όνειρό μου
το καλοκαίρι που λάμπει τ' αστέρι με φως να ντυθείς


Νίκος Γκάτσος

υ.γ Ένα καλοκαίρι καμωμένο με όνειρα και... βρεγμένα απο θάλασσα αστέρια. Ειδάλλως αστερίες νοτισμένοι απο αρμύρα να αγκιλώνουν τον κόρφο τ'ουρανού. Έτσι σε θέλω, χάδι τ' Αυγούστου. Καταπώς λέν τα παραμύθια... καταπώς τραβούν οι μέρες.
read more “ΑΝ ΘΥΜΗΘΕΙΣ Τ'ΟΝΕΙΡΟ ΜΟΥ”

ΕΝΑΣ ΠΑΛΙΑΤΣΟΣ ΕΙΜ' ΕΓΩ, ΚΑΛΗ ΣΑΣ ΜΕΡΑ.

Saturday, June 23, 2007

Προσπάθησα σήμερα να σκεφτώ τί απλώνεται δικό μου πάνω σε τούτα τα χώματα. Ποιός ξέρει πάλι τί ονειρεύτηκα το χθεσινό βράδυ; Η αλήθεια είναι πώς τίποτε δεν φανέρωσαν οι Θεοί στη σκέψη μου. Λένε, πώς σαν διαβείς τα σταυροδρόμια της αναζήτησης οι Θεοί φανερώνουν μιαν αλήθεια. Φτάνει μόνο τα δίχτυα σου να μην είναι ξεσκισμένα απο τις ανθρώπινες βουλές. Δεν θυμάμαι απο πού το ξετρύπωσα τούτο το ' ''κουρελάκι'', ίσως και να το γέννησαν εκείνες οι αταβιστικές κυράδες πού χρόνια τώρα αγκουσαίνωντας παραπατούν πάνω στα όνειρά μου.

Καμμιάν αλήθεια για μένα. Μονάχα ένα τετράδιο χαραγμένο εφηβικά δάκρυα, ένα ξύλινο μπαουλάκι γεμισμένο στολίδια κι ένας γεράκος γύψινος σταυροπόδι πάνω στο παγκάκι του. Κείνο το τελευταίο είναι βουτηγμένο στις παιδικές μου χούφτες. Ένας ξερακιανός, αποριγμένος γέρος να τηγανίζει ψάρια κι ένας σκύλος σωριασμένος στα ξυλιασμένα ποδάρια του να τού γυρεύει συντροφιά, όλα τυλιγμένα στο γύψο των ανθρώπων. Θυμάμαι τώρα πώς μού θύμιζε το Βιτάλη, ξεφυλλίζοντας στη μνήμη μου το ''χωρίς οικογένεια'' του Έκτορ Μάλο. Κι έπειτα πόσες νύχτες ν'αποξεχνιέμαι στα μάτια του δίπλα στο τζάκι μιας γιαγιάς πού αδυνατίζει η μνήμη μου σαν με βαραίνουν τα χρόνια.

Φόβαμαι πώς ξεχνώ τις μυρωδιές, κείνα τα φοβισμένα όνειρα, τις αγγαλιές πού βάθαιναν μέσα στα χέρια, τα ξύλινα παραθυρόφυλλα, το ''νυχάκι'' μέσα στις ντουλάπες τις παλιές.
Μα πάλι τρέμουν δυο φυλλαράκια μέσα μου, σαν όλα τούτα πού καμώθηκαν δικά μου με τις μέρες, άδειασαν μέσα στις τρύπιες μου παλάμες.'' Ένας παλιάτσος είμαι εγώ, καλή σας μέρα'' , σφυρίζει μια παιδική νότα. Αυτό μού δόθηκε, αυτό χαράμησα, ετούτο μεθοκόπησα πάνω στ'αγκάθια της ζωής. Μονάχα πού ματώσανε τα πόδια μου σε τούτα τα πατητήρια. Κι έχω να βαστώ στα χέρια μου τρία σκουριασμένα απομεινάρια θύμησες, γύψινα χάρτινα, ξύλινα - ολότελα δικά μου.

