Γιατί κάθε φορά που ελπίζω σε μία Έξοδο, στέλνεις μια αγγαλιά να με περιμένει στη πόρτα;
Γιατί όσες στιγμές πίστεψα τη θνητή μου φύση, ξεγέλασες τους γύρω μου ζωγραφίζοντας φτερά στις πλάτες μου;
Γιατί ψιθυρίζεις στους ανθρώπους πως είμαι μοναδική;
Γιατί δεν τους αφήνεις να μού δίνουν ένα μονάχα λόγο για να φύγω μακριά τους;
Γιατί κάθε νύχτα που αποφάσιζα πως με το ξυπνημα της μέρας θα χαθώ, φύλαγες τις πιο φωτεινές αχτίδες σου για να μου θυμήσουν πως δεν υπάρχει αλλού ελπίδα;
Γιατί επιμένεις να περάσω μέσα από ένα τοίχο, αφού γέμισα πληγές;
Γιατί τυφλώνεις αυτό που Είμαι;
Γιατί αφήνεις λέφτερη την αγάπη τους για μένα;
Αφού δεν αξίζω τη επιμονή τους. Τη θελήσή τους. Τα τυλιγμένα χέρια τους γύρω απο το λαιμό μου.
Ακόμη και το ψέμμα μου αγαπούν, σα χάδι. Ακόμη και τον λόγο μου τον πέτρινο σαν πέσει από τα χείλη μου καμώνονται πως τον φοράνε σαν παλτό στο σώμα τους. Πέτρα , είναι, φωνάζω, την ξεκρεμάω απο τ ους βράχους για να σας σκοτώσω. Κι εκείνοι γνέφουν πως είναι φυλαχτό και τη κρεμάνε δίπλα στο στήθος.
Κι έτσι δεν φεύγω . Μένω σιμά τους για να μου θυμίζουν το χρέος μου. Κι αφήνω χάρτες, αφήνω σύνορα που μονάχα χαραγμένα στο χαρτί είδα γραμμένα, ταξίδια που φύγανε χωρίς εμένα στο κατάρτι τους. Κι όμως, από κάποιους ανθρώπους διακόνεψα την απόδραση. Και την πέτυχα κατορθώνοντας να φενακίσω τη σκέψη πως εκείνοι δεν άντεξαν να με κοιτάζουν στα μάτια. Στο είπα κι άλλοτε πως είμαι μια μεγάλη ψεύτρα. Που χρεώνεται το άγγιγμά της με τους ανθρώπους , με το να συντροφεύει για πάντα την ανημπόρια τους να τη δουν να φεύγει. Για πάντα.
0 σχόλια:
Post a Comment