... ΤΗΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΣΕΛΙΔΑ.
Sunday, November 25, 2007
Αναρτήθηκε από ****** ***** ****** στις 2:44 PMΚαλημέρα!
ΜΑΡΙΑ ΝΕΦΕΛΗ
Αναρτήθηκε από ****** ***** ****** στις 12:08 AMΚι εγώ; Πώς βρέθηκα κάτω απο τούτο το τσίγγινο παράπηγμα να μετρώ βρόχινες ρανίδες να πετροβολούν τούτη τη πόλη. Ποιά χέρια σκεπάζουν εμένα; Καί πώς ξέμεινα διψασμένη τούτη τη νύχτα εκπληρωμένους αγέρηδες να καρτερώ;
Παλεύω με φαντάσματα από τότε πού αντίκρυσα το γαλάζιο τ' ουρανού και της θάλασσας. Κέρινα ομοιώματα πού λιώνουν κάτω από τίς πρώτες ηλιαχτίδες, στή νύχτα πάνω με βρίσκει το τελείωμα της τέχνης μου, εκείνο το αποκαμωμένο βράδυ πού μ'είδες να ξεπλένω τα χέρια μου πλάι σου και το χαρτάκι στο προσκέφαλό σου να χαράζει όνειρα ''Αύριο πάλι. Εσύ κι εγώ. Ποτέ μαζί.''
Πές μου πώς το' γράφε Θέε μου...'' Πού να μαζεύεις τα χίλια κομματάκια τού κάθε ανθρώπου. Υπάρχει μια στέπα σιωπής κι αμηχανίας''. Πάνω σε τούτη τη στέπα, πάνω σε τούτη τη στέρφα γή χορεύω τα ταξίδια μου, απλώνω κατάχαμα τα ονείρατά μου και πάιρνω να τριγυρνάω στα σοκάκια δίπλα σε κείνες τίς ανεκπλήρωτες πολιτείες πού κάποτε μού τραγούδησες. Ξέρω πώς δεν με καταλαβαίνεις. '' Μα αν σού μιλώ με παραμύθια και παραβολές , είναι γιατί τ'ακούς γλυκότερα....'' κι ο έρωτας, κι ο έρωτας δεν κουβεντιάζεται Θεέ μου. Έτσί; Θά' ναι πού τη λαλιά του θέλησες να τη χαρίσεις στα μάτια των ποιητάδων στα φτερά των γεράνων στα δίκοχα των πολέμων. Ξέρω πώς είσαι εκεί, μά δεν θ'απαντήσεις.
Ετούτο το έτος της σιωπής θαρρώ πώς θυσιάζω στο βωμό των ανεκπλήρωτων εγκωμίων, στα λιγοστά των ανθρώπων, κι αφήνω τούς πολλούς στα εκπληρωμένα θέλω τους να ξεπεζεύουν το ξημέρωμα στίς πόλεις. Βαυκαλίζομαι πώς τα ταξίδια ,το λοιπόν, δεν έχουν τελειωμό κι η θάλασσα είναι απέραντη σαν χύνεται μέσα στ' αυλάκια της ζωγραφιάς μου. Έχει το χρώμα σου, θυμάσαι;
Ξαναγεννιέμαι Θέε μου θα πεί πονάω. Σωστά;
Δικαιοσύνη θα πεί πώς πληρώνεις όσα αρνήθηκες να δείς.
Όσα φοβήθηκες.
Έρωτας θα πεί...
'' ΑΡΙΜΝΑ ΕΦΗ ΕΛ... εκεί, πάνω σ'αυτό το ΕΛ η πέτρα είχε κοπεί και σπάσει. Το θυμάμαι καλά.''
Τί να' λεγαν τα λόγια παρακάτω, άραγε; Εκείνο το άλλο μισό τής πέτρας ποιός το' κρυψε κάτω απ'τίς φτερούγες του;
Ξέρω πώς δεν θα μάθω ποτέ.
''Ο ΜΑΤΩΜΕΝΟΣ ΓΑΜΟΣ''
Thursday, November 15, 2007
Αναρτήθηκε από ****** ***** ****** στις 10:05 PMθα σε τραβήξω αγαπημένη,
κάτω απ’ τη γέρική μου Ιτιά,
κι εκεί σιγά σιγά,
στην αγκαλιά μου ακουμπισμένη,
όσο η Σελήνη θ’ ανεβαίνει,
χλωμότερη κι από γυναίκα πεθαμένη,
σιγά σιγά, ψιθυριστά,
θα σου ιστορήσω ένα ένα
τα θλιβερά μου μυστικά…
Μυρτιώτισσα
Κάποτε μού ζήτησαν ένα μονόλογο να τον εκάμω δικό μου, να τού φορέσω στολίδια, ΄κι έπειτα να τον κοιμίσω επάνω στα μωσαικά μιάς παγωμένης αίθουσας. Κρούσταλλα τα χέρια και τα πόδια μου , μά έτσι έπρεπε να'ναι, τί ήμουν ένα φεγγάρι, γυμνό μές τα σκοτάδια μιάς πόλης. Έχεις ακούσει ποτέ το φεγγάρι να θρηνεί; Έλεγε θαρρώ:<< Είμαι ένας κύκνος στρογγυλός μές το ποτάμι/ είμαι ένα μάτι στα ψηλά καμπαναριά/ και μες τις φυλλωσιές / φαντάζω ψεύτικο φώς της χαραυγής.>> Δεν μπορώ ακόμη να θυμηθώ γιατί το πήρα μαζί μου ετούτο το φεγγάρι και πώς ξεδιπλώθηκαν απόψε τα τυλιγάδια της μνήμης, μά λέω πώς θυμάμαι τη μοναξιά του. Είχε μιά στάλα δάκρυ στα μαγουλά του σαν αποξεχασμένος δροσουλίτης κι ένα μίσος κρυμμένο σα δρεπάνι στο θηκάρι του... είχε κάτι απο το σήμερα ίσως και απο την αύριο πού επιμένω να μήν ξέρω.
Δεν ξέρω γιατί απόψε διπλώθηκε στα πόδια μου ετούτο το φεγγάρι, μονάχα πού να, σκεφτόμουν χθές πώς είν παράξενος ο πολεμος μές τις ψυχές των ανθρώπων σάν έρθει η ώρα του θερισμού. Ώρα του θερισμού θα πεί στιγμή δικαιοσύνης, σαν εκείνη πού σκορπίζουν οι Θεοί πανω στ'αρχοντικά των ανθρώπων κάτι ώρες σιωπηλές, ξεχασμένες , βουβές σαν χιονισμένα απόβραδα του Δεκέμβρη.
Καράβια οι άνθρωποι, κι όλο για καινούρια ταξίδια κινούν, χώρες μακρυνές , φτιάνουν χάρτες με το φτωχικό τους μυαλό, κι έπειτα παίρνουν ν'αλαργεύουν κατά το Νότο, σαν τα πουλιά . Σαν τα καράβια.
- Πού πάτε μωρέ, όλοι σας, φωνάζει ένας γερασμένος πεύκος. Δέστε τα ποδάρια σας στη γή , τί μού υψώσατε κατάρτια, πανιά γιά πούθε σηκώσατε, με τέτοια φουσκοθαλασσιά;
*************************************************
Θα χαλάσει ο καιρός, το άκουσα σήμερα.
Καράβια οι άνθρωποι, αναπαμό δεν κατέχει η ψυχή τους. Ποιές είνα εκείνες οι κυράδες πού τούς κουνάνε λευκά μαντήλια απ'τις στεριές; Εκείνες πού ξεπλένουν το τραγούδι του νόστου με δάκρυα πλάι στα τρεχαντήρια...
Μού πήραν τα ταξίδια μου. Μ' ακούς;
ΕΠΙΤΥΜΒΙΟ
Αναρτήθηκε από ****** ***** ****** στις 12:05 AMν' ανασάνεις
ανάμεσα στο πρόσωπό σου και στο πρόσωπό σου
μιά τρυφερή μορφή παιδιού γράφει και σβήνει.
Γ. Σεφέρης
ΚΟΚΚΙΝΟ
Tuesday, November 13, 2007
Αναρτήθηκε από ****** ***** ****** στις 3:25 PM................................................................................
Ξέκλεψα κι ένα βερνίκι απο κάποιο μαγαζί- κόκκινο σαν τη ψυχή σου. Το φοράω( σ'αρέσει;)
Κι εκείνο το φόρεμα πού στάθηκε να ρεμβάζει πίσω απο το τζάμι κάποιας βιτρίνας- κόκκινο όπως τα μάτια σου βουτηγμένα στον έρωτα. Θα το πάρω μαζί μου( μήπως ανταμώσουν τα φεγγάρια μας κάποιο νυχτέρι).
Κάπως έτσι λοιπόν, σήμερα. Ναί, τύλιξες τίς στιγμές μου.
