Πίνδαρος
ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ ΜΕ ΤΗΝ ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ
Wednesday, April 27, 2011
Αναρτήθηκε από ****** ***** ****** στις 2:19 PM«Η άλλη ζωή...Με ρωτούν αν θέλω να υπάρχει άλλη ζωή. Να πω ναι; Έτσι στα τυφλά, ότι θέλω, χωρίς να δω ένα προσπεκτ τους, να συγκρίνω τιμές, αντιπαλότητες, μίση, να κρίνω πόση τελος πάντων ελευθερία, έμπνευση μου αναλογεί κι αν είναι να μην τολμώ να δαγκώσω ένα μήλο, να φιλήσω έναν Όφη ή να εμπνευστώ έναν Αδάμ, μάλλον δεν μ'ενδιαφέρει τέτοια άλλη ζωή. Άσχετα όμως απο συμφέροντα, για μένα άλλη ζωή σημαίνει μόνο αυτό: παιδί χρονιάρικο πάλι, που δεν καλοπερπατάω ακόμα να πέφτω και να σηκώνομαι γατζωμένο στην ίδια φούστα αυτής εδώ της μητρικής μου ζωής »
Κική Δημουλά
Τυχαία ξεφεύγει ένα απόσπασμα στα μάτια μου το βράδυ μιας περασμένης Παρασκευής. Μια «Κατερίνα» κυκλώνει τις ποιητικές εμμονές της ποιήτριας με ερωτήσεις, μιλάει λιγοστά, απολιθώνει το βλέμμα της με το φακό, συντρίβει το διάλογο με σιωπηλές ετικέτες. Η Δημουλά «πεθαίνει» , λέω, όπως τα λαβωμένα ζώα απο το θάνατο. Έπειτα είναι και κείνες οι ρυτίδες που αυλακώνουν την εικόνα, πρόσθετες, επιπόλαιες, επίμονες σα χειραφετημένες κλωστές πάνω στο προσωπό της. Η Δημουλά αιμορραγεί, αν όχι πεθαίνει. Καλά ως εκεί. Είναι αργά και η συνέντευξη παραμένει μισή. Λίγες μέρες αργότερα επιμένω ν'αγοράσω το dvd απο κάποιο βιβλιοπωλείο, θέλω να δω βρε αδελφέ, πως πεθαίνουν οι ποιητές μέσα σε μια συνέντευξη.
-Μήπως είναι ώρα να βάλω λίγο κραγιονάκι, Κατερίνα;
-Όχι...
-Όχι...Ούτε τώρα...Θα παραμείνω άχρωμη λοιπόν έως το τέλος της ταινίας.
Πόσο συνετή είναι η επανάληψη, γόνιμη και σχεδόν αφορίζει συναισθηματικά αποδέλοιπα, άχρηστα κομπιάσματα τη σκέψης.
Η Δημουλά, λοιπόν, δεν πεθαίνει. Παραμένει αχρωμη ως το τέλος της ζωής της για να μου θυμίσει πως κατανάλωσε μπογιές και χρώματα στα ποιητικά της σκιρτήματα, στις διθυραμβικές της υπερρεαλιστικές εκστάσεις, στις δωρικές της κηλιδώσεις και στις ανατροπές των λέξεων που πιότερο ιχνηλάτησαν παρα υποτάγησαν. Όχι, δεν χαμογελάει κι ούτε διαλέγεται τον έρωτα κατα παρελθοντικές εποπτεύσεις. Τούτη τη φορά στιχοθετεί το θάνατο. Ελαφρώς θυμωμένη, κάπου-κάπου του προσφέρει τα τσιγάρα της -εξάλλου κάπου παράμερα μες τη κουζίνα της ανακλαδίζεται κι εκείνος- απορημένη με έναν διαρκή απ-(φ)ορισμό στη σκέψη να ανασσαλεύει τη γνώση - να την αναγκάζει πειθήνια να επιστρατευτεί την άγνοια. Όχι πως αγνόησα κάποιους συνειρμούς απόγνωσης. όμως, δικαιωμά της γιατί τόση και τόση σκέψη μελάνωσε τα ποιηματά της όλα τούτα τα χρόνια , πως να μην αφορμίσει η απόγνωση την υστεραία τούτη των μαχών;
-Όχι...
-Όχι...Ούτε τώρα...Θα παραμείνω άχρωμη λοιπόν έως το τέλος της ταινίας.
Πόσο συνετή είναι η επανάληψη, γόνιμη και σχεδόν αφορίζει συναισθηματικά αποδέλοιπα, άχρηστα κομπιάσματα τη σκέψης.
Η Δημουλά, λοιπόν, δεν πεθαίνει. Παραμένει αχρωμη ως το τέλος της ζωής της για να μου θυμίσει πως κατανάλωσε μπογιές και χρώματα στα ποιητικά της σκιρτήματα, στις διθυραμβικές της υπερρεαλιστικές εκστάσεις, στις δωρικές της κηλιδώσεις και στις ανατροπές των λέξεων που πιότερο ιχνηλάτησαν παρα υποτάγησαν. Όχι, δεν χαμογελάει κι ούτε διαλέγεται τον έρωτα κατα παρελθοντικές εποπτεύσεις. Τούτη τη φορά στιχοθετεί το θάνατο. Ελαφρώς θυμωμένη, κάπου-κάπου του προσφέρει τα τσιγάρα της -εξάλλου κάπου παράμερα μες τη κουζίνα της ανακλαδίζεται κι εκείνος- απορημένη με έναν διαρκή απ-(φ)ορισμό στη σκέψη να ανασσαλεύει τη γνώση - να την αναγκάζει πειθήνια να επιστρατευτεί την άγνοια. Όχι πως αγνόησα κάποιους συνειρμούς απόγνωσης. όμως, δικαιωμά της γιατί τόση και τόση σκέψη μελάνωσε τα ποιηματά της όλα τούτα τα χρόνια , πως να μην αφορμίσει η απόγνωση την υστεραία τούτη των μαχών;
Αρκεί να σφυρηλατήσει κανείς το βλέμα της , θα καταλάβει. Πως ο ποιητής γυρεύει μονάχα τούτη την ώρα να βολευτεί σε μια θάλασσα, ένα χέρι να τον στηρίξει στη κουπαστή κι έναν άνεμο να τον κυβερνήσει σε ταξίδι. Λιγοστό, όχι πιο πέρα απο τον ορίζοντα. Και τα ντουβάρια που τη κυκλώνουν μαζί με βιβλία, παράδοξα, στεγανά, μια ζακέτα ως το λαιμό, κορνίζες λησμονημένων προσώπων είναι εγκλωβισμοί. Ήθελα να φωνάξω στα χρόνια της, « αφήστε τη μια μέρα να τρέξει σε μιαν αμμουδιά με μαύρα μαλλιά και λευκό φόρεμα, με κόκκινα χείλη με πληρωμή τα ποιηματά της », αλλά φοβήθηκα το παραστράτημα της σκέψης πως πάλι με ύβρεις καταφτάνω εστεμμένη και σιώπησα.
Τελικά, την αφήσαμε στο ίδιο δωμάτιο. Μονάχα μια στιγμή της συνέντευξης «έλειψε» για μια βόλτα μέσα στο αυτοκίνητο, πλάι στο παράθυρο κι έναν ήλιο καθρέφτη, να συσπειρώνει τριγύρω της ανατανακλάσεις. Δεν ήξερα πως οι ποιητές γερνούν. Κι όμως είναι ακόμη και τώρα η πιο όμορφη γυναίκα που είδα στη ζωή μου, και κάθε φορά η ίδια πειθαρχημένη επιθυμία μόλις την αντικρύζω, να στοιχηθώ στρατιωτικά μπροστά της με τον ίδιο στρατιωτικό χαιρετισμό. Κλαπ. Και το πόδι στο έδαφος. ( ... )
ΘΕΛΩ...
Tuesday, April 12, 2011
Αναρτήθηκε από ****** ***** ****** στις 1:05 AM
Την επιστράτευση κάποτε μιας αβαρίας που θα επικαλεστεί το δριμύ ξεπούλημα της συνείδησής μου.
*«avaria», αποτελεί όρο του Ναυτικού Δικαίου που απαντάται κυρίως στις θαλάσσιες μεταφορές, όπου κατά τη διεξαγωγή τους πολλές φορές καθίσταται αναγκαία, λόγω εκτάκτων καταστάσεων, η απόρριψη μέρους του μεταφερόμενου φορτίου στη θάλασσα, προς ανακούφιση και διάσωση του πλοίου και του υπόλοιπου φορτίου. Παλαιότερα ο όρος περιελάμβανε και την αποκοπή των ιστίων (πανιών) των πλοίων (ιστιοφόρων) όταν αυτά δημιουργούσαν επικίνδυνη κλίση στο πλοίο.
*«avaria», αποτελεί όρο του Ναυτικού Δικαίου που απαντάται κυρίως στις θαλάσσιες μεταφορές, όπου κατά τη διεξαγωγή τους πολλές φορές καθίσταται αναγκαία, λόγω εκτάκτων καταστάσεων, η απόρριψη μέρους του μεταφερόμενου φορτίου στη θάλασσα, προς ανακούφιση και διάσωση του πλοίου και του υπόλοιπου φορτίου. Παλαιότερα ο όρος περιελάμβανε και την αποκοπή των ιστίων (πανιών) των πλοίων (ιστιοφόρων) όταν αυτά δημιουργούσαν επικίνδυνη κλίση στο πλοίο.
Υ.Γ ΣΗΜΕΙΩΜΑ...
Thursday, March 24, 2011
Αναρτήθηκε από ****** ***** ****** στις 12:50 AMΜεσημεράκι πάνω σε δρόμο του Χαλανδρίου τρέχω να προλάβω την καθυστέρησή μου, και δυο ραντεβού που τα φτάνω μονάχα με ελιγμούς. Με τα πόδια εγώ , το αυτοκίνητο περιμένει στο επόμενο τετράγωνο, να μια λακκούβα με το συμπάθειο μπροστά μου, θες η μυωπία, θες ο έρωτας, η μπότα απο δεκάποντη γίνεται επίπεδη σαγιονάρα και το τακούνι κάπου ανάμεσα στα χόρτα.
Επιπλέω κυριολεκτικά ανάμεσα σε ΄θάλασσες εγκεφαλικών, αφού κραυγή δεν έβγαινε απο το στόμα μου. Στα δεξιά μου ένας μουστακαλής Έλληνας εξηντάρης μ'ένα σφυράκι στο χέρι ανασκαλεύει ένα αμάξι του 80, με κοιτάει σα χάνος και προτού προλάβω να το βάλω στα πόδια έρπωντας( το ένα πόδι έχασκε στους δέκα πόντους και το άλλο σερνόταν) με γραπώνει απο το χέρι. « Πουθενά δεν θα πας...βγάλε το παπούτσι» Σηκώνει ο άτιμος απειλητικά το σφυράκι, ξυπολιάζομαι μες το δρόμο κι εκείνος μένει να καρφώνει το τακούνι σα τσαγκάρης στο γόνατο. Μου σκάει ένα χαμόγελο, φοράω
το ξεχαρβαλωμένο υπόδημα, του αφήνω ένα φιλί στο μάγουλο και φεύγω με καινούρια μπότα.
Γι'αυτό τον αγαπάω τούτον τον τόπο, γιατί αφήνει πάντα ένα σφυράκι στις γωνιές του να μερεμετίζει τις πληγές μου.
THE UMBRELLAS OF CHERBOURG
Monday, February 7, 2011
Αναρτήθηκε από ****** ***** ****** στις 4:08 AMΗ αφέλεια δεν δίδεται δωρεάν. Σκηνοθετείται και παίζεται. εαν είσαι ο ένας απο τα ελάχιστα εκατομμύρια που δικαιώνουν την ανθρωπότητα. Οδ.Ελ.
«Οταν γράφω, γράφω σαν να ζωγραφίζω, σαν να χρωματίζω: πετάω μια πινελιά αριστερά, μια πινελιά δεξιά, λίγο στη μέση, σταματάω, ξαναρχίζω... Και πρέπει να γράψω κάποια πράγματα πρώτα για να πάψει να με καταπιέζει η λευκή σελίδα και να αρχίσω να γεμίζω τις τρύπες. Οπως βλέπετε, δεν είμαι του γραψίματος». Ρομπέρ Μπρεσόν
Μερικά τετράγωνα μακρύτερα η σιωπή των τελευταίων ημερών. Μία απροσδόκητη απόδραση. Κι ένας ξαφνικός δαίμονας που χώθηκε ηθελημένα στη σκέψη. Να υποθέσεις σωστά πως ποτέ μου δεν τον ξόρκισα, άλλωστε πάντα αφήνω μια πόρτα ανοιχτή στον γυρισμό των άλλων σαν λάφυρο εκδίκησης. Ποτέ απο κατανόηση.
Κάπου , λοιπόν, σε ένα σταθμό κι ανάμεσα σε αδιάφορους βηματισμούς κάποιος μου φυλάει Μichel Legrand απο τα μεγάφωνα. Είναι εκείνο το ορχηστρικό πανδαιμόνιο που κάποτε στεφάνωσε το κινηματογραφικό αριστούργημα του Ζακ Ντεμύ αρχές της δεκαετίας του 1960. Les Parapluies de Cherbourg Σε ένα σταθμό κάποιος στροβιλίζει ομπρέλες μπροστά στα μάτια μου. Ξαναθυμάμαι τη σκηνή στο τρένο, τον αποχαιρετισμό. Τα τρυφερά ενσταντανέ της ενζενί Catherine Deneuve και του Nino Castelnuovo, το τελευταίο αντίο. Παράξενο πόσα χρώματα λησμονεί το παρόν και με πόση πλησμονή σε χορταίνει το χθες. Λοιπόν, κράτησε την απολογία μου αν θες, για το πόσο απεχθής υπήρξε η σχέση μου με τον γαλλικό κινηματογράφο κάποτε. Τόσο, που κίνησε μια μέρα και ξεβράστηκε πάνω σε ερωτικούς ύφαλους οργής. Και αναποδογύρισε τη ζωή μου, λυτρωτικά.
Είναι τουλάχιστον παράτολμο να μπερδευτείς στα γρανάζια της «νουβέλ βαγκ» της εποχής και να αποστρέψεις το βλέμα κυνικά ή πεισματικά αναζητώντας άλλα κινηματογραφικά μινύρισματα. Κάπως σαν τον υπερρεαλισμό να θυμάσαι. Δεν τιθασσεύει η λογική την απελπισία του έρωτα.
Κάπου , λοιπόν, σε ένα σταθμό κι ανάμεσα σε αδιάφορους βηματισμούς κάποιος μου φυλάει Μichel Legrand απο τα μεγάφωνα. Είναι εκείνο το ορχηστρικό πανδαιμόνιο που κάποτε στεφάνωσε το κινηματογραφικό αριστούργημα του Ζακ Ντεμύ αρχές της δεκαετίας του 1960. Les Parapluies de Cherbourg Σε ένα σταθμό κάποιος στροβιλίζει ομπρέλες μπροστά στα μάτια μου. Ξαναθυμάμαι τη σκηνή στο τρένο, τον αποχαιρετισμό. Τα τρυφερά ενσταντανέ της ενζενί Catherine Deneuve και του Nino Castelnuovo, το τελευταίο αντίο. Παράξενο πόσα χρώματα λησμονεί το παρόν και με πόση πλησμονή σε χορταίνει το χθες. Λοιπόν, κράτησε την απολογία μου αν θες, για το πόσο απεχθής υπήρξε η σχέση μου με τον γαλλικό κινηματογράφο κάποτε. Τόσο, που κίνησε μια μέρα και ξεβράστηκε πάνω σε ερωτικούς ύφαλους οργής. Και αναποδογύρισε τη ζωή μου, λυτρωτικά.
Είναι τουλάχιστον παράτολμο να μπερδευτείς στα γρανάζια της «νουβέλ βαγκ» της εποχής και να αποστρέψεις το βλέμα κυνικά ή πεισματικά αναζητώντας άλλα κινηματογραφικά μινύρισματα. Κάπως σαν τον υπερρεαλισμό να θυμάσαι. Δεν τιθασσεύει η λογική την απελπισία του έρωτα.
Όταν στα τέλη της δεκαετίας του 50, κατορθώθηκε να αποκτήσει ορμή εκείνο που ο Αλεξάντρ Αστρύκ είχε αναφωνήσει ως « κάμερα-στυλο» και που πρόδιδε την ανάγκη αποφυγής της νόρμας του παραδοσιακού κινηματογράφου και την προσήλωση σε μια νέα κινηματογραφική οπτική που θα μπορούσε να καταγράψει το κόσμο με όπλο τη γραφή. Τότε, δημιουργήθηκε ο κόσμος. Ένας κόσμος απέραντος, απλοικός που συνέταξε όλες τις κινηματογραφικές σκηνές μέσα απο το φακό της γραφής, μέσα απο φιλοσοφικά αναρωτήματα, βιογραφικά βιώματα και ιδεαλιστικές φιγούρες. Μια ανταρσία μιας οργισμένης γενιάς ,απείθαρχης στα δεδομένα, δίχως το παραμικρό ίχνος εμπειρίας αυτοσχεδίασε συντριπτικά και χαρτογραφήθηκε ως Νέο κύμα[ « nouvelle vague»] . Αλεν Ρενέ, Ζαν Λικ Γκοντάρ, Ζακ Ντεμύ, Φρανσουά Τρυφώ ίσως οι πιο σημαντικοί του κινήματος που τόλμησε να διαπραγματευτεί με την ελευθερία και τη σκέψη, να αφορίσει κανόνες και ρήσεις.
Να επιστρέψω στον Ζακ Ντεμύ και τις ομπρέλες στην πόλη του Χερβούργου. Εκεί που τα χρώματα αναστέλλουν τις μεταπολεμικές φιγούρες και η τζαζ όπερα εγκαταλείπει τα ίχνη της με την πρόκληση να αναζητήσει κάποια στιγμή ο θεατής τρόπο φυγής . Μάταια. Μια σκηνή που στο τέλος αφήνει παγωμένες ανάσες πάνω στα τζάμια ενός βενζινάδικου, ένας διάλογος στριμωγμένος μαζί με το παράπονο των πρωταγωνιστών κι είναι πράγματι ανεξήγητο πως ασθενούν τα λόγια πάνω στις περιγραφές. Να θυμάσαι πως στα έργα του αφήνει πάντα απομεινάρια απο τα περασμένα. Ταινίες που ειπώθηκαν λίγο πριν, όπως εδώ, αφήνει αιχμές για τη «Λόλα». Σαν όλα να είναι καμωμένα σε ένα δρόμο κι οι ήρωές του συναντιούνται και στοιβάζονται μέσα στον παραλογισμό των διαπιστεύσεων μιας πόλης. Συντετριμμένοι απο τα πάθη τους.
Κατηφορίζω που λες το σταθμό και η μουσική μπερδεύεται με τις ανακοινώσεις. Ο γαλλικός σινεμάς ( πάντα αρσενικό το γένος γιατί μόνο άντρας γεννάει τέτοια σοφία) διπλώνεται στα τυλιγάδια της θύμησης και δεν συζητιέται. Δεν κουβεντιάζεται. Κάποιες φορές φοριέται σαν γκρενά καμπαρντίνα στις πλάτες κι έχει γυρισμένα τα πατζάκια ή τρέχει αχόρταγα με ένα ποδήλατο στους δρόμους. Λυπάται για την φλυαρία το κορίτσι, αλλά σήμερα έμαθε πως η ζωