«Η άλλη ζωή...Με ρωτούν αν θέλω να υπάρχει άλλη ζωή. Να πω ναι; Έτσι στα τυφλά, ότι θέλω, χωρίς να δω ένα προσπεκτ τους, να συγκρίνω τιμές, αντιπαλότητες, μίση, να κρίνω πόση τελος πάντων ελευθερία, έμπνευση μου αναλογεί κι αν είναι να μην τολμώ να δαγκώσω ένα μήλο, να φιλήσω έναν Όφη ή να εμπνευστώ έναν Αδάμ, μάλλον δεν μ'ενδιαφέρει τέτοια άλλη ζωή. Άσχετα όμως απο συμφέροντα, για μένα άλλη ζωή σημαίνει μόνο αυτό: παιδί χρονιάρικο πάλι, που δεν καλοπερπατάω ακόμα να πέφτω και να σηκώνομαι γατζωμένο στην ίδια φούστα αυτής εδώ της μητρικής μου ζωής »
Κική Δημουλά
-Όχι...
-Όχι...Ούτε τώρα...Θα παραμείνω άχρωμη λοιπόν έως το τέλος της ταινίας.
Πόσο συνετή είναι η επανάληψη, γόνιμη και σχεδόν αφορίζει συναισθηματικά αποδέλοιπα, άχρηστα κομπιάσματα τη σκέψης.
Η Δημουλά, λοιπόν, δεν πεθαίνει. Παραμένει αχρωμη ως το τέλος της ζωής της για να μου θυμίσει πως κατανάλωσε μπογιές και χρώματα στα ποιητικά της σκιρτήματα, στις διθυραμβικές της υπερρεαλιστικές εκστάσεις, στις δωρικές της κηλιδώσεις και στις ανατροπές των λέξεων που πιότερο ιχνηλάτησαν παρα υποτάγησαν. Όχι, δεν χαμογελάει κι ούτε διαλέγεται τον έρωτα κατα παρελθοντικές εποπτεύσεις. Τούτη τη φορά στιχοθετεί το θάνατο. Ελαφρώς θυμωμένη, κάπου-κάπου του προσφέρει τα τσιγάρα της -εξάλλου κάπου παράμερα μες τη κουζίνα της ανακλαδίζεται κι εκείνος- απορημένη με έναν διαρκή απ-(φ)ορισμό στη σκέψη να ανασσαλεύει τη γνώση - να την αναγκάζει πειθήνια να επιστρατευτεί την άγνοια. Όχι πως αγνόησα κάποιους συνειρμούς απόγνωσης. όμως, δικαιωμά της γιατί τόση και τόση σκέψη μελάνωσε τα ποιηματά της όλα τούτα τα χρόνια , πως να μην αφορμίσει η απόγνωση την υστεραία τούτη των μαχών;