Παρασκευή βράδυ κι εσύ να θεριεύεις τη σκέψη μου . Μα πώς ανοηταίνει ο πόνος ; Κι ύστερα ολότελα πώς γίνεται μικρός , αχνόφεγγο αστέρι μέσα στον ουρανό των ανθρώπων ;
Κι έπειτα σαν ήρθε το μεσημέρι σκάλισε με το αχόρταγο μολυβένιο κοντύλι της δυο γράμμες και πήρε λέει να ζωγραφίζει τον άνθρωπο .
'' Τί είναι τούτες οι γραμμές ; '', της είπε .
'' Ώ, μα βέβαια ο άνθρωπος ''.
'' Και τούτο παρέκει ;''
'' Η καρδιά του'', '' .. μα τίποτε δεν βλέπεις ;
'' Είναι μια κουκίδα σε λευκό χαρτί . Κάποιο λάθος θα κάνεις ..
''Είναι μια σπίθα σε στέρφα γη '', απάντησε .'' Και σαν θέλει, θαρρώ πως γίνεται κύκλος . Ένας κύκλος απο κιμωλία . Ένας κύκλος που ξανοίγει τις ακτίνες του και που το θάμα του ομοιάζει του ήλιου . Κι είναι όλο φωτιά τα μάτια του κι είναι όλο καλοκαίρι η μυρωδιά του . Σα θέλει ...
Μα είναι τώρα δα κουκίδα . Τί έχει χρόνους πολλούς να αρχοντέψει το θωρί του . Πια κύκλος δεν μού'γινε . Είπα πώς φταίει τάχα το μολύβι . Να'χα μόνο έναν χρωστήρα , θα ζωγράφιζα κύκλους πάνω στο χαρτί σαν εκείνους τους ομόκεντρους στα νερά της λίμνης εχθές . Θυμάσαι ; Την πέτρα .. Θυμάσαι ; Μέσα στον κύκλο, την πέτρα, λέω , μέσα στο νερό . Την πέτρα μέσα στον κύκλο . Να' ναι του Θεού καμώματα λες ;
'' Ποιά ;''
'' Να βάζει στις χούφτες των ανθρώπων πετρόβολα . Να χτυπούν οι πέτρες τους κύκλους στη λίμνη ... τους κύκλους .. οι πέτρες.
'' Ναι , μα οι κουκίδες δεν λυγάνε στον κίνδυνο . Καλύτερα κουκίδα παρα κύκλος . Στο χαρτί , στη λίμνη , στον ουρανό , στα κύματα ..''
'' Πινέλο . Κοντύλι . Κόψε το χέρι του Θεού . Απόψε θέλω να ' μαι κύκλος . Ένας κύκλος λευκός , όχι πάνω σε χαρτί . Στη θάλασσα των ανθρώπων , μονάχα θέλω, κείνων που πετούν πετρόβολα κι αντηλαρίζουν τα νερά της λίμνης .
0 σχόλια:
Post a Comment