Να δείς τί ξέσπασε στο μυαλό μου σαν καλοκαιρινή καταιγίδα τώρα... Πάλι μνημούρι στον Αγγελόπουλο θα στήσω. Ένας άνθρωπος στη μέση του πουθενά αναμεσα στα βουνά, πλαντεμμένα τα φυλλοκάρδια του απο το στασίδι της μοναξιάς, ουρλιάζει κι αγροικά την αντιλαλιά του. Μασουλάει ένα μπισκότο και καθώς κοιτάει τα χαρακωμένα βουνά πετάει ένα κομμάτι στο κενό :'' Έεει, μοναξιά, πάρε κι εσύ ένα μπισκότο'', τής φωνάζει.
ΧΩΡΙΣ ΤΙΤΛΟ
Sunday, November 11, 2007
Αναρτήθηκε από ****** ***** ****** στις 7:35 PML' ETERNITE ET UN JOUR *
Sunday, November 4, 2007
Αναρτήθηκε από ****** ***** ****** στις 3:23 PM''20 Σεπτέμβρη 1966
Saturday, November 3, 2007
Αναρτήθηκε από ****** ***** ****** στις 10:41 AMΘέλω να σού δείξω το αγαπημένο μου φιλμάκι, χρόνια τώρα, κι είναι απο τίς λίγες αγάπες πού μείναν αναλλοίωτες μέσα μου... αν έχεις την υπομονή δές το όλο, αλλιώς αρκέσου στην αγαπημένη μου σκηνή.
ΑΡΑΤΕ ΠΥΛΑΣ ΚΑΡΔΙΑΣ
Αναρτήθηκε από ****** ***** ****** στις 12:42 AMΕγώ όμως ετούτη τη φωνή τη στέριωσα δίχως θεριωμένους φόβους στη ζωή μου κι έχω '' ήρωες'' γιομάτο πληγές αποκαμωμένους στη σκήτη τους να σού φανερώσω. Εσύ; Ακούς ποτέ φωνές να σού διατάζουν τη ψυχή;
* Όχι, η φωτογραφία πού βλέπεις δεν στέκει άσχετη στον τοίχο. Είναι η πιό φοβισμένη αγγαλιά μου κι ένα παράπονο πώς δεν ήρθε ακόμη η ώρα πάνω σε τούτον τον κόσμο....για μένα.
ΗΜΕΡΑ ΤΡΙΤΗ
Sunday, October 28, 2007
Αναρτήθηκε από ****** ***** ****** στις 12:01 PMΚαι για τα πάντα απελπίστηκα
Τη ζωή τον έρωτα τη λήθη τον ύπνο
Δύναμη και αδυναμία
Δεν με γνωρίζει πια κανείς
Τ'όνομά μου ο ίσκιος μου έγιναν λύκοι.''
Paul Eluard
ΗΜΕΡΑ ΔΕΥΤΕΡΗ
Friday, October 26, 2007
Αναρτήθηκε από ****** ***** ****** στις 12:42 AMT.S Eliot
Θα φύγω . Θα πάρω το Σεφεριάδη στην αγγαλιά μου σιμά στη θάλασσα
ν'αποκοιμίσω τις σκέψεις, την κούραση. Μεγάλος κόσμος, βαριά η ανάσα του
κι εγώ θυμωμένη...θυμωμένη. Καπνίζω ασταμάτητα και δεν θυμάμαι, δεν θυμάμαι τί μού'πες... Διαβάζω, τίποτα. Σε σκέφτομαι . Ζηλεύω. Φοβάμαι. Επίθεση η ζωή μου.
Δεν είμαι εγώ.
ΗΜΕΡΑ ΠΡΩΤΗ
Thursday, October 11, 2007
Αναρτήθηκε από ****** ***** ****** στις 11:54 PMσκοτώθηκε το καλοκαίρι
μουσκέψανε τα λόγια πού είχαν γεννήσει
πού είχαν γεννήσει αστροφεγγιές
πολλά τα λόγια πού είχανε μοναδικό τους προορισμό εσένα''
Ακόμη ένα φιλί και θα σού δείξω πώς ανθίζει ένα κυκλάμινο μέσα στις χούφτες μου
κι έπειτα θα σού μάθω για τον βασιλικό και τα σημάδια της υπομονής χαραγμένα
στούς κήπους των ελπίδων. Θέλω να σού πώ για κείνο το παιδί που ζωγράφιζε θάλασσες πάνω στα χοχλάδια τ'ουρανού, για το ματωμένο σπουργίτι πού κάποτε στέριωσε μές τη ψυχή ενός αλήτη κι εκείνο το ζουμπούλι πού άνθισε όταν σε κοίταξα.
...
Άφησέ με να σε φιλάω γιατί μέρες δεν μείνανε πάνω σ'αυτούς τούς τόπους δικές μου
κι ούτε λυγμοί σωθήκανε στα στήθη μου για σένα. Ανάσες, ανάσες δικές σου στα χείλη , ένα κρυφό χάδι και τα σκοτάδια μου να σιωπούν μέσα στη νύχτα. Έστω για λίγο, για όσο θές.
''Θέλω να κάνουμε έρωτα'', αν το δώ χαραγμένο πάνω σε τούτες τις σελίδες ίσως μπορέσει η φωνή να τσακίσει έναν ήχο, γιομάτο ρωγμές. Ίσως μπορέσει ο καημός να βρεί σηματωρό στη μορφή σου.
''Ώ χαρά τραυματισμένη, μιάς στιγμής χωρητικότητα πού κλονίζει αιώνες!''
ΕΚΑΤΟΦΥΛΛΑ
Saturday, October 6, 2007
Αναρτήθηκε από ****** ***** ****** στις 2:20 AMΣε όσους πολέμους
κι αν με πάς θα σε νικήσω...
Σε εκείνους πού θέλησαν
μόνο ένα
τη στιγμή πού έπεφταν... Γ.Χ
SHARBAT GULA
Wednesday, October 3, 2007
Αναρτήθηκε από ****** ***** ****** στις 12:54 AMΕΠΙΛΟΓΟΣ
Saturday, September 29, 2007
Αναρτήθηκε από ****** ***** ****** στις 12:38 PMμά τούτα τα λόγια μού φτάνουν για επίλογο...
''Γιατί τόσους φακέλους έλαβα γεμάτους σύννεφα και θύελλες
Πού διψώ ένα στόμα να μού πεί: ουρανός, και να πλεύσουμε μαζί
στο δέλτα των ελπίδων...''
Προσανατολισμοί- Ελύτης
* ΜΙΛΗΣΕ ΜΟΥ, ΑΛΛΑ ΜΙΛΗΣΕ ΜΟΥ ΓΙΑ ΔΑΚΡΥΑ
Αναρτήθηκε από ****** ***** ****** στις 12:11 AMΠού τώρα πιά μπορώ να ανασάνω πάνω στα σκαλοπάτια
της σκέψης μου: εκείνο το βράδυ σαν ακούμπησαν τα δάχτυλά μας σε μια
βρεγμένη πανσέληνο,
ξέχασα να σε ρωτήσω για την αύριο. Τόσο η πλήθινη
νύχτα
τόσο εγώ κι εκείνο τ'ακρογυάλι πήραμε ν'
αποξεχνιόμαστε στο προσκεφάλι σου. Κι όλες ετούτες οι ανασφάλειες π' άναπαημό
δεν βρήκαν τόσες μέρες,
έβγαλαν ρίζες μες της ψυχής το περιβόλι . Ναι, μωρέ, είπα να
γίνω κι εγώ σαν τους άλλους, κουράστηκα μονάχη να τσαλαβουτώ στα ηλιοβασιλέματα,
μα τώρα που΄ξέφτισαν τα πείσματα απο τα φουστάνια μου κι εκείνος ο ''αποστάτης της
μοναξιάς'' βαρέθηκε το κουφάρι μου να συντροφιάζει, είπες να λιγοστέψεις τη μορφή
σου. Καλά μού'κανες, αρχοντά μου. Καλά μού κάνουν και της ζωής τα παραμύθια σαν
με περιγελούν . Τί νόμιζες πώς θα δακρύσω;
Μονάχα πού πείσμωσα με το χαμόγελό σου, πείσμωσα και με μένα
πού μ'έβγαλες απ'τη ρότα μου κι έμενα ν'αναρρωτιέμαι πόσο μολαίνει ο έρωτας τον
άνθρωπο και τη μιλιά του, πόσο ακάνθινο είν το στεφάνι πού φορεί στα στάχυα του
κι εγώ... Εγώ τίποτα. Απο κείνα πού έμαθα να παλεύω άλλο τρόπο δεν έχω παρά να
κοιμάμαι στο πλάι τους. Εσύ να δώ πως θα ξεφύγεις. Στη θάλασσα...
Εγώ δεν έχω θάλασσες να νανουρίζουν τη σκέψη
μου.
Λέω να τού δίνω, αρκετά με τα παραμύθια και τα χαμόγελά τους,
φαίνεται πώς κι εκείνα διαλέγουν τους ήρωες με περισυλλογή. Πώς το'λεγε
η Κατερίνα Γώγου εκείνο το ''απόστιχο''... '' Πού λες, γυρίζω
ξυπόλητη σ'έναν κόσμο πού θέλω ν'αλλάξω, αφήνοντας ματωμένα χνάρια στο πέρασμά
μου.''
