Παράδοξο. Να ελπίζεις στη ζωή να χρωστάς πάντα δυο έννοιες. Ξέρεις, μου πήρε καιρό να καταλάβω εκείνο που οι άνθρωποι τρομαγμένοι φωνάζουν πως οι σκοτούρες δεν έρχονται μόνες τους και οι στενοχώριες κουβαλάνε πάντα το ταίρι τους. Να καταλάβω πως οι ανόητοι όφειλαν να το ελπίζουν και όχι να το απεύχονται. Λέω, λοιπόν σε Σένα πως τις μονές σκοτούρες να τρέμεις στη ζωή σου, εκείνες που φανερώνονται μονάχες και ξεστρατίζουν το δρόμο σου . Γιατί δεν θα υπάρχει τρόπος να τις αποφορτίσεις , γιατί δεν θα υπάρχει τρόπος να τις εξημερώσεις με συγκρίσεις. Και προτού διαβείς το κατώφλι της σκέψης πως τάχα ξέχασα τα λογικά μου σε κάποια πρότερη γραφή ή έτος (χαμογελάω), σου λέω πως τα'χω χίλια ούτε καν τετρακόσια.
Ίσως να'ναι ο λόγος που η ζωή ποτέ δεν ζυμώνει στενοχώριες ολομόναχες στο διάβα των ανθρώπων, πάντα με συντρόφους τις αποστέλνει, πάντα με αυλικούς. Άκουσε με. Όταν βαδίζουν οι προβληματισμοί μονάχοι στο μυαλό μας μένουν ακυβερνητοι, πορθητές καμώνονται τη ψυχή μας. Κι ο άνθρωπος στέκει ανίκητος μπροστά στη μοναδικότητα της πίκρας να την εντάξει στο σύνολο, να την εκμηδενίσει, να την ξαλαφρώσει απο τα δεκανίκια και τις υποταγές. Θεριεύουν οι καημοί εκεί που το μυαλό εστιάζει το βλέμα. Δεν υπάρχει ξεστρατημός στη σκέψη, δεν υπάρχουν γωνίες να κρατηθεί η λογική. Σκέψου τον άνθρωπο που η ζωή του εκμηδενίζεται απο έναν θάνατο. Πόση ένταση θανάτου χωρά μέσα στο σώμα του και πόσα τεφτέρια λυπητερά γράφουν στη ψυχή του. Η ζωή εστιάζει στο θάνατο. Σκέψου τώρα εκείνον, που τη στιγμή ετούτη τη στεντόρεια, την ξεστρατίζει ταυτόχρονα η απόγνωση της επιβίωσης, ο αντίποδας του θανάτου. Τα σκοτάδια γαληνεύουν, χάνονται μέσα στον κουρνιαχτό της ζωής, τα μάτια αγωνιούν πάνω στη λογική και στη λύση, ο θάνατος ξαλαφρώνει απο συναισθήματα και ο λόγος ακουμπάει στη σκέψη πως ''πρέπει να ζήσω'' Πρόσεξε, δεν σου μιλάω για κείνον τον θνητό που απλά πρέπει να συνεχίσει το ταξίδι προς την Ιθάκη , όπως όλοι μας, εγώ σου διαβάζω για κείνον τον απεγνωσμένα υπόδουλο στην αγωνία της επιβίωσης. Εκείνον προστρέχει η γραφή μου.
Κάποτε, πριν χιλιάδες χρόνια, όταν τα δίποδα τούτα όντα βγήκαν στον κόσμο με ρόπαλα και με φωτιές δεν κοίταζαν ξοπίσω τους. όχι, γιατί δεν είχαν παρελθόν, μα γιατί το μέλλον έσπειρε με σκιρτημό και απόγνωση τη ζωή τους σε άλλες ατραπούς. Ένα απειλητικό μέλλον φορτώνει το δρόμο σου με την πέτρα της λησμονιάς. Κοιτάς να σταθείς όρθιος, όχι να ξαπλώνεις πλάι στο παρελθόν σου αλαφιασμένος.
Γι'αυτό σου λέω, δυο καημοί στη ζωή σου πάντα να εύχεσαι. Σα μαντατοφόρες γυναίκες να κυβερνάνε τις νύχτες σου, να μπορείς έτσι να ξεκορμίζεις τη σκέψη απο το ασήμαντο και να τη πλαγιάζεις στο σημαντικό. Να μην εστιάζει το βλέμα σε έναν γκρεμό γιατί αντικρύζει οράματα στις χαράδρες και καταβαθρώνει την αλήθεια.Ίσως για τούτο και δεν αντέχεται η ιδέα του θανάτου. Ακούς, τί λέω; Η ιδέα του θανάτου όχι ο θανατος. Η δέα δεν έχει συγκριμό όταν παιδεύεται στα γρανάζια του μυαλού. όταν φανερωθεί όμως στη πράξη , έρχεται η ζωή και τον παλουκώνει στο έδαφος. ''Εκεί εσύ'' φωνάζει, και του χαράζει σύνορα, ''κι εδώ εγώ''. Αντικρυστά ν'ανταμώνουν τα βλέμματά μας. Οι ιδέες όμως, αναγνώστη μου πολυμήχανε, ξεψυχάνε το μυαλό πίότερο απο τη πραγματικότητα και το διώκουν στο χαμό όχι η ψυχή και το σώμα. Η σκέψη ζητά σηματωρό στα δίπολα, στις αναζητήσεις στα ξεστρατήματα, απαξ και λύσεις τους κόμπους της, θέλει αρετή και τόλμη να τους ξαναδέσεις προσκοπικά.
Θα μου πεις, τί μ'έπιασε του λόγου μου και σε τρατάρω γλυκόπικρα λόγια. Θα'ναι που τούτες τις μέρες, αντάμωσα στους καθρέφτες μου έναν λέφτερο άνθρωπο, καμωμένο απο σκέψεις και ονείρατα, απο ενοχές και ανάπλωρους ανέμους. Τον κοίταξα στα μάτια και δεν τον γνώρισα, μα το χειρότερο ήταν πως δεν περίμενα να αναρρώσουν οι επιθυμίες του απο τη λεηλασία των ανθρώπων, ούτε οι κακοφορμισμένες πληγές που σκορπίστηκαν τόσες και τόσες μέρες στη σιωπή του. Είδα, που λές έναν καινούριο άνθρωπο, ανένταχτο και λυτρωμένο, να βαδίζει πλέον με βήμα ελάχιστα πιο αργό σα να περιμένει κάτι. Ή σαν να αρνείται να προφτάσει τον κόσμο. Δεν ξέρω αν έχει μέλλον, άλλωστε ετούτες τις γνώσεις τις αφήνω για τους σοφούς, ξέρω όμως πως έχει ένα γενναίο παρελθόν. Τόσο γεμάτο και τόσο υποτιμημένο που αρνείται να το εντάξει στις κατηγορίες των ανθρώπων.
υ.γ Όταν μπορείς κι αντικρύζεις ευτυχία σε κάθε χαραμάδα της ζωής , δίχως αποστόλους και παραστάτες στο πλευρό σου, τότε είναι που αφήνεις σκιρτημούς να αναφωνίζουν στο περασμά σου, πως κατάφερες εως τα τώρα να επιβιώσεις επάξια. Κι ας λένε οι άλλοι.
υ.γ 2 Όταν κοιτάζεις στα μάτια μιας εικόνας το βλέμμα ενος ερωτευμένου ανθρώπου που δεν αντικρύζει εσένα και που θα έδινες τη ψυχή σου να γύρει λιγάκι στο πλάι σου και μπορείς παρ'όλα αυτά να κρατήσεις τη σιωπή σου αδάκρυτη και να ψιθυρίσεις ένα χαμόγελο ανάμεσα στα χείλη. Θαρρώ πως ... το αφήνω σε Σένα. (χαμογελάω- όπως Πάντα)
0 σχόλια:
Post a Comment