2008 ΚΙ ΑΛΛΗ ΜΙΑ

Tuesday, January 29, 2008



Στέκομαι σιμά σου και πλανεύομαι με αιθέρες. Κάθομαι πίσω απο
αγριοσυκιές κι έναν γερασμένο πεύκο πού διπλώνει το κορμί του σαν σκύβει να
φιλήσει το χώμα. Κρατώ στα γόνατά μου το α- νέλπιστο πένθος
ενός γυμνού μεσημεριου, τη χλωμάδα εκείνης της μέρας πού πίσω δεν γύρισε να
κοιτάξει το κιτρίνισμα των φύλλων. Δεν θυμάμαι πώς σαπίζουν τα
φύλλα στις ποδιές των δέντρων. Ξεχνώ. Και μαζί μου λησμονιέται ο
καιρός, ένας καιρός γιομάτος θυμωνιασμένα καλοκαίρια κι ελάχιστους χειμώνες. ''
Ελάχιστους'' ή πάλι σχιστούς χειμώνες.

Τί είναι αυτό πού θωρείς σαν ζερβά μου
ξαποστέλνεις τη ματιά σου; ''Στέκεται ένα τίποτα στο πλάι μου'', κραίνω δειλά κι
αμέσως αμέσως ανοίγουν πορτόφυλλα στις μακρινές μου πολιτείες πού
δίχως καμπανοκρούστη βάλθηκαν να γυρέψουν Εσπερινό. Σε τούτη τη λειτουργιά δεν
θά'ρθει κανείς και δίχως καντηλάκια θα γυρέψω ελπίδα. ''Δίχως ελπίδα''. Είπα πώς
τόύτο θα'ναι το όνομα της πολιτείας πού κρύβω στα στερνά μου. Κι εσύ τί
κοιτάς; Δεν φώναξα λαμνοκόπους στο φευγιό μου μηδέ και στρατηλάτες στο διάβα
μου. Τράβα στις καμωμένες απο γήινα φύλλα ιστορίες, παίξε τον ρόλο
ενός ληστή, ενός πληγωμένου κοπρίτη , ενός Φραγκίσκου της Ασίζης κι
έπειτα έλα να γδύσουμε τις πληγές μας και να τίς καμουμε νερό. Ξέρω κι εγώ να
κλαίω, μα δάκρυ απο τα μάτια μου στα χείλή σου δεν θά βρεις να ξεδιψάσεις. Ξέρω κι
εγώ να ουρλιάζω στις γειτονιές και τα λατομεία, στις αγορές και τα παζάρια, μα
φωνή δεν θα κρεμαστεί στα παραθύρια σου τις νύχτες. Ξέρω να πουλώ τη Μάνα
μου στις αγορές. Ξέρω να είμαι σαν κι εσένα, μα βαστιέμαι. Βαστιέμαι από' να δαδί
αναμμένο κάθε πού σπέρνει το δειλινό φωτιές στα πέρατα του
κόσμου.



0 σχόλια:

 
Google Analytics Alternative