Μαλακίες... μονάχα το μυαλό μου ματώνει κι η ψυχή, άστην αυτή
... ζαρώνει πίσω απο των φόβων τις οπές. Να γελάσω μπορώ...
Να δακρύσω ξέχασα, πώς θα ξορκίσω τον έρωτα; Με κοντυλιές πάνω
στους τοίχους...(;)Σώθηκε το μελάνι
μα εγώ κουράστηκα.
* Οδ. Ελύτης- Προσανατολισμοί
.
ΆΛΛΟ ΤΙΠΟΤΑ...
Wednesday, September 26, 2007
Αναρτήθηκε από ****** ***** ****** στις 7:22 PM''Σε ψάχνω στις παλιές φωτογραφίες τις χλωμές
όπου δεν μπορώ να σε βρω
σε ρυθμούς και κραυγές σε ψάχνω..... ''
Θέλω μαζί να δούμε ξανά τα φώτα .. Γιατί δεν απαντάς;
Saturday, September 22, 2007
Αναρτήθηκε από ****** ***** ****** στις 12:18 AMFriday, September 21, 2007
Αναρτήθηκε από ****** ***** ****** στις 5:18 PMυ.γ Σ' ενα σταυρωμένο ''
αύριο''
λικνίζεται πένθιμα η πίστη πάνω σε
λήκυθο.
Κι αιμορραγούν τα σωθικά των λόγων
της:
''Αποθανείν
θέλω.''
ΣΟΝΑΤΑ ΣΤΟ ΑΠΕΙΡΟ
Αναρτήθηκε από ****** ***** ****** στις 12:26 AMΣτέκομαι πάνω σε μια νύχτα βουβή και μετράω
κλωστές τα χρόνια.
Πές μου, πώς μετρούν οι άνθρωποι τις μέρες, ή
μήπως λογαριάζουν και τη σιωπή πλάι σ'αυτές; Γι'αυτό τάχα κεντούν αιώνες οι
γενιές τους ;
Λόγιασα ό,τι απέμεινε, ό,τι δεν έστρεψε το βλέμμα
του να με θωρήσει,
ό, τι δεν τραγούδησα κι εκείνο το παράπονο που
δεν λιγόστεψε στα χείλη μου,
όσα σιωπηλά κρατήθηκαν
απεγνωσμένα και τούτα πού δεν ξεκόρμισαν λυγμό .
Πές μου, πώς χαράζεται το άπειρο
στ'αλφαβητάρια του κόσμου;
Πές μου για να σού γράψω τους χρόνους μιάς
κραυγής,
ειδάλλως
δεν θα ξανανταμώσουν τα παραθύρια μας σε άλλες
νύχτες.
Μα δεν υπάρχει γραφή, μού λες, κι απόμεινα να
σκαλίζω τη νύχτα
μια νύχτα σαν και τούτη
θαρρώντας με το μελάνι της πώς θα στάξουν ζωγραφιές.
Ζγουραφιές, της λέω εγώ, αναμαλλιασμένες , σγουρομαλλούσες σαν τ'αποπαίδια του
Έρωτα
πού θα κυλήσουν απο τα ξάρτια τ'ουρανού δω χάμου
στ'απόπατα της γής καμωμένα
πώς
με ξέρουν.
Μετρώ κείνα τα βότσαλα, τις νύχτες
μου
πλάι σε λαδωμένα
καντηλάκια
σε παναγίτσες κι εκείνο τον θεόρατο Άι- Γιώργη,
πού δεν μαντάλωσε ποτέ της στ' άβαθα η μνήμη
μου.
Κι είναι πολλά, κυρά μου.
Πολλά σαν τα ηλιοβασιλέματα και γιομάτα
σαν το πυκνωμένο χορτάρι τις μέρες του Μαρτιού.
Έπειτα, σφυροκόπησα και τις σιωπές μου,
μά τούτες θαρρείς πλαντάξανε με τη βαριά
περπατωσιά τους το ψυχομάτωμα μου
κι είπα πώς άδικο μεγάλο να τις
στοιβάξω στα ερμάρια.Τούτες δεν
μετράνε.Ύστερα φτεροκόπησαν τα ''δεν'' ,
πλάγιασαν τα ερμοπούλια των καημών
κι έστησαν χορό πάνωθέ μου, σα να μην γνώριζα ποτέ
τον πηγαιμό τους .
Κι είδα να στάζουν καταγής ρανίδες οι
φοβέρες
αποσιωπητικά, βαλμένα
ακατάστατα
σκιαγμένα το χαμό τους. Πού να τα
χωρέσω;
Πώς να ξορκίσω τη πεθυμιά κι εκείνη την αγρύπνια
τους πάνω στη νύχτα;
Πές μου, πώς χαράσσεται το άπειρο, κυρά
μου...
'Η πάλι πώς ζυγιάζουν τ'ανθρωπινά τα χρόνια οι
ξυλοκόποι
σάμπως να βάλθηκα να
πελεκήσω
όσα δεν θέλησα να κάμω
κι όσα απόμειναν στερνά,
ταπεινωμένα...
Αλήθεια, έμαθες ποτέ πώς είναι να ''μην''
ξέρεις;
Πώς είναι να ''μην''
έχεις;Tην επωδή του ''λίγο ακόμη'',
κι ας ήταν ψέμα.
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
Monday, September 17, 2007
Αναρτήθηκε από ****** ***** ****** στις 3:05 AM- Δεν μπορώ
- Γιατί;
- Πρέπει να πηδήξω... Δεν γίνεται να φύγω...
-Γιατί;
- Αν κατέβω θα με πούν δειλό...
-Κανείς δεν θα το μάθει. Μην ανησυχείς...
-εσύ θα ξέρεις... εσύ θα ξέρεις πώς δεν πήδηξα, πώς κατέβηκα τη σκάλα...
-Μην είσαι ανόητος γιέ μου, δεν θα το πώ πουθενά...
-Αλήθεια;
- Κάποια άλλη φορά γιέ μου, κάποια άλλη φορά...
- Σίγουρα ;
- Μαμά... φοβήθηκα πολύ....
Saturday, September 15, 2007
Αναρτήθηκε από ****** ***** ****** στις 1:39 AMΚάτι νύχτες με σιωπηλούς φεγγίτες
κι ένα παράθυρο κλειστό πλάι στο δρόμο.
''Συλλέγω γαρίφαλλα και πεταμένες αναμνήσεις
έναν γυμνό φωνόγραφο τσακισμένο σε χίλιες φωνές,
μια σκουριασμένη ελπίδα κι ένα βιολί απο σημύδα
και νεκρική σιγή.''
Αν σού περσεύει μιά στάλα απο τούτες τις πραμάτειες,
μην με ξεχάσεις.
A -ΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ
Wednesday, September 12, 2007
Αναρτήθηκε από ****** ***** ****** στις 9:11 PMΚάθομαι εδώ και βρέχομαι. Βρέχει
χωρίς να βρέχει όπως όταν σκιά μας
επιστρέφει σώμα.
Κάθομαι εδώ και κάθομαι. Εγώ εδώ,
απέναντι η καρδιά μου και πιό μακριά
η κουρασμένη σχέση μου μαζί της.
Έτσι για να φαινόμαστε πολλοί
κάθε που μας μετράει το άδειο.
Φυσάει άδειο δωμάτιο. Πιάνομαι γερά
από τον τρόπο μου που έχω να
σαρώνομαι.
Νέα σου δεν έχω. Η φωτογραφία σου
στάσιμη. Κοιτάζεις σαν ερχόμενος
χαμογελάς σαν όχι. Άνθη
αποξηραμένα στο πλάι σου
επαναλαμβάνουν ασταμάτητα το
ακράτητο όνομα τους semprevives
semprevives - αιώνιες, αιώνιες μην
τύχεις και ξεχάσεις τι δεν είσαι.
Όσο δε ζείς να μ'αγαπάς.
Ναί, ναί μού φτάνει το
αδύνατον.Κι άλλοτε αγαπήθηκα απ' αυτό.
όσο δε ζείς να μ'αγαπάς.
Διότι νέα σου δεν έχω.
Και αλίμονο αν δε
δώσεισημεία ζωής το
παράλογο.
Κική Δημουλά
Φ...
Thursday, September 6, 2007
Αναρτήθηκε από ****** ***** ****** στις 2:27 AMΔεν φοβούμαι τον Θάνατο
Δεν φοβούμαι τον Θάνατο
Πόσες φορές θές να στο πώ για να πιστέψεις ;
Κι άλλες τόσες, για να συγχωρέσεις τη σκιαγμένη μου ανάσα... Τό'βαλα πείσμα να ξεμπερδέψω με τα όνειρα κι εκείνο το κορίτσι με τα ξομπλιασμένα φουστάνια και τα λητά μαλλιά είπα πώς θα το διώξω απο τους κήπους. Δεν αντέχω, ακριβέ μου ήλιε τα ουρλιαχτά του .