Όχι πώς ξάφνου θέλησα ν' απλώσω ρίζες στα κυανά χώματα του κόσμου. - Ναι, είναι οι χωματένιοι κήποι πού στολίζουν τις μέρες μου χρόνια τώρα κυανοί, σαν θάλασσες βουλιάζουν τη ζωή μου- . Όχι πώς ξάφνου αποζητάω ξεχασμένα λογάρια να καρπίσουν το θυμικό μου. Σώνουν τα λιγοστά πού κέντησαν τη ματιά μου.
Μα, να πού τώρα δα, σαν κάτι να λείπει απο σιμά μου. Γυρεύω στα όνειρατά μου ν'αγκιστρώσω τη ζωή , μ'αυτη τη θαλασσογραφία πετάγομαι τα βράδια σαν να καρφώσαν το καμβά της πάνω μου. Θυμωμένη θάλασσα, άγρια γυναίκα γιομάτη μαδέρια να ξεβράζει στη ψυχή μου.
''Γυρεύω ν'αγγιστρώσω τη ζωή''. Μ'απόκριση καμμιά δεν απόσωσαν τα κύμματά της, λές και κατέχω εγώ τις απαντήσεις.
Πόσοι παλιάτσοι σε τούτον τον τόπο γυρεύουν αγγίστρια, πόσα τα τρύπια δίχτυα, πόσες οι θαλασσογραφίες [;]
Ακούτε Θεοί ;;;;;;;

'' Ξέρω να κλαίω, να γελάω, να πονώ
ξέρω να λέω την αλήθεια πέρα ως πέρα
γι'αυτό μπορώ να σας το πώ.
...Ένας παλιάτσος είμαι εγώ, καλή σας μέρα.''
read more “ΕΝΑΣ ΠΑΛΙΑΤΣΟΣ ΕΙΜ' ΕΓΩ, ΚΑΛΗ ΣΑΣ ΜΕΡΑ.”

ΠΑΛΙΑΠΟΤΗΝΑΡΧΗ-ΠΑΙΧΝΙΔΙΑΠΑΝΩΣΤΗΝΑΜMO

Monday, June 18, 2007


Λέω να καθήσω κι απόψε στο σκαμνί της λοιδωρίας. Εσύ τί λες;

Άλλωστε δεν δοκιμάζω για πρώτη φορά τα σανίδια της.

Μόνο, αγάπη μου, κοίτα μην αστοχήσεις κι άλλο τους χειμώνες . Περιμένω, τί κάθεσαι;

Μ' ένα πουλί καρφωμένο στο στήθος να θυμίζει δολώματα περασμένων [.........]

Ναι, ναι τώρα δεν φοβάμαι τους ανθρώπους, τώρα ξαστέλνω τα θεριά μου να παλέψουν μαζί τους. Η ΔΟ Ν Η-
Μ Ι Σ Ο Σ- ΕΡΩΤΑΣ - ....ΕΛΕΥ- [ΘΕΡΙΑ] ''Είναι κι αυτός ένας ειρμός της σκέψης''.

Σαν τα μερέψεις η ζωή σε κερνάει ένα χαμένο ηλιοβασίλεμα. Τόσο το μερτικό της.


********************************************************************************


Τακτακτακτακτακτακτακ. Με πονά η σκέψη σου τόσο πού δεν καταλαβαίνεις πώς νογούν τα σπουργίτια κάτω απο την αγχόνη των καιρών. Πάψε να τραγουδάς τον ίδιο σκοπό.

θέλων'αρχίσωαπ'τηναρχήθέλω
ν'αρχισωαπ'τηναρχή θέλωνα γνέψωστηναυγή.

Δενμεξέρεικανείςδενμεξέρεικανείςποτέ
δενέμαθεκανείς.Στοπ.

Πόσες φορές να στο πώ- Τίποτε δεν αλλάζει σε τούτους τους τόπους. Μονάχα τα δέντρα γέρνουν την νύχτα πάνω στις όχθες των ανθρώπων. Άκουσεάκουσεάκουσε τη Φωνή μου*********δενακούςδενακούςδενακούς τηΦωνήμου.
Μονάχα τα δέντρα γέρνουν πάνω στις όχθες.
-Γερνούν.
-Ναι, και τα δέντρα γερνούν, είπες.
*********************************************
Ήρθαν χειμώνες πού μιλήσαν για ανθρώπους. Μέσα σε κείνες τις στέπες χόρτασα το χώμα πάνω στα χείλη μου, μια γέψη απο καρπούς στιφούς, δάχτυλα πού έτρεμαν σαν τα κρατούσες, καπέλα και φορέματα αποβροχής, δάκρυα σαν τα σταφύλια πάνω στα μάγουλα κι ένα λόγο όλο ρωγμές.
Με κούρασε τούτη η θάλασσα, είπες, κι έπήρες να ζεσταίνεις τα χέρια σου πλάι στο μαγκάλι. Τρύπιες οι λέξεις πού να χωρέσουν τόση οργή.
- Παίρνω ένα λόγο λασπωμένο και φέυγω - σαν σήμερα γεννήθηκε ένα αστέρι. Ακόμη δεν είδες τίποτε μες το κενό.
- Λαβαίνω τα λόγια σου, συγχωρεσέ με.
''Καληνύχτα Κεμάλ. Αυτός ο κόσμος δεν θ'αλλάξει ποτέ. Καληνύχτα.''
read more “ΠΑΛΙΑΠΟΤΗΝΑΡΧΗ-ΠΑΙΧΝΙΔΙΑΠΑΝΩΣΤΗΝΑΜMO”

