ΚΟΚΚΙΝΟ

Tuesday, November 13, 2007


Κάπως έτσι ζωγράφισες πάνω σε τούτες τις ώρες τα χείλη σου. Σά νά κλεισες μές τις παλάμες σου ολάκερο το πορφυρό του κόσμου, κι έπειτα πήρες ν' αγγίζεις εκείνο το αξεδιάλυτο ''γιατί'', τίς σκόρπιες ώρες της πρωινής σαγήνης, το στήθος μου, τα χέρια κι όλες μά όλες τίς αλαργινές μου ώρες. Όμορφα θαρρώ να σε χαιδεύουν δυό κόκκινα χέρια κι άς μίλησαν οι ποιητές σ 'άλλους καιρούς για τα λευκά '' τα περιστέρια'' . Πόση αθωότητα να χωρέσει στις μέρες μου; Καί πόση αμαρτία θέ να χωρέσει απο τα πορτόφυλλά σου;
................................................................................
Ξέκλεψα κι ένα βερνίκι απο κάποιο μαγαζί- κόκκινο σαν τη ψυχή σου. Το φοράω( σ'αρέσει;)
Κι εκείνο το φόρεμα πού στάθηκε να ρεμβάζει πίσω απο το τζάμι κάποιας βιτρίνας- κόκκινο όπως τα μάτια σου βουτηγμένα στον έρωτα. Θα το πάρω μαζί μου( μήπως ανταμώσουν τα φεγγάρια μας κάποιο νυχτέρι).
Κάπως έτσι λοιπόν, σήμερα. Ναί, τύλιξες τίς στιγμές μου.
Να δείς τί ξέσπασε στο μυαλό μου σαν καλοκαιρινή καταιγίδα τώρα... Πάλι μνημούρι στον Αγγελόπουλο θα στήσω. Ένας άνθρωπος στη μέση του πουθενά αναμεσα στα βουνά, πλαντεμμένα τα φυλλοκάρδια του απο το στασίδι της μοναξιάς, ουρλιάζει κι αγροικά την αντιλαλιά του. Μασουλάει ένα μπισκότο και καθώς κοιτάει τα χαρακωμένα βουνά πετάει ένα κομμάτι στο κενό :'' Έεει, μοναξιά, πάρε κι εσύ ένα μπισκότο'', τής φωνάζει.

0 σχόλια:

 
Google Analytics Alternative