Κι όταν θα φύγεις, κορίτσι ερεβοφόρο, είπα πώς θ'ανασάνω Ζωή σαν πρώτα ... Πές μου, πόσα φεγγάρια μίσεψαν απο τότε;
''ΔΙΟΝΥΣΟΣ''
Friday, August 31, 2007
Αναρτήθηκε από ****** ***** ****** στις 1:47 AMπλάι σ' αγαληνό νυχτέρι,
γυρνά η μορφή σου. Κι άλλο να πώ δεν μένει , πώς σιγαλές κι αγιάτρευτες οι ώρες πού' μαι ερωτευμένη. Βουβό το λεξοπήγαδο και διψασμένη η ψυχή μου, μά πάλι νωρίς για οίστρους και καημούς πάνω στην άμμο της νύχτας, Θαρρώ πώς είναι...
Ο νόστος ενός φιλιού πού δεν ταξίδεψε ακόμη απο τα χείλη σου, στο βάθος ένα χλωμό φεγγάρι πάνω στους ώμους μου βαστώ.
Δεν έχω πόλη, δεν έχω σκέπη να κρύψω το βλέμμα μου απο σένα, κι είναι πού κείνη η ντροπή λυγίζει τη ψυχή μου. Σαν να μην γράφτηκε ποτέ το '' πώς'' πάνω στο κόσμο...
ΑΝΑ-ΜΟΝΗ
ΠΛΗΣ-ΜΟΝΗ
ΠΡΟΣ-ΜΟΝΗ
...Κι ένα τσιγάρο να φιλώ μέσα απ'τα χείλη.
SOL INVICTUS
Saturday, August 25, 2007
Αναρτήθηκε από ****** ***** ****** στις 4:38 PM(1942-1998) Δ. ΛΙΑΝΤΙΝΗΣ - ΑΝΤΙΟ, ΦΙΛΕ.
Friday, August 24, 2007
Αναρτήθηκε από ****** ***** ****** στις 3:49 PMΑπόψε θα σού πώ μιαν ιστορία. Για ένα παλληκάρι που ροβολούσε
τους κρημνούς τις δρακοντιές τ'αστέρια.Απόψε θα σού πώ μια ιστορία για
ένα παλληκάρι κι
ένα βουνό.Κείνες πού σέρνουν το χορό στους γάμους και
τα ξόδια, κείνες
πού σπέρνουν ασφόδελους σ'ανήλιαγα αλώνια.Τούτη τη μέρα
του χαμού θα την
αναθυμήσω με λόγια και με δρέπανα, με ίσκιους και κοντύλια σάμπως
να γνέφει ο θάνατος της θύμησης το αίμα του να βάψουνε τ'αχείλια.Πέρα στης
Μάνης τα βουνά
στους πύργους τα λιοπύρια, η πέτρα ανάστησε ένα γιο με της ξωθιάς
τα στήθια.Κίναγε ο τόπος να ζευτεί τα στάχυα του Αλωνάρη κίναγε η πλάση
ολάκερη το
γδικιωμό να πάρει.Τί ταν το σώμα ασώματο βροντή για τους ανθρώπους
κείνους πού σέρνουνε φωνή σ'επιθανάτιους ρόγχους, τί ταν οι λόγοι του οργιές
μακρυά στους οριζώνες, κείνους που σπέρνουν οι σαλοί κατά των ανθρώπων τους
κανόνες.Και κάθώς φεύγουν οι καιροί στης γης το ηλιοστάσι, γίνηκε ο νιός
πολεμιστής και πόρθεψε τη γνώρα, έκαμε ρίζες και βλαστούς αντρειέψαν οι
καημοί
του,έκαμε στάχτη τις φωτιές τους φόβους τις άντάρες, έβαλε
αιθέρες
ανάπλωρους στης νιότης του τη πρώρακαθώς καρτέρηγε η ζωή τού θάνατου
την ώρα...Πέσαν απάνω του ριπές οι όργητες του κόσμου, θέριεψαν λιμνοθάλασσες,
αντάρειεψαν πελάγη, μα κείνος έστεκε θαρρείς λύχνος μες το σκοτάδιμε ξέσκεπα
τα
στήθη του αγνάντια στις φοβέρες, αγνάντια και στου τελεσμού τη μοίρατου
ανθρώπου,
τη μοίρα τη βαριέσπαιρη πού όρισε η φύση να στέκει στων θνητών ζωή,
ήλιος που
θε να δύσει.Μια μάνα πού παρέστεκε κρυφά στο παραθύρι, μια κόρη
πού τον
στέναξε 56 χρόνους,
έστεργε τα μελτέμια του το λίκνο της ψυχήςτου,
καρτέρηγε
τους λόγους του τσ'αλήθειας του τους κλώνους.Ήταν της μοίρας
θέλημα και των Θεών
κατάρα, να ζώσουνε τα σπλάχνα της τούτο το παλληκάρι, να
γέψει αίμα η ψυχή κρυφά
να αιματώσει, να στάξουν στάλες καταγής στα χώματα
της Σπάρτης.Και κάθως
πέρναγαν καιροί, αλάργεψε η νιότη, σαν διαβατάρικο
πουλί πού γυρισμό δεν έχει,
μα κείνος επεισμάτωσε σαν το θεριό υψώθη τα' βαλε
με τον χάροντα, της νύχτας
τις φοβέρεςκι έλεε κάθως χάραζε, την αλήθεια πώς
κατέχει...Ζυγώσανε τα μάτια
του τον άρρενα βουνό σαν ήρθε η ώρα η ζευτή πού
χρόνια καρτερούσε,δρασκέλισε τον
κάματο, τα φόβο, τον εχθρό μα στης νυχτιάς
τον ουρανό ένα άστρο αναρριγούσε.
Γύρευε τον αφέντη του, να ζέψει την ψυχή
του, να τον τυλίξει στου γαλανού τσ'
αμάλαγους τους κόρφους, να τον εκάμη
αθάνατο πλάι στους αθανάτουςκείθε πού
κρύβουν οι Θεοί τού άνθρwπου τους
πόθους,στων άστρων την γλυκιάν αυγή...Κι έτσι σαν να'τανε γραφτό της μοίρας
το υφάδι, μές τις αγγάλες τού βουνού
κλείσαν το παλληκάρι
κι εσείστη ο
Άδης κάτωθε,της μάνας το μαγνάδι μύρισε
δάκρυ και καημό...Μέσα στις χώρες
των θνητών κρυφά μολογησέ το αν δούν τα
μάτια σου άλλονε σαν και το παλληκάρι,
να αψηφάει τον γερο-Χάροντα και τις βουλές
τις θείες, να στάζει φώς το αίμα
του κατά πώς το φεγγάρι
και τότε θά'ρθω να
σού πώ πώς δεν ήταν μονάχος
πάνω στου κόσμου τις στεριέςκαι πώς εστάθη κάλεσμα
του κόσμου, η ζωή του.
LE VENT NOUS PORTERA
Wednesday, August 22, 2007
Αναρτήθηκε από ****** ***** ****** στις 8:08 PMΉθελα να σού γράψω σήμερα... ήθελα να γράψω για κείνους τους ανθρώπους πού θέλουν αγκιστρωμένη πάνω στο καλοκαιρινό μπλουζάκι τους την προσοχή των άλλων. Εθισμένοι, αδερφέ μου, με την μυρωδιά τους... τί κακό και τούτο!! Κάποιες φορές αναρρωτιέμαι πόσες στοιβάδες εγωισμού κρύβονται μέσα μας, πόσο μικρούς αισθάνομαι τους ανθρώπους τότε! Σαν να τους αγναντεύω μ'ένα τεράστιο γυάλινο περισκόπιο κι εκείνοι αντί να μεγαλώνουν μικραίνουν μέσα στα μάτια μου, ώσπου να γίνουν τόσο δα σκαθαράκια, φοβισμένα μες το φαγοπότι της απελπισιάς. Εγωισμός κι υπεροψία, μυρίζει τούτος ο κόσμος!
Ναι, ρε φίλε, μή μ'ακούς και πάλι, για μία ακόμη φορά στρέψε αλλού το βλέμμα, αλλά να ξέρεις πώς είναι το τελευταίο δάκρυ πού χύνω πάνω στα μαγουλά σου, η τελευταία στιγμή πού θα σού φωνάξω να τρέξεις μακρυά απ'τους κεραυνούς. - Εγώ, αν θες ν'ακούσεις την πεθυμιά μου, τους Λατρεύω, εσύ μονάχα σφαδάζεις στο θωρί τους -. Σας βαρέθηκα, κουρελάκια, μυγοφάγοι, αετονύχηθες, εγωιστές, σακατεμένοι... βαρέθηκα την ψυχή σας, το φοβισμένο βλέμμα σας, εκείνο που τυλίγει τη σκιαγμένη σας ψυχή κάθε που αντικρυζετε έναν άνθρωπο. Ανοίξτε, ρε την ψυχή σας... για μια φορά βαδίστε με δεμένα μάτια μέσα στο δάσος κι ας είναι να ματώσει το κορμί σας πάνω στα ξεροκλάδια. Θεωρίες και υποσχέσεις... κι έπειτα, η έκτη επίσκεψη στον κύριο...(πώς τον είπες;)- για δές, αγάπη μου, δεν μού σηκώνεται πιά ούτε τις αργίες και τις καθημερινές τραβάω μαλακία με την κοπέλα του τρίτου ορόφου κάθε φορά πού χτυπάνε τα γοβάκια της πάνω στα πλακάκια.
Αυτή είναι ζωή...Σας τη χαρίζω υπερφίαλο πλήθος κι έπειτα τη δένω με κορδελάκια μήπως σας τη στείλω με δυό φάσκελα για δώρο! Ώ, με συγχωρείτε, απώλεσα τους τρόπους μου... ενώ εσύ έχεις χάσει την πυγμή σου.
Έλεγα, λοιπόν, πώς είναι η τελευταία φορά πού σημαδεύω με το όπλο μου τον στόχο. Και πώς τώρα πιά αδιαφορώ για σένα, γιατί με κουράσαν οι φόβοι σου, ανθρωπάκο ή πάλι ίσως να κουράστηκα να σε πηγαίνω βόλτες κάθε απόγευμα γραπώνοντάς σε απο το χέρι. Καιρός να μεγαλώσεις κι εγώ να μικρύνω. Καιρός να βγάλω τα φαγωμένα απο το σκόρο φουστάνια απ'τη ντουλάπα μου κι εσύ τα παντελόνια σου και να φιλιώσουν οι ψυχές μας ...αν αποφασίσεις να ξεριζώσεις ετούτες τις ρίζες του εγωισμού πού φύτρωσαν μες την ψυχή σου και κάθε τόσο ροκανίζουν τα κεραμίδια της.
Μα είναι αλήθεια...ό, τι και να πώ, όσα λόγια κι αν σφουγγίζουν τις βρωμιές σας, όσες λέξεις κι αν φτεροκοπούν πάνω απ΄τις σκεπές σας... le vent nous portera.υ.γ. Μην μού καταλογίσετε νεύρα, παρά μόνο ένα στερνό παράπονο. Εξάλλου οδεύω προς τον έρωτα, άρα τα νευράκια κι οι υστερίες αποκλείονται τοιουτοτρόπως. ''Οδεύω'', είπα.. αν δεν μού τα χαλάσει κι ''εκείνος'' ο άνθρωπος.
Ναι, καστανά τα μάτια του... τα μπλε τα ξεπέρεσα, σού λέω.
γέλια(..*****************************)
ΧΕΙΜΩΝΑΝΘΟΣ
Monday, August 20, 2007
Αναρτήθηκε από ****** ***** ****** στις 6:08 PMΓδύσου κι από τα μάτια μου
πάρε νερό και πλύσου
ο χωρισμός θυμήσου
είναι χειμωνανθός
την λύπη την κατοίκησα
σε νύχτα και σε μέρα
σ' αφήνω στον αέρα
για να σε βρω στο φως
κι εγώ μια θλίψη που ζητώ
για να με σημαδέψει
το φως πριν βασιλέψει
θα σ΄αρνηθώ ξανά
ΠΑΡΑ ΔΗΜΟΝ ΟΝΕΙΡΩΝ
Sunday, August 19, 2007
Αναρτήθηκε από ****** ***** ****** στις 3:29 AMΝα μιλήσουμε για κείνον πού δειλά κραδαίνει το όπλο στις
παλάμες.Να μιλήσουμε για κείνον πού ζυγώνει τους αστούς μ'ελαφίσια πατήματα
ξαστέλνοντας ίσκιους πάνω στην άμμο της γνωριμιάς.Για κείνον πού σιωπά πλάι
στους ελαιώνες πασχίζοντας τον ήχο μιάς αγέλης πάνω σε μία βουβή κιθάρα.Για
κείνον πού πλάγιασε το κορμί του πάνω σε άνθη λεμονιάς κι αποξεχάστηκε μ'ένα
γαρίφαλλο στο στόμα κι είπε πώς μάτωσαν τα δάχτυλά του πάνω σε κάτι μαδημένα
όνειρα.Ύστερα, για κείνους πού τίποτα δεν είδαν ή ακούσαν κι ήσαν τα
χρόνια τους σκοτωμένα απο πολέμους, κρεμασμένα απο δήμιους,κι απόκαμαν τα γόνατα
απο το λίκνισμα πάνω στα στασίδια. Κι είπαν ακόμη πώς οι καιροί είναι δύσκολοι,
πού βεγγέρες πια για ποιητάδες και σονάτες σκαλισμένες στο σεληνόφως, είπαν
ν'αδράξουμε Τα όπλα. Κι ύστερα, την άλλη μέρα καθώς χάραζε, έπειτα την επόμενη,
κι άλλη μιά μέρα γιομίσανε οι άνθρωποι τις καταπακτές κονσέρβες, αρπάξανε οι
μανάδες μέσα στις αγγαλιές τους τα παιδιά κι αμέσως έπαιρναν να κατεβαίνουν
τους δρόμους. Κείνο το δείλι σαν είχαν ανοίξει τ'αμπάρια τ'ουρανού- κάτι σταγόνες
αίμα, μουσκεύονταν τα καλντερίμια, πάνω σε πορφυρές λακούβες τσαλαβουτούσαν οι
ανθρώποι. Κείνο το δείλι... είχες μιά γέυση πάνω στη γλώσσα σαν απο σίδηρο και
στα πουλιά κάτω απ'τις ράχες τ'ουρανού βάραιναν τα φτερά τους ίσα με το χώμα κι
έπεφταν με το ράμφος καταγής σαν τα γλαροπούλια στο ναό της θάλασσας τα
καλοκάιρια.Να μιλήσουμε για τον άνθρωπο, λοιπόν. Κείνον πού καμώθηκε απο
σπέρμα κι ιδρώτα, όχι απο χώμα κατά πώς λένε τα τραγούδια, για κείνον πού κάποτε
φύλαγε μέσα στις γλάστρες χούφτες βασιλικό μά τώρα τον γυρεύει βαλσαμωμένο μέσα
στα παζάρια, για κείνον πού ουρεί στα δημόσια ουρητήρια της ομονοίας κι έπειτα
τρέχει βιαστικός να σβήσει την γόπα του πάνω σ'ένα ψόφιο περιστέρι
λυτρωμένο- χάμω στα λευκά πεζοδρόμια της οδού ελευθερίας, πλάι στα
προσφυγικά.
''Οδός Ελευθερίας'', πλάι στα προσφυγικά.Ο τελευταίος ''
άνθρωπος'' πού αντίκρυσα μέσα σε σιδερένιες ανάσες ήσουν εσύ.Καλή σου
νύχτα.
ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ ΜΟΥ, ΜΗΝ ΚΛΑΙΣ
Wednesday, August 15, 2007
Αναρτήθηκε από ****** ***** ****** στις 12:01 AMΜές την αυλή των θαυμάτων σε θυμάμαι να καθρεφτίζεσαι
πάνω στη ράχη ενός γαρίφαλλου, λυτρωμένη , απεχθής,
με ρυτίδες βαθιά στο μέτωπο.
Ρόδο της άνοιξης σ'είδα να χάνεσαι μέσα σε κύκλο απο νερό...
αίμα που δρόσισε τις ρίζες σου κι ύστερα έναν βλαστό ανοίγει. Πέρασαν μέρες,
τώρα πια δεν φοράς εκείνο το γκρίζο υφαντό του χειμώνα, ξαστέρωσαν οι νύχτες
μου, μού είπες, μά κείνα τα χείλη πού ποτέ δεν θα ξεχάσω, νοσταλγώ ... κι ένα
φεγγάρι φαγωμένο απο τ'αστέρια. Πάλι γεννάς , πάλι μιλάς, πάλι ξεχνιέσαι πλάι
στα τρεχαντήρια, πού έλεγες πώς είν δικά σου κι έπειτα έκρυβες το πρόσωπο πίσω
απ'τις φτερούγες των πουλιών, απο ντροπή. Δεν ταξίδεψες ποτέ σου. Πάψε, μην
κλαίς... τα σύννεφα δεν ξαποσταίνουν. Πάψε, μην κλαίς... οι θνητοί μονάχα
γεμίζουν με δάκρυα τις στέρνες τους.
Τη μέρα εκείνη στο ναύσταθμο σαν πλάγιαζες τα ψαροκάικα και τις
μαρίνες, δεν μπόρεσα να σε κοιτάξω. Είχες στα μάτια σου ένα βαθύ κόκκινο
φτερούγισμα πού ολότελα γίνηκε μπλαβί. Σαν βιβλικό σημάδι απο τις παλάμες του
Θεού, κείνες οι μέρες, οι φωνές, οι ιστορίες.
Τη νύχτα σαν καθόσουν πλάι μου κι είπες πώς έγνεψες στις
φυλλωσιές να σκύψουνε στη γή, κι ύστερα εκείνες πέσαν σαν χάρτινη βροχή πάνω στο
χώμα, είπες πώς για μένα το κανες. Θαρρώ πώς την πίστεψα τούτη την αλλόκοτη ηλιαχτίδα. Κι
άλλες πάλι φορές... όλες κι όλες ίσα με το ξάνοιγμα της μέρας, ίσα με το βάδισμα
μιας νεροποντής σε μιαν ανθρωποχώρα.
ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
Sunday, August 12, 2007
Αναρτήθηκε από ****** ***** ****** στις 2:16 PMΞέρω πώς δεν θυμίζεις σε τίποτα εκείνες τις αμμουδερές
κυράδες που λαγιάζουν ανάγλυφες πάνω σε καρτ ποστάλ του
καλοκαιριού.
Ξέρω πώς τις φτωχές σου ανάσες σκεπάζουν αρμυρήθρες και βότσαλα
σμιλεμένα απο αρμύρα. Την αγγαλιά σου δεν γιομίζουν γέλια καρτερικά, παιδίσια
σκιρτήματα απόκρυφα στον ήλιο- μοναχά τα μάτια μας αντάμωναν πίσω απο των
ανέμων τις ιαχές. Είσαι φτωχή κι είσαι δικιά μου, όπως το λουλακί σου δάκρυ πού
κάποτε κρεμάστηκε τ'απόγιομα γύρω απ'το στήθος μου. Εσύ κι εγώ, κι ανάμεσα στα
δάχτυλα χοχλάδια των καιρών σου, μισεμένα λιοπύρια και τα φιλιά των γρύλλων
σκεπασμένα με πευκοβελόνες. Ξέχασα τους πεύκους σου, να με συγχωρεί η ματιά
σου...
Εσύ κι εγώ, κι εκείνη η παλιά ψαροταβέρνα, αγγίζεις με
τ'ακροδάχτυλά σου. Πίσω απο τις γαλανές σου ισκιάδες χάνεται το πρόσωπο πού
κάποτε πλάγιαζε πάνω στα ονέιρατά μου. Κι είναι πού τέτοιες οι ώρες να
λέω πώς πάλι εσύ το ανασκάλεψες στη μνημη τούτο το παραγάδι. Έτσι
βαστώ τα λιγοστά φεγγγάρια μας, τόσο που ξέρω, πώς θα τα σκορπίσει ο
διακαμός των γλάρων στο μολυβένιο σου ορίζοντα, σαν έρθει ο καιρός τα στάχυα να
θερίσει. Πόση γη άραγε να χωρίζει τις νύχτες μας; Πάλι μετράω αποστάσεις και
μυρουδιές και στάχτες καλοκαιρινές πού γινήκανε κιτρινισμένα φύλλα κι ένα
κομμάτι φλοίσβου να ξαγρυπνά τον Αποσπερίτη, τόσο πού οι θύμησες βαφτίστηκαν
μέσα στα κύμματα ξάνα. Νοτισμένες γοργόνες, φύκια κι αστερίες , λογάρια
μιας ξεχασμένης θάλασσας. Μ'αρέσει πού είσαι φτωχή κι αμάλαγη κάτω απ' ταγγίγματα
του ήλιου, μακρυά απο τις στέγες των ανθρώπων .
Μισώ τα παιδιά σαν σού πετούνε πέτρες. Ακούς;
Θέλω να'ρθω κοντά σου ξανά, μόνο για λίγο, όσο βαστάνε οι
λεπτοδείχτες στ'ανθρώπινα ρολόγια , όσο στις χούφτες σου θα σιγοσβήνουν
τ'αχνάρια των βουνών, πλεούμενα δικά σου και τούτα. Πές μου, σού λείπω
καθόλου;
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ
Thursday, August 2, 2007
Αναρτήθηκε από ****** ***** ****** στις 3:01 AMΣΑΝ ΒΓΩ ΑΠ' ΑΥΤΗ ΤΗ ΦΥΛΑΚΗ
Tuesday, July 31, 2007
Αναρτήθηκε από ****** ***** ****** στις 3:38 PMΤί με κοιτάς;
Δεν χωράνε τούτα τα λόγια σ'ένα καλοκαίρι, σωστά;
Ψάχνεις ακομά να ξεκρίνεις τους χειμώνες απο τα καλοκαίρια, λές, αναζητάς χαμένους ήλιους ή πάλι καρτεράς λησμονημένες θάλασσες, τώρα πιά. Δεν αντέχεις, λές, να βλέπεις, μά ξάφνου αλλού αποστρέφεις το βλέμμα. Κείνο το βλέμμα πού κουβαλάς σε κάθε πόλεμο, σε κάθε θάνατο, σε κάθε γιορτή.
Γιατί χάνεσαι, άνθρωπε;
Πού χάνεσαι, ρώτώ, πόσα ηλιοβασιλέματα κίνησες ν'αφήσεις ξοπίσω σου;
Ναι, ξέρω πώς πονάς, και πώς τ'αγγάθια δεν βαστά το δέρμα σου που χρόνια τώρα μόλεψε η βροχή πάνω στις πεδιάδες σαν ξάπλωνες να ξαποστάσεις. Δεν είναι λύση, σού φώναζω, η λησμονιά, κι όσες σκιές ξαπόστειλες στα λαγούμια της ζώής σού πίσω απο τα παραπετάσματα των φόβων σου, τούτες εγώ θε να ξεθάψω.
Μή με θυμώνει το βλέμμα σου, άνθρωπε.
Σωθήκανε τα χρόνια που ξεκρέμαγες πανιά πάνω στ' άρμπουρα της λευτεριάς σου, ήρθαν χρόνοι πού γδάρανε τις κυανές σου ακτές, τις φωτισμένες βόλτες σου κάτω απο αστροκέντητους ωκεανούς. Τώρα πού πια το θέλησες με το μαχαίρι των τριγμών με τη ρομφαία του χρόνου, αναποδογύρισες τη πλάση, κι είναι πιά ώρα την αλήθεια, λέω, να κοιτάξεις,- πιό βαθιά τον πρόγονο στα μάτια.
Φτάνουν οι επιτύμβιες στήλες πού 'στηνες πέρα απο τα παραπήγματα , πίσω απο λαβωμένους θούριους και νίκες περίλαμπρες έχτιζες στα όνειρά σου.
Πάλι αποφεύγεις τη σιωπή,κεί πού κρύβεται η αλήθεια. Φτάνει ν'ακούς φωνές, φτάνει πού τίποτε δεν έμαθες.
Κι όμως, πάλι στα ίδια μέρη θ'ακουμπήσει η ανάσα σου σαν κάποτε γύρίσεις. Τέλικά, είναι πού τίποτε δεν έσβησε η φυγή σου, έρμε αποστάτη, κι ύστερα υψώνεις το χέρι στους ουρανούς...
Πώς να κλάψω σαν σε αντικρύζω, πώς να γελάσω σαν το είδωλό σου ξέφεύγει απο τη σάρκα σου, φθηνά και τα πλουμίδια πού χρόνια ύφαιναν μανάδες σε καιρούς ελπιδοφόρους, για σένα. Μα, δεν μπόραγες να τα κρατήσεις κεντημένα πάνω στο κορμί σου. Ήθελες, λέει, να' σαι ελεύθερος.
Κοίτα γύρω , άνθρωπε, σαν τα πρωτοβρόχια σε γυρίσουν πίσω στα χαλάσματα πού ρίζωσε ο ίσκιος σου, κοίτα γύρω σου και πές μου - τί σε κρατάει πάνω σε τούτους τους τόπους;
ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΟΥ ΤΟ ΠΑΙΔΙ, ΓΙΑΤΙ ΑΝ ΓΛΥΤΩΣΕΙ ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΛΠΙΔΑ.
Monday, July 30, 2007
Αναρτήθηκε από ****** ***** ****** στις 1:06 AMΓια κείνο το ''βλαστό'' πού κρύβεις βαθιά μέσα στα σπλάχνα
σου, γυναίκα.
Για το παιδί πού δεν θ' αντικρύσει ποτέ το χρώμα
μιάς εύφορης γης
πού δεν θα κρατήσει τους ροδαμούς της άνοιξης
στις ανοιχτές του παλάμες,
για όσα παιδικά γέλια σκορπούν την ώρα
ετούτη ελπίδα στις ξαστεριές του κόσμου.
Μόνο για κείνα. Δεν είναι άραγε
αρκετό;
ΕΝΑ ΔΕΝΤΡΟ ΚΙ ΕΚΕΙΝΟΣ .... Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ
Saturday, July 28, 2007
Αναρτήθηκε από ****** ***** ****** στις 2:35 AMΒαστώ στις χούφτες μου μια ζωγραφιά δική σου, καμωμένη απο καιρούς αγύρτες
και βοριάδες αγαρηνούς , γιομάτη στάχτες και νεκρά σκοτάδια. Την ηύρα πλάι
στα κύμματα μιας ξεχασμένης μέρας κι άκου πώς τα λόγια της σκορπίσαν τη σιωπή
μου : '' Είμαι ένας γκρεμισμένος τόπος, πλάι στις πέτρες των προγόνων σου
πλαγιάζω την κραυγή μου. Δεν είμαι αυτό πού όρισε το χέρι του Θεού να δώσω. Δεν
έχω άλλες προσευχές να κλείσω μές τις λόχμες μου και τούτο γιατί κείνες δεν
υπάρχουν πια. Κρατώ στις σκοτωμένες απαλάμες μου τους επιτάφιους θρήνους των
καιρών πού πέρασαν, καιρών αλλιώτικων πού όριζε στα σπλάχνα μου η φύση. Στις
φυλλωμένες αγγαλιές μου πού αλλοτε κούρνιαζε το αληχητό των γρύλλων σωριάζονται
ματωμένα αποτράγουδα πάνω στο αποκάρωμα της μέρας. Δεν έχω πια άλλο χώμα μές στα σωθικά του να φυλακίσω τις ρίζες μου, παρά φωτιά, φωτιά κι ένα σμάρο πουλιά πλάι
στ'αποκαίδια ν αγροικάνε το λυγμό των δέντρων. Είμαι νεκρός μες το σκοτάδι,
είμαι ένα αστέρι μοναχό να σεργιανάει το θρήνο. Απλώνω τις ρίζες μου μα
κείνες πάνω στη πέτρα γκρεμίζουν τα φτερά τους, πάνω στων ανθρώπων τις βουλές,
στα δρέπανα πού βάσταγαν τα φονικά τους χέρια. Σύ , ξερίζωσες τη ψυχή, σύ
θέρισες τους κάμπους δίχως το πρόσταγμα της φύσης . Μα θά'ρθουνε καιροί ,
πρωτόπλαστε του κόσμου, πού θα νογάς το τρίξιμο των ξύλων σαν το
κορμί σου δοξάρι νά'ναι έτοιμο να σπάζει σε κομμάτια, το
συριγμό των φύλλων σαν να'ναι η ψυχή σου πού παλεύει με τον ανέμο, και τότε δεν
θα μένει πλεόν φως μές τις ικμάδες της σιωπής. Κρατάς ακόμη μαχαίρι στις παλάμες
σου, το βλέπω. Πήρες απόβραδο να ζωγραφίζεις με κείνο τις οπές μου και με τις
στάχτες μου ραντίζεις τους Θεούς σου, μά τούτες τις πένθιμες βοές μες σε σπηλιές
δεν θα τις κλείσεις , γενήκανε άνθρωπε θελιά πού απάνω σου κρεμιέται.''
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΑΝΤΙΟ
Sunday, July 22, 2007
Αναρτήθηκε από ****** ***** ****** στις 2:09 PMΤρέμοντας μη ζήσει μόνος του ως τα 80, μελαγχολούσε στο παράθυρο σαν να'χε μείνει πάνω σ'ένα τρένο, μία στάση πέρα απο τον προορισμό του. Η νύχτα είναι δικιά μου και δικιά σου μακρυνή αγάπη, ολέθρια, πού τώρα δε ζω παρά για να σ'αναστήσω. Mα να πού τα λόγια δεν φτάνουν πια, τα λόγια είναι φενάκη και η αλήθεια εσύ... εσύ, μένεις να με οδηγείς με τη σκοτεινή φωτοβολίδα σου στο χαός αυτό, το χάος μου, πού φρόντισες να το γεμίσεις με τη φωνή σου. Τί ήρθα; Πού πάω; Τί ζητώ; Γιατί χωρίς εσένα λιγόστεψε το φώς μου; Μακρυνή, μακρυνή πού μού φαίνεσαι αγάπη μου, μακρυνή, μακρυνή πού είσαι τώρα. Μ' άφησες τα σημάδια σου ανεξίτηλα, τόσα ρούχα, τόσες γραφές στον αέρα, τόσα αποτυπώματα στη σκιά, πώς να πώ ότι όλα αυτά ηταν ενέργεια και σύ ξαναγύρισες στη πηγή σου. Θέλω να'ρθω να σε βρώ. Είσαι γλυκιά και σ'αγαπάω, μονάχα όταν έρχεσαι να σε δώ να φοράς τα ρούχα πού μ'αυτά σε γνώρισα. Έτσι σ'αγάπησα, έτσι σε πίστεψα. Σ'αισθάνθηκα λίγο μακρυνή όταν γύρισες απο την Αμερική, μετά απόκτησες μία κρούστα ασάφειας, απ' το να τα πνίγεις όλα μέσα σου κόντευες να πνιγείς η ίδια. Σ'αυτό το πολύ βιαστικό πέρασμά μας απο τη γή καθένας μας αφήνει μιαν ανάσα, μιά πνοή κι όλα μετά τα σβήνει. Μή ζητάς να μάθεις πιο βαθιά τα μυστικά, δεν υπάρχουνε, μα κι αν υπήρχαν δεν τα ξέρουμε κι αυτά... δεν τα ξέρουμε. Δεν έχω άλλα δάκρυα, μισώ το γράψιμο πού'ναι εκτόνωση, πού μού δίνει την αίσθηση ότι κάνω το χρέος μου απέναντί σου. Το μόνο χρέος μου γλυκιά μου αγάπη, για πάντα χαμένη, είναι να κλαίω για σένα, να κλαίω, να κλαίω. Κι όταν δεν το μπορώ, αρρωσταίνω...
( απόσπασμα απο το '' Τελευταίο Αντίο'' του Βασίλη Βασιλικού)
υ.γ. Έπειτα από τόσα αστέρια μπλεγμένα στα μαλλιά μου, ύστερα απο τόσους χειμώνες ξεχασμένους στο προσκεφάλι μου, ξέρω πώς τίποτα πια δεν καρτερώ απο ένα καλοκαίρι. Είναι τούτες οι στιγμές σκληρές σαν την αφή της μέρας , σαν τη δορά του αχινού σε δάχτυλα αμόλευτων καιρών , αδούλευτων πάνω στ'όργωμα του ήλιου.
Πάλι θα πεις πώς ξαποσταίνω στις γραμμές φυγοριγώντας , και θα'χεις δίκιο. Να'ναι πού πια δεν βρίσκω άλλη λησμονιά σε τούτες δα τις ώρες, μονάχα το κέντημα στις λέξεις πού τάχα προτιμώ απο τόσες αλήθειες, ή πάλι οι λέξες οι νεκρές να ράγισαν τόσο τη σιωπή μου. Ποιός ξέρει;
Μα τούτα τα λόγια κείνες τις μέρες του '95 δεν σκέφτηκα πώς μια ολάκερη ζωή θ' αφήναν το αχνάρι τους στα χείλη μου. Τόσο μακρυά απο τις μνήμες μου το α- σήμαντο, τόσο κοντά στην ανάσα τους η ψυχή μου.
Κι εσύ ν 'αποκοιμιέσαι πλάι μου ακόμη...
Μαρία Νεφέλη
CRUCIFY
Friday, July 20, 2007
Αναρτήθηκε από ****** ***** ****** στις 4:38 PM
Ive been looking for a savior in these dirty streets
Looking for a savior beneath these dirty sheets
Ive been raising up my hands- drive another nail in
Just what God needs, one more victim
Why do we crucify ourselves
Everyday I crucify myself
Nothing I do is good enough for you
Crucify myself
Everyday I crucify myself
And my heart is sick of being in chains
Tori Amos
Monday, July 16, 2007
Αναρτήθηκε από ****** ***** ****** στις 7:51 PMΓια μία ακόμη μέρα αναμένω την έλευση του φθινοπώρου. Μη με ρωτάς πια
και τούτο γιατί κουράστηκα να κατέχω απαντήσεις και ίσως γιατί τώρα δεν βαστώ το λόγο στα χείλη μου. Να ελπίζω λοιπόν πώς με τη σιωπή σου θα τυλίξεις τη σκέψη μου, να ελπίζω, να ελπίζω. Και με κρωγμούς ανέλπιστους να λέω πώς Δεν εγκαταλείπω, δεν εγκαταλείπω... Να γελάσω τώρα πλέον θαρρώ πώς μπορώ, υποφέροντας την αλητεία μου. Ναι, μωρέ ετούτη την αλητεία πού μονάχα εσύ της έδωκες γνώρα. Κι αν όλα τούτα πού απάνω στο χαρτί αράδειασα σα χαμένες σοδειές αδιάφορο σ'αφήνουν, σού λέω πώς και τούτο το γνώριζα . Σαν απο Χρόνια πολλά, ''αδερφέ μου''... Μα είναι πού άμα δεν γίνουν σκαλίσματα , χαράσσει το καλέμι τους τα μάτια μου κι έπειτα στάζουν δάκρυ.
ΘΕΛΩ ΤΗ ΜΕΡΑ ΠΟΥ ΘΑ ΦΥΓΕΙΣ ΑΠ' ΤΟ ΠΡΩΙ ΝΑ ΜΟΥ ΓΕΛΑΣ
Saturday, July 14, 2007
Αναρτήθηκε από ****** ***** ****** στις 1:17 AMΑΝ ΘΥΜΗΘΕΙΣ Τ'ΟΝΕΙΡΟ ΜΟΥ
Monday, June 25, 2007
Αναρτήθηκε από ****** ***** ****** στις 2:33 AMδεν απομένει στον κόσμο ελπίδα καμιά
τώρα που η νύχτα κεντά με φιλιά το κορμί σου
μέτρα τον πόνο κι άσε με μόνο στην ερημιά
Αν θυμηθείς τ' όνειρό μου
σε περιμένω να 'ρθεις
μ' ένα τραγούδι του δρόμου να ρθεις όνειρό μου
το καλοκαίρι που λάμπει τ' αστέρι με φως να ντυθείς
Νίκος Γκάτσος
υ.γ Ένα καλοκαίρι καμωμένο με όνειρα και... βρεγμένα απο θάλασσα αστέρια. Ειδάλλως αστερίες νοτισμένοι απο αρμύρα να αγκιλώνουν τον κόρφο τ'ουρανού. Έτσι σε θέλω, χάδι τ' Αυγούστου. Καταπώς λέν τα παραμύθια... καταπώς τραβούν οι μέρες.
ΕΝΑΣ ΠΑΛΙΑΤΣΟΣ ΕΙΜ' ΕΓΩ, ΚΑΛΗ ΣΑΣ ΜΕΡΑ.
Saturday, June 23, 2007
Αναρτήθηκε από ****** ***** ****** στις 7:38 PMΚαμμιάν αλήθεια για μένα. Μονάχα ένα τετράδιο χαραγμένο εφηβικά δάκρυα, ένα ξύλινο μπαουλάκι γεμισμένο στολίδια κι ένας γεράκος γύψινος σταυροπόδι πάνω στο παγκάκι του. Κείνο το τελευταίο είναι βουτηγμένο στις παιδικές μου χούφτες. Ένας ξερακιανός, αποριγμένος γέρος να τηγανίζει ψάρια κι ένας σκύλος σωριασμένος στα ξυλιασμένα ποδάρια του να τού γυρεύει συντροφιά, όλα τυλιγμένα στο γύψο των ανθρώπων. Θυμάμαι τώρα πώς μού θύμιζε το Βιτάλη, ξεφυλλίζοντας στη μνήμη μου το ''χωρίς οικογένεια'' του Έκτορ Μάλο. Κι έπειτα πόσες νύχτες ν'αποξεχνιέμαι στα μάτια του δίπλα στο τζάκι μιας γιαγιάς πού αδυνατίζει η μνήμη μου σαν με βαραίνουν τα χρόνια.
Φόβαμαι πώς ξεχνώ τις μυρωδιές, κείνα τα φοβισμένα όνειρα, τις αγγαλιές πού βάθαιναν μέσα στα χέρια, τα ξύλινα παραθυρόφυλλα, το ''νυχάκι'' μέσα στις ντουλάπες τις παλιές.
Μα πάλι τρέμουν δυο φυλλαράκια μέσα μου, σαν όλα τούτα πού καμώθηκαν δικά μου με τις μέρες, άδειασαν μέσα στις τρύπιες μου παλάμες.'' Ένας παλιάτσος είμαι εγώ, καλή σας μέρα'' , σφυρίζει μια παιδική νότα. Αυτό μού δόθηκε, αυτό χαράμησα, ετούτο μεθοκόπησα πάνω στ'αγκάθια της ζωής. Μονάχα πού ματώσανε τα πόδια μου σε τούτα τα πατητήρια. Κι έχω να βαστώ στα χέρια μου τρία σκουριασμένα απομεινάρια θύμησες, γύψινα χάρτινα, ξύλινα - ολότελα δικά μου.
Όχι πώς ξάφνου θέλησα ν' απλώσω ρίζες στα κυανά χώματα του κόσμου. - Ναι, είναι οι χωματένιοι κήποι πού στολίζουν τις μέρες μου χρόνια τώρα κυανοί, σαν θάλασσες βουλιάζουν τη ζωή μου- . Όχι πώς ξάφνου αποζητάω ξεχασμένα λογάρια να καρπίσουν το θυμικό μου. Σώνουν τα λιγοστά πού κέντησαν τη ματιά μου.
Μα, να πού τώρα δα, σαν κάτι να λείπει απο σιμά μου. Γυρεύω στα όνειρατά μου ν'αγκιστρώσω τη ζωή , μ'αυτη τη θαλασσογραφία πετάγομαι τα βράδια σαν να καρφώσαν το καμβά της πάνω μου. Θυμωμένη θάλασσα, άγρια γυναίκα γιομάτη μαδέρια να ξεβράζει στη ψυχή μου.
''Γυρεύω ν'αγγιστρώσω τη ζωή''. Μ'απόκριση καμμιά δεν απόσωσαν τα κύμματά της, λές και κατέχω εγώ τις απαντήσεις.
Πόσοι παλιάτσοι σε τούτον τον τόπο γυρεύουν αγγίστρια, πόσα τα τρύπια δίχτυα, πόσες οι θαλασσογραφίες [;]
Ακούτε Θεοί ;;;;;;;
'' Ξέρω να κλαίω, να γελάω, να πονώ
ξέρω να λέω την αλήθεια πέρα ως πέρα
γι'αυτό μπορώ να σας το πώ.
...Ένας παλιάτσος είμαι εγώ, καλή σας μέρα.''
ΠΑΛΙΑΠΟΤΗΝΑΡΧΗ-ΠΑΙΧΝΙΔΙΑΠΑΝΩΣΤΗΝΑΜMO
Monday, June 18, 2007
Αναρτήθηκε από ****** ***** ****** στις 12:55 AMΑΠΟΨΕ
Wednesday, June 13, 2007
Αναρτήθηκε από ****** ***** ****** στις 12:15 AMΑντίο.
Για όσα χάδια περισσά δεν στάθηκαν βολετό να ξεπλύνουν το κορμί μου.
Απόψε πού τα μάτια μας κεντούν στον ουρανο αστέρια.
Για μένα. Για σένα.
Υ.Γ Τώρα διαβάζω την προδοσία, συλλαβιστά.
ΔΕΝ ΠΕΙΡΑΖΕΙ
Tuesday, June 12, 2007
Αναρτήθηκε από ****** ***** ****** στις 12:20 AMδεν πειράζει. Όσο γεμίζουν οι ουρανοί αστέρια, υπάρχει ελπίδα.
Μα τώρα δα πού οι μέρες μας τραβάνε προς το Νότο, φώλιασε ένα σκιαγμένο περιστέρι μες της ψυχής τα δάχτυλα. Πώς να το διώξω;
Mαρία -Νεφέλη
«ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΓΥΡΕΥΑ ΕΙΜΑΙ.»
ΑΠΟΘΑΝΕΤΩ Η ΨΥΧΗ ΜΟΥ ΜΕΤΑ ΤΩΝ ΦΥΛΛΩΝ
Monday, June 11, 2007
Αναρτήθηκε από ****** ***** ****** στις 12:18 AMΚι ήρθαν οι μέρες ν'ανοιχτούν οι Συμπληγάδες της ψυχής, στα ικριώματα ν'ανθίσουν λαιμητόμοι. ''Για ποιά ψυχή[;] Για ποιά ψυχή[;], πρέπει εγώ να μολογήσω, στερνό μου καλοκαίρι; ''. Μα ήσαν οι καιροί του θερισμού κι είχαν ανάγκη τις ψυχές στο μάγκανο του Άδη. Δρόμος για λυτρωμό πού σώθηκε μαζί με την ελπίδα. Καιρός γι'αλήθειες.
Γυρίσαμε τις απαλάμες μας στον ήλιο καθώς οι απόσκιοι ροδαμοί πού γλύφουν τα κεντίδια του σαν στερέψουν τ'αδράχτια τ' ουρανού. Ψαύαμε έναν καιρό γιομάτο θύμησες, αυλάκια πίσω απ'τις φλέβες της αφής, βουβά τα χάδια των παλιών.Τίποτε. Κι άλλοι σαν εμάς σαν κάτι να φωνάξανε μέσα απο τραυλίσματα και ήχους σφαγερούς. ''Κατάρα η μνημονιά των χρόνων πού περάσαν''.
Ξεσπάσαν λυγμωδοί κι ανθρώποι σκορπιστήκανε στις άκρες του ορίζοντα σαν να 'ναι το φευγιό τους λέει, μια κάποια λύση.''Δεν βαστάνε τ'ανθρώπινα δοκάρια τσεκουριές,είναι πού δεν βαστούν αλήθειες''. Κι όποιος ετόλμησε θαρείς να αντιλογήσει, μαχαίρι στα μεριά του τα χέρια των Θεών θε να το στρίψουν. Ασκέρι των θεών πικρό κι αβόλετο.
Καιρός γι'αλήθειες.