ΧΩΡΙΣ ΤΙΤΛΟ

Sunday, November 11, 2007


Χθές βράδυ σαλπάρισαν στα ονειρατά μου τρεχαντήρια κι ένας γαλάζιος ήλιος γιομάτο ξόμπλια στα μαλλιά του σκόρπισε τις φτερούγες στις αδειανές μου τσέπες. Είχε δυό μάτια βαμμένα με κείνο το μενεξελί πινέλο, καί κάθε τόσο βουτούσε δυό χαρακωμένες απαλάμες στη θάλασσα με τ'ακρονήσια της, σαν έπαιρνε να βραδυάζει. Δεν ήσουν εκεί, θυμάμαι. Μονάχα η ματιά σου ξαστέρωνε το πέλαγος, μά κείνες τις χαρακωμένες φούχτες πού ποτέ δεν θα ξεχάσω, θαρρώ πώς στεκόντουσαν σα σκιαγμένα θαλασσοπούλια πανωθέ μας. Πώς μού'ρθε τότε, κι αρχίνησα να ψαχουλεύω μέσα στις τσέπες μου ένα χαρτάκι, το σήκωσα στις φούχτες μου μά δεν πρόφτασε η μιλιά μου να ορμηνεψει το θωρί του. Σηκώθηκε , λέει, ένας πλατύφυλλος άνεμος όλο αρμύρα στα μεδούλια, κι έλυσε μονομιάς τα χέρια μου. Κι έπήρα να τρέχω ξοπίσω απο τίς χάρτινες λέξεις πάνω στην άμμο του μεσημεριου΄. Μά η άμμος γίνηκε χοχλάδι τραχύ και τα ποδάρια μου βαρύναν σα μολυβένιοι στυλοι, ανάσα δεν ξέμεινε στα στήθια μου, μα κάτω δεν τό'βαζα. Είδα τότε τις χάρτινες λέξες να παίρνουν τη μορφή σου, σάρκα να γίνεται η αλφάβητος, κι όσο πλάταινε ο ορίζοντας τόσο σε χάνανε τα μάτια μου. Σε θυμάμαι να τυλίγεις τη πνοή σου μ' ένα κυανό πέπλο γιομάτο κοχύλια, σάμπως νά'θελες, λέει, να ζουρλάνεις τη σκέψη μου πού σε πήρε το κατόπι κι εβάλθηκα να μη ξεκρίνω πιά τα μάτια σου απο τις γλαυκές σελίδες τού ονείρου. Δεν θυμάμαι τίποτα για τα τρεχαντήρια ούτε για τούς ανέμους πού κάρπιζαν τον κάματο σε κείνα τ' ακρογυάλια. Μονάχα τη μυρωδιά σου δεν μίσεψα απο πάνω μου, έτσι λέω, σάμπώς να θέλω να σε κρύψω βαθιά σε τούτα τ'ανείπωτα του κόσμου αγέρας ανθρώπινος να μη μολέψει άλλο το κορμί σου.

0 σχόλια:

 
Google Analytics Alternative