Βαστώ στις χούφτες μου μια ζωγραφιά δική σου, καμωμένη απο καιρούς αγύρτες
και βοριάδες αγαρηνούς , γιομάτη στάχτες και νεκρά σκοτάδια. Την ηύρα πλάι
στα κύμματα μιας ξεχασμένης μέρας κι άκου πώς τα λόγια της σκορπίσαν τη σιωπή
μου : '' Είμαι ένας γκρεμισμένος τόπος, πλάι στις πέτρες των προγόνων σου
πλαγιάζω την κραυγή μου. Δεν είμαι αυτό πού όρισε το χέρι του Θεού να δώσω. Δεν
έχω άλλες προσευχές να κλείσω μές τις λόχμες μου και τούτο γιατί κείνες δεν
υπάρχουν πια. Κρατώ στις σκοτωμένες απαλάμες μου τους επιτάφιους θρήνους των
καιρών πού πέρασαν, καιρών αλλιώτικων πού όριζε στα σπλάχνα μου η φύση. Στις
φυλλωμένες αγγαλιές μου πού αλλοτε κούρνιαζε το αληχητό των γρύλλων σωριάζονται
ματωμένα αποτράγουδα πάνω στο αποκάρωμα της μέρας. Δεν έχω πια άλλο χώμα μές στα σωθικά του να φυλακίσω τις ρίζες μου, παρά φωτιά, φωτιά κι ένα σμάρο πουλιά πλάι
στ'αποκαίδια ν αγροικάνε το λυγμό των δέντρων. Είμαι νεκρός μες το σκοτάδι,
είμαι ένα αστέρι μοναχό να σεργιανάει το θρήνο. Απλώνω τις ρίζες μου μα
κείνες πάνω στη πέτρα γκρεμίζουν τα φτερά τους, πάνω στων ανθρώπων τις βουλές,
στα δρέπανα πού βάσταγαν τα φονικά τους χέρια. Σύ , ξερίζωσες τη ψυχή, σύ
θέρισες τους κάμπους δίχως το πρόσταγμα της φύσης . Μα θά'ρθουνε καιροί ,
πρωτόπλαστε του κόσμου, πού θα νογάς το τρίξιμο των ξύλων σαν το
κορμί σου δοξάρι νά'ναι έτοιμο να σπάζει σε κομμάτια, το
συριγμό των φύλλων σαν να'ναι η ψυχή σου πού παλεύει με τον ανέμο, και τότε δεν
θα μένει πλεόν φως μές τις ικμάδες της σιωπής. Κρατάς ακόμη μαχαίρι στις παλάμες
σου, το βλέπω. Πήρες απόβραδο να ζωγραφίζεις με κείνο τις οπές μου και με τις
στάχτες μου ραντίζεις τους Θεούς σου, μά τούτες τις πένθιμες βοές μες σε σπηλιές
δεν θα τις κλείσεις , γενήκανε άνθρωπε θελιά πού απάνω σου κρεμιέται.''
ΕΝΑ ΔΕΝΤΡΟ ΚΙ ΕΚΕΙΝΟΣ .... Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ
Saturday, July 28, 2007
Αναρτήθηκε από ****** ***** ****** στις 2:35 AM
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
0 σχόλια:
Post a Comment