ΑΠΟΨΕ

Wednesday, June 13, 2007

Aπόψε πού τα κύμματα φτερουγίζουν στης καρδιάς τa aκρογιάλια...Θέλω να πώ, απόψε μόνο.
Αντίο.
Για όσα χάδια περισσά δεν στάθηκαν βολετό να ξεπλύνουν το κορμί μου.
Απόψε πού τα μάτια μας κεντούν στον ουρανο αστέρια.
Για μένα. Για σένα.

Υ.Γ Τώρα διαβάζω την προδοσία, συλλαβιστά.

read more “ΑΠΟΨΕ”

ΔΕΝ ΠΕΙΡΑΖΕΙ

Tuesday, June 12, 2007

Κι αν πάλι σώθηκε το νερό στις χούφτες μας,
δεν πειράζει. Όσο γεμίζουν οι ουρανοί αστέρια, υπάρχει ελπίδα.
Μα τώρα δα πού οι μέρες μας τραβάνε προς το Νότο, φώλιασε ένα σκιαγμένο περιστέρι μες της ψυχής τα δάχτυλα. Πώς να το διώξω;


Mαρία -Νεφέλη

«ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΓΥΡΕΥΑ ΕΙΜΑΙ.»
read more “ΔΕΝ ΠΕΙΡΑΖΕΙ”

ΑΠΟΘΑΝΕΤΩ Η ΨΥΧΗ ΜΟΥ ΜΕΤΑ ΤΩΝ ΦΥΛΛΩΝ

Monday, June 11, 2007

Ήταν οι σκέψεις μας θολές σαν άνθιζαν τα γιασεμιά πλάι στα καλοκαίρια. Κάτι παλιές φωτογραφίες με ξεφτισμένες τις άκρες τους, θύμιζαν τις παλάμες μας νωπές να αγροικούνε τις γραμμές που θά'ρθουν να χαρακτούν,σε μακρυνά φεγγάρια. Κείνες οι μυρωδιές πού ξεχαστήκαν πάνω στις καμινάδες μιας πόλης, μέσα σε τοίχους αδειανούς απ'τη σιωπή.Κείνα τα ηλιογέρματα γιομάτα πικροδάφνες και ματωμένα γόνατα, άγουρα δάκρυα στα τυλιγάδια ενός γέλιου, κέρινες κούκλες σπασμένες με όνειρα, απόμειναν ρυτίδες στα μάτια ενός ανθρώπου.
Κι ήρθαν οι μέρες ν'ανοιχτούν οι Συμπληγάδες της ψυχής, στα ικριώματα ν'ανθίσουν λαιμητόμοι. ''Για ποιά ψυχή[;] Για ποιά ψυχή[;], πρέπει εγώ να μολογήσω, στερνό μου καλοκαίρι; ''. Μα ήσαν οι καιροί του θερισμού κι είχαν ανάγκη τις ψυχές στο μάγκανο του Άδη. Δρόμος για λυτρωμό πού σώθηκε μαζί με την ελπίδα. Καιρός γι'αλήθειες.
Γυρίσαμε τις απαλάμες μας στον ήλιο καθώς οι απόσκιοι ροδαμοί πού γλύφουν τα κεντίδια του σαν στερέψουν τ'αδράχτια τ' ουρανού. Ψαύαμε έναν καιρό γιομάτο θύμησες, αυλάκια πίσω απ'τις φλέβες της αφής, βουβά τα χάδια των παλιών.Τίποτε. Κι άλλοι σαν εμάς σαν κάτι να φωνάξανε μέσα απο τραυλίσματα και ήχους σφαγερούς. ''Κατάρα η μνημονιά των χρόνων πού περάσαν''.
Ξεσπάσαν λυγμωδοί κι ανθρώποι σκορπιστήκανε στις άκρες του ορίζοντα σαν να 'ναι το φευγιό τους λέει, μια κάποια λύση.''Δεν βαστάνε τ'ανθρώπινα δοκάρια τσεκουριές,είναι πού δεν βαστούν αλήθειες''. Κι όποιος ετόλμησε θαρείς να αντιλογήσει, μαχαίρι στα μεριά του τα χέρια των Θεών θε να το στρίψουν. Ασκέρι των θεών πικρό κι αβόλετο.
Καιρός γι'αλήθειες.
read more “ΑΠΟΘΑΝΕΤΩ Η ΨΥΧΗ ΜΟΥ ΜΕΤΑ ΤΩΝ ΦΥΛΛΩΝ”

ΔΙΧΩΣ

Tuesday, May 22, 2007


Σού στέλνω ένα γράμμα που ποτέ δεν θα διαβάσεις. Σαν εκείνα τα απομεσήμερα που ποτέ δεν αντίκρυσες στα μάτια μου.
Ναι , σού στέλνω ένα γράμμα σιωπήλο σκισμένο σε χίλια κομμάτια , μαραμένο στα συρτάρια του νόστου, αποριγμένο από τα χεριά των ανθρώπων, μαργωμένο στις βουλές των Θεών. Σάμπως να θέλησα τούτη τη νύχτα να τη μάθεις απο τα χέρια μου, που άλλος κανείς δεν στάθηκε ικανός να στη διδάξει. Τούτη τη νύχτα τη δικιά μου ξέρω πώς θα θελα να στη χαρίσω. Μονάχα πού δεν καρτεράει μουσικές ούτε μορφάζει πίσω απο παιδιάστικα γελάκια, δεν υποκρίνεται τα ερμαφρόδιτα προσωπεία των γελωτοποιών... δεν γογγύζει μέσα στα σώματα τ' ανθρωπινά τον αβάσταχτο καημό της. Είναι μια νύχτα γυμνή, μ'ακούς ; - Θέλω να μ'ακούς. Όταν υπάρχω κι όταν χάνομαι.
Σαν αρχαία χορεύτρια σ' επιτύμβιες στήλες ξεκορμίζει τον χορό της απο τις χοάνες των καιρών , κρεμάει δρεπάνια στο δώμα τ'ουρανού σπέρνει το αλυχητό της στις κορφές των βοριάδων. Κι είναι πού πια καμμιά ντροπή δεν σελαγίζει το κορμί της, σα να χαθήκανε οι ανθρώπινες ρωγμές της, τώρα που ξέρει πώς σωθήκαν τα μαχαίρια στα χέρια των ανθρώπων. Κάτι ουλές σαν φεγγίζουν πανωθέ της τα λυχνάρια τής θυμίζουν πώς Μοναχά τ'αγάλματα στις νύχτες των αιώνων κρατούν αμάραντα ροδόφυλλα στις χούφτες τους.
Ετούτες τις λιγοστές στιγμές σού γράφω, κι έπειτα λέω πώς δεν υπάρχει λυτρωμός απο τη σκέψη. Δεν θέλω να μ' ακούς , δεν θέλω να μ'ακούς , δε θέλω να ξέρεις.
Τί κι αν τη φωνή μου τη κυκλώνουν ανέμοι κάθε βράδυ , εσύ δεν θέλω να ξέρεις. Ψέμματα. Δεκάδες γράμματα , αρίθμητα ψέμματα να καρφώνουν τις στεγες των ανθρώπων να μετράω τις πληγές μου. Σ' αγαπώ και πάλι ετούτη η κραυγή δεν φτάνει σε σένα. Κάποτε στέλναν περιστέρια να κουβαλούν τις σκέψεις στα φτερά τους, κάποτε οι λύγμοι ανταμώνανε τα καλοκαίρια. Να'ναι οι καιροί δύσκολοι, λέει πώς χαθήκανε τα όπλα.
Σού γράφω λοιπόν ένα γράμμα που ποτέ δεν θα διαβάσεις και σβήνω τους πόθους με μελάνι να ξορκίσω τις σκιές που αντάμωσαν απόψε τις σκέψεις μας. Έτσι θέλω να πιστεύω. Τόσο θέλω να πονάω. Θέλω να πονάω όσο υπάρχεις, όσο υπάρχω.
Κλείνω ένα γράμμα στις χούφτες μου, ένα τόσο δα χαρτάκι. Δεν έχω παραλήπτη ακουμπισμένο στο παράθυρο να περιμένει. Πρός... Εσένα πού μπορείς ακόμη ν' αναπνέεις μακρυά μου με τη θέλησή σου, ναί με τη θέλησή σου.


Τρίτη, 22 Μαίου έτος σιωπής.

read more “ΔΙΧΩΣ”
 
Google Analytics Alternative