ΕΝΑΣ ΠΑΛΙΑΤΣΟΣ ΕΙΜ' ΕΓΩ, ΚΑΛΗ ΣΑΣ ΜΕΡΑ.
Saturday, June 23, 2007
Αναρτήθηκε από ****** ***** ****** στις 7:38 PM
Προσπάθησα σήμερα να σκεφτώ τί απλώνεται δικό μου πάνω σε τούτα τα χώματα. Ποιός ξέρει πάλι τί ονειρεύτηκα το χθεσινό βράδυ; Η αλήθεια είναι πώς τίποτε δεν φανέρωσαν οι Θεοί στη σκέψη μου. Λένε, πώς σαν διαβείς τα σταυροδρόμια της αναζήτησης οι Θεοί φανερώνουν μιαν αλήθεια. Φτάνει μόνο τα δίχτυα σου να μην είναι ξεσκισμένα απο τις ανθρώπινες βουλές. Δεν θυμάμαι απο πού το ξετρύπωσα τούτο το ' ''κουρελάκι'', ίσως και να το γέννησαν εκείνες οι αταβιστικές κυράδες πού χρόνια τώρα αγκουσαίνωντας παραπατούν πάνω στα όνειρά μου.
Καμμιάν αλήθεια για μένα. Μονάχα ένα τετράδιο χαραγμένο εφηβικά δάκρυα, ένα ξύλινο μπαουλάκι γεμισμένο στολίδια κι ένας γεράκος γύψινος σταυροπόδι πάνω στο παγκάκι του. Κείνο το τελευταίο είναι βουτηγμένο στις παιδικές μου χούφτες. Ένας ξερακιανός, αποριγμένος γέρος να τηγανίζει ψάρια κι ένας σκύλος σωριασμένος στα ξυλιασμένα ποδάρια του να τού γυρεύει συντροφιά, όλα τυλιγμένα στο γύψο των ανθρώπων. Θυμάμαι τώρα πώς μού θύμιζε το Βιτάλη, ξεφυλλίζοντας στη μνήμη μου το ''χωρίς οικογένεια'' του Έκτορ Μάλο. Κι έπειτα πόσες νύχτες ν'αποξεχνιέμαι στα μάτια του δίπλα στο τζάκι μιας γιαγιάς πού αδυνατίζει η μνήμη μου σαν με βαραίνουν τα χρόνια.
Φόβαμαι πώς ξεχνώ τις μυρωδιές, κείνα τα φοβισμένα όνειρα, τις αγγαλιές πού βάθαιναν μέσα στα χέρια, τα ξύλινα παραθυρόφυλλα, το ''νυχάκι'' μέσα στις ντουλάπες τις παλιές.
Μα πάλι τρέμουν δυο φυλλαράκια μέσα μου, σαν όλα τούτα πού καμώθηκαν δικά μου με τις μέρες, άδειασαν μέσα στις τρύπιες μου παλάμες.'' Ένας παλιάτσος είμαι εγώ, καλή σας μέρα'' , σφυρίζει μια παιδική νότα. Αυτό μού δόθηκε, αυτό χαράμησα, ετούτο μεθοκόπησα πάνω στ'αγκάθια της ζωής. Μονάχα πού ματώσανε τα πόδια μου σε τούτα τα πατητήρια. Κι έχω να βαστώ στα χέρια μου τρία σκουριασμένα απομεινάρια θύμησες, γύψινα χάρτινα, ξύλινα - ολότελα δικά μου.
Όχι πώς ξάφνου θέλησα ν' απλώσω ρίζες στα κυανά χώματα του κόσμου. - Ναι, είναι οι χωματένιοι κήποι πού στολίζουν τις μέρες μου χρόνια τώρα κυανοί, σαν θάλασσες βουλιάζουν τη ζωή μου- . Όχι πώς ξάφνου αποζητάω ξεχασμένα λογάρια να καρπίσουν το θυμικό μου. Σώνουν τα λιγοστά πού κέντησαν τη ματιά μου.
Μα, να πού τώρα δα, σαν κάτι να λείπει απο σιμά μου. Γυρεύω στα όνειρατά μου ν'αγκιστρώσω τη ζωή , μ'αυτη τη θαλασσογραφία πετάγομαι τα βράδια σαν να καρφώσαν το καμβά της πάνω μου. Θυμωμένη θάλασσα, άγρια γυναίκα γιομάτη μαδέρια να ξεβράζει στη ψυχή μου.
''Γυρεύω ν'αγγιστρώσω τη ζωή''. Μ'απόκριση καμμιά δεν απόσωσαν τα κύμματά της, λές και κατέχω εγώ τις απαντήσεις.
Πόσοι παλιάτσοι σε τούτον τον τόπο γυρεύουν αγγίστρια, πόσα τα τρύπια δίχτυα, πόσες οι θαλασσογραφίες [;]
Ακούτε Θεοί ;;;;;;;
'' Ξέρω να κλαίω, να γελάω, να πονώ
ξέρω να λέω την αλήθεια πέρα ως πέρα
γι'αυτό μπορώ να σας το πώ.
...Ένας παλιάτσος είμαι εγώ, καλή σας μέρα.''
Καμμιάν αλήθεια για μένα. Μονάχα ένα τετράδιο χαραγμένο εφηβικά δάκρυα, ένα ξύλινο μπαουλάκι γεμισμένο στολίδια κι ένας γεράκος γύψινος σταυροπόδι πάνω στο παγκάκι του. Κείνο το τελευταίο είναι βουτηγμένο στις παιδικές μου χούφτες. Ένας ξερακιανός, αποριγμένος γέρος να τηγανίζει ψάρια κι ένας σκύλος σωριασμένος στα ξυλιασμένα ποδάρια του να τού γυρεύει συντροφιά, όλα τυλιγμένα στο γύψο των ανθρώπων. Θυμάμαι τώρα πώς μού θύμιζε το Βιτάλη, ξεφυλλίζοντας στη μνήμη μου το ''χωρίς οικογένεια'' του Έκτορ Μάλο. Κι έπειτα πόσες νύχτες ν'αποξεχνιέμαι στα μάτια του δίπλα στο τζάκι μιας γιαγιάς πού αδυνατίζει η μνήμη μου σαν με βαραίνουν τα χρόνια.
Φόβαμαι πώς ξεχνώ τις μυρωδιές, κείνα τα φοβισμένα όνειρα, τις αγγαλιές πού βάθαιναν μέσα στα χέρια, τα ξύλινα παραθυρόφυλλα, το ''νυχάκι'' μέσα στις ντουλάπες τις παλιές.
Μα πάλι τρέμουν δυο φυλλαράκια μέσα μου, σαν όλα τούτα πού καμώθηκαν δικά μου με τις μέρες, άδειασαν μέσα στις τρύπιες μου παλάμες.'' Ένας παλιάτσος είμαι εγώ, καλή σας μέρα'' , σφυρίζει μια παιδική νότα. Αυτό μού δόθηκε, αυτό χαράμησα, ετούτο μεθοκόπησα πάνω στ'αγκάθια της ζωής. Μονάχα πού ματώσανε τα πόδια μου σε τούτα τα πατητήρια. Κι έχω να βαστώ στα χέρια μου τρία σκουριασμένα απομεινάρια θύμησες, γύψινα χάρτινα, ξύλινα - ολότελα δικά μου.
Όχι πώς ξάφνου θέλησα ν' απλώσω ρίζες στα κυανά χώματα του κόσμου. - Ναι, είναι οι χωματένιοι κήποι πού στολίζουν τις μέρες μου χρόνια τώρα κυανοί, σαν θάλασσες βουλιάζουν τη ζωή μου- . Όχι πώς ξάφνου αποζητάω ξεχασμένα λογάρια να καρπίσουν το θυμικό μου. Σώνουν τα λιγοστά πού κέντησαν τη ματιά μου.
Μα, να πού τώρα δα, σαν κάτι να λείπει απο σιμά μου. Γυρεύω στα όνειρατά μου ν'αγκιστρώσω τη ζωή , μ'αυτη τη θαλασσογραφία πετάγομαι τα βράδια σαν να καρφώσαν το καμβά της πάνω μου. Θυμωμένη θάλασσα, άγρια γυναίκα γιομάτη μαδέρια να ξεβράζει στη ψυχή μου.
''Γυρεύω ν'αγγιστρώσω τη ζωή''. Μ'απόκριση καμμιά δεν απόσωσαν τα κύμματά της, λές και κατέχω εγώ τις απαντήσεις.
Πόσοι παλιάτσοι σε τούτον τον τόπο γυρεύουν αγγίστρια, πόσα τα τρύπια δίχτυα, πόσες οι θαλασσογραφίες [;]
Ακούτε Θεοί ;;;;;;;
'' Ξέρω να κλαίω, να γελάω, να πονώ
ξέρω να λέω την αλήθεια πέρα ως πέρα
γι'αυτό μπορώ να σας το πώ.
...Ένας παλιάτσος είμαι εγώ, καλή σας μέρα.''
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
0 σχόλια:
Post a Comment