''Ο ΜΑΤΩΜΕΝΟΣ ΓΑΜΟΣ''

Thursday, November 15, 2007

Απόψε στο περβόλι μου το μαγικό
θα σε τραβήξω αγαπημένη,
κάτω απ’ τη γέρική μου Ιτιά,
κι εκεί σιγά σιγά,
στην αγκαλιά μου ακουμπισμένη,
όσο η Σελήνη θ’ ανεβαίνει,
χλωμότερη κι από γυναίκα πεθαμένη,
σιγά σιγά, ψιθυριστά,
θα σου ιστορήσω ένα ένα
τα θλιβερά μου μυστικά…

Μυρτιώτισσα




Κάποτε μού ζήτησαν ένα μονόλογο να τον εκάμω δικό μου, να τού φορέσω στολίδια, ΄κι έπειτα να τον κοιμίσω επάνω στα μωσαικά μιάς παγωμένης αίθουσας. Κρούσταλλα τα χέρια και τα πόδια μου , μά έτσι έπρεπε να'ναι, τί ήμουν ένα φεγγάρι, γυμνό μές τα σκοτάδια μιάς πόλης. Έχεις ακούσει ποτέ το φεγγάρι να θρηνεί; Έλεγε θαρρώ:<< Είμαι ένας κύκνος στρογγυλός μές το ποτάμι/ είμαι ένα μάτι στα ψηλά καμπαναριά/ και μες τις φυλλωσιές / φαντάζω ψεύτικο φώς της χαραυγής.>> Δεν μπορώ ακόμη να θυμηθώ γιατί το πήρα μαζί μου ετούτο το φεγγάρι και πώς ξεδιπλώθηκαν απόψε τα τυλιγάδια της μνήμης, μά λέω πώς θυμάμαι τη μοναξιά του. Είχε μιά στάλα δάκρυ στα μαγουλά του σαν αποξεχασμένος δροσουλίτης κι ένα μίσος κρυμμένο σα δρεπάνι στο θηκάρι του... είχε κάτι απο το σήμερα ίσως και απο την αύριο πού επιμένω να μήν ξέρω.
Δεν ξέρω γιατί απόψε διπλώθηκε στα πόδια μου ετούτο το φεγγάρι, μονάχα πού να, σκεφτόμουν χθές πώς είν παράξενος ο πολεμος μές τις ψυχές των ανθρώπων σάν έρθει η ώρα του θερισμού. Ώρα του θερισμού θα πεί στιγμή δικαιοσύνης, σαν εκείνη πού σκορπίζουν οι Θεοί πανω στ'αρχοντικά των ανθρώπων κάτι ώρες σιωπηλές, ξεχασμένες , βουβές σαν χιονισμένα απόβραδα του Δεκέμβρη.
Καράβια οι άνθρωποι, κι όλο για καινούρια ταξίδια κινούν, χώρες μακρυνές , φτιάνουν χάρτες με το φτωχικό τους μυαλό, κι έπειτα παίρνουν ν'αλαργεύουν κατά το Νότο, σαν τα πουλιά . Σαν τα καράβια.
- Πού πάτε μωρέ, όλοι σας, φωνάζει ένας γερασμένος πεύκος. Δέστε τα ποδάρια σας στη γή , τί μού υψώσατε κατάρτια, πανιά γιά πούθε σηκώσατε, με τέτοια φουσκοθαλασσιά;
*************************************************
Θα χαλάσει ο καιρός, το άκουσα σήμερα.
Καράβια οι άνθρωποι, αναπαμό δεν κατέχει η ψυχή τους. Ποιές είνα εκείνες οι κυράδες πού τούς κουνάνε λευκά μαντήλια απ'τις στεριές; Εκείνες πού ξεπλένουν το τραγούδι του νόστου με δάκρυα πλάι στα τρεχαντήρια...
Μού πήραν τα ταξίδια μου. Μ' ακούς;

0 σχόλια:

 
Google Analytics Alternative