Μές την αυλή των θαυμάτων σε θυμάμαι να καθρεφτίζεσαι
πάνω στη ράχη ενός γαρίφαλλου, λυτρωμένη , απεχθής,
με ρυτίδες βαθιά στο μέτωπο.
Ρόδο της άνοιξης σ'είδα να χάνεσαι μέσα σε κύκλο απο νερό...
αίμα που δρόσισε τις ρίζες σου κι ύστερα έναν βλαστό ανοίγει. Πέρασαν μέρες,
τώρα πια δεν φοράς εκείνο το γκρίζο υφαντό του χειμώνα, ξαστέρωσαν οι νύχτες
μου, μού είπες, μά κείνα τα χείλη πού ποτέ δεν θα ξεχάσω, νοσταλγώ ... κι ένα
φεγγάρι φαγωμένο απο τ'αστέρια. Πάλι γεννάς , πάλι μιλάς, πάλι ξεχνιέσαι πλάι
στα τρεχαντήρια, πού έλεγες πώς είν δικά σου κι έπειτα έκρυβες το πρόσωπο πίσω
απ'τις φτερούγες των πουλιών, απο ντροπή. Δεν ταξίδεψες ποτέ σου. Πάψε, μην
κλαίς... τα σύννεφα δεν ξαποσταίνουν. Πάψε, μην κλαίς... οι θνητοί μονάχα
γεμίζουν με δάκρυα τις στέρνες τους.
Τη μέρα εκείνη στο ναύσταθμο σαν πλάγιαζες τα ψαροκάικα και τις
μαρίνες, δεν μπόρεσα να σε κοιτάξω. Είχες στα μάτια σου ένα βαθύ κόκκινο
φτερούγισμα πού ολότελα γίνηκε μπλαβί. Σαν βιβλικό σημάδι απο τις παλάμες του
Θεού, κείνες οι μέρες, οι φωνές, οι ιστορίες.
Τη νύχτα σαν καθόσουν πλάι μου κι είπες πώς έγνεψες στις
φυλλωσιές να σκύψουνε στη γή, κι ύστερα εκείνες πέσαν σαν χάρτινη βροχή πάνω στο
χώμα, είπες πώς για μένα το κανες. Θαρρώ πώς την πίστεψα τούτη την αλλόκοτη ηλιαχτίδα. Κι
άλλες πάλι φορές... όλες κι όλες ίσα με το ξάνοιγμα της μέρας, ίσα με το βάδισμα
μιας νεροποντής σε μιαν ανθρωποχώρα.
ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ ΜΟΥ, ΜΗΝ ΚΛΑΙΣ
Wednesday, August 15, 2007
Αναρτήθηκε από ****** ***** ****** στις 12:01 AM
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
0 σχόλια:
Post a Comment