Ξέρω πώς δεν θυμίζεις σε τίποτα εκείνες τις αμμουδερές
κυράδες που λαγιάζουν ανάγλυφες πάνω σε καρτ ποστάλ του
καλοκαιριού.
Ξέρω πώς τις φτωχές σου ανάσες σκεπάζουν αρμυρήθρες και βότσαλα
σμιλεμένα απο αρμύρα. Την αγγαλιά σου δεν γιομίζουν γέλια καρτερικά, παιδίσια
σκιρτήματα απόκρυφα στον ήλιο- μοναχά τα μάτια μας αντάμωναν πίσω απο των
ανέμων τις ιαχές. Είσαι φτωχή κι είσαι δικιά μου, όπως το λουλακί σου δάκρυ πού
κάποτε κρεμάστηκε τ'απόγιομα γύρω απ'το στήθος μου. Εσύ κι εγώ, κι ανάμεσα στα
δάχτυλα χοχλάδια των καιρών σου, μισεμένα λιοπύρια και τα φιλιά των γρύλλων
σκεπασμένα με πευκοβελόνες. Ξέχασα τους πεύκους σου, να με συγχωρεί η ματιά
σου...
Εσύ κι εγώ, κι εκείνη η παλιά ψαροταβέρνα, αγγίζεις με
τ'ακροδάχτυλά σου. Πίσω απο τις γαλανές σου ισκιάδες χάνεται το πρόσωπο πού
κάποτε πλάγιαζε πάνω στα ονέιρατά μου. Κι είναι πού τέτοιες οι ώρες να
λέω πώς πάλι εσύ το ανασκάλεψες στη μνημη τούτο το παραγάδι. Έτσι
βαστώ τα λιγοστά φεγγγάρια μας, τόσο που ξέρω, πώς θα τα σκορπίσει ο
διακαμός των γλάρων στο μολυβένιο σου ορίζοντα, σαν έρθει ο καιρός τα στάχυα να
θερίσει. Πόση γη άραγε να χωρίζει τις νύχτες μας; Πάλι μετράω αποστάσεις και
μυρουδιές και στάχτες καλοκαιρινές πού γινήκανε κιτρινισμένα φύλλα κι ένα
κομμάτι φλοίσβου να ξαγρυπνά τον Αποσπερίτη, τόσο πού οι θύμησες βαφτίστηκαν
μέσα στα κύμματα ξάνα. Νοτισμένες γοργόνες, φύκια κι αστερίες , λογάρια
μιας ξεχασμένης θάλασσας. Μ'αρέσει πού είσαι φτωχή κι αμάλαγη κάτω απ' ταγγίγματα
του ήλιου, μακρυά απο τις στέγες των ανθρώπων .
Μισώ τα παιδιά σαν σού πετούνε πέτρες. Ακούς;
Θέλω να'ρθω κοντά σου ξανά, μόνο για λίγο, όσο βαστάνε οι
λεπτοδείχτες στ'ανθρώπινα ρολόγια , όσο στις χούφτες σου θα σιγοσβήνουν
τ'αχνάρια των βουνών, πλεούμενα δικά σου και τούτα. Πές μου, σού λείπω
καθόλου;
ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
Sunday, August 12, 2007
Αναρτήθηκε από ****** ***** ****** στις 2:16 PM
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
0 σχόλια:
Post a Comment