''Απόψε, λέξεις και προκείμενα, να περιγράψω την ευτυχία,
να τη γεμίσω συρματοπλέγματα κι υποταγές.
Ευτυχία, όπως λέμε σήμερα. Όπως λέμε Χθες.''
Σύμπτωμα τρέλας το ‘’άπιαστο όνειρο’’, και τελικά απομονώθηκα στη σκέψη να βγάλω ντελάλη στις γραφές μου γιατί αναγνώστη μου, άκρη δεν βγάζω του λόγου μου. ‘’Τι είναι μωρε η ευτυχία;;’’. Είναι λουλούδι που φυτρώνει στις πετρώδεις ακρώρειες πελαγωμένο από τους χειμώνες; Είναι κινούμενος απελάτης των συνόρων των Θεών; Μην είναι δημοτικό τραγούδι που ξέφυγε από κάποιο στόμα και πιάστηκε γι’αλήθεια εδώ στα χαμηλά; Σάμπως ξέρεις και συ δύσμοιρε που σε βασανίζω με τις ερινύες μου. Να σε ρωτήσω όμως, θα κινήσεις σαν αρπακτικό να την κατέχεις κι αν πάλι σε ρωτήσω αν την καμώθηκες δική σου κάποια ώρα, θα χιμήξεις να μου δείξεις τα σημάδια της.
Εγώ ,καλέ μου, δεν την αντάμωσα πάντως. Μονάχα ματιές προλάβαμε ν’ανταλλάξουμε σαν κυνηγημένοι. Άντε, κανένα sms λακωνικό ( διαψευκτήριο πως δεν είναι τάχα απούσα). Συνευρέσεις δευτερολέπτων, ξεπέτες και άλλες τέτοιες αηδίες. Αλλά εμείς εκεί, να το καμακώσουμε το θηλυκό, να το στοιβάξουμε στη ζωή μας μαζί με τ’άπλυτα και τις ζοχάδες μας, να κοάζουμε πως σεργιανάει τη στέγη μας. Επι ώρες, μήνες, απογεύματα. Καλά, θα μου πεις, εγώ κοπέλα μου νιώθω ευτυχισμένος από το αποκάρωμα του ήλιου μέχρι το ξυπνημό του, τι ζόρι τραβάς του λόγου σου να κυβερνήσεις τη ψυχή μου; Σωστό κι αυτό.
Αλλά να, στεκόμουν χθες πάνω σε κάτι δικό μου κι εκεί που με πήραν τα ζουμιά ίσα με τα παντελόνια άρχισε να με φυσάει μια δυστυχία άλλο πράγμα. Του κάκου πάσχιζα να το κόψω το μοιρολόι. Μα δεν έφτανε αυτό αναγνώστη μου, πρόφτασα να ανακοινώσω και τη δυστυχία μου στην αφεντιά μου, γιατί είχα ανάγκη από ταμπέλες. Ώσπου με παίρνει στο κατόπι μια λογική τεράστια σα βιβλίο, με κεφάλαια κι επιτομές, να μένω να αναρωτιέμαι γιατί δεν είμαι ευτυχισμένη. Βγάζω χαρτί και μολύβι και γράφω, ίσα με μια σελίδα ( πολυγραφότατη στο ''θαλερό'' των ημερών μας) τα ''ναι'' και τα ''δεν''. Σιωπή στο ακροατήριο. Σφουγγίζω δάκρυα και μίξες ( με το μπαρντον), βουτάω το λεξικό από τη βιβλιοθήκη. Ύπνος δεν μ’ έπιανε. Λες , μωρε, να κυβερνιόμαστε σαν τον Οδυσσέα σε θάλασσες πλανεύτρες για έναν ορισμό που δεν ετυμολογείται; Και μη μου πεις πως το ταξίδι μετράει, γιατί σε θέρισα το Σεπτέμβρη. Πέτρα να σηκώσω, ευτυχία μπορώ να δω σαν το σκορπιό κα σέρνεται από κάτω. Υφαντό να υφάνω, στις κλωστές του μπορεί να την ανακαλύψω, χαρτιά ,βιβλία, δρόμοι, κουβέντες, λόγια , έργα. Σκέψεις. Εμείς την φτιάχνουμε τη παλιοσειρήνα, εμείς και τ’ανθρωπινά μας χέρια. Από ξύλο, από σίδερο , από θειάφι, ποιος ξέρει;
Κάπου όμως δεν υπάρχει, μη λες πως δεν το είπα. Είναι τόποι που μαράζωσαν από τη λησμονιά της, είναι άνθρωποι που γελάστηκαν από τη μοίρα. Και κάποιοι που παρ΄όλα αυτά ξεριζώθηκαν και την αντάμωσαν αλλού. Σε στιγμές, σε χαοτικά δευτερόλεπτα του χρόνου, σε υστερόγραφα. Τόσο κρατάει. Ανάμεσα σε κλικ φωτογραφικών αναμνήσεων, σε κείνες τις παλιές μπομπίνες που χαζεύαμε με μισό χαμόγελο σαν ήμασταν παιδιά. Στη δημιουργία, στα όνειρα. Τότε γιατί μετά τα ιδώματα γυρεύουμε να στρώσουμε κι άλλο τραπέζι; Γιατί κινάμε πέρα από την αυλή με σημάδι το δέντρο; Γιατί πιο πέρα από τη δύση; Αφού, το ξέρεις, βρε λαθρεπιβάτη πως σε κείνα τα μέρη πάλι ένα βράδυ θα σε κοιμηθεί.
υ.γ. Χαίρομαι που είσαι ευτυχισμένος μακριά από μένα. Το είδα στα μάτια σου, τόσο που τρόμαξα να υποκλιθώ.
Καληνύχτα
2 σχόλια:
Δύσκολο πράγμα η ευτυχία...
Νομίζω πως ακόμη δυσκολότερη είναι η αντίληψη που έχουμε για την ευτυχία...την φορτώσαμε προσδοκίες και συμπλέγματα!!
Post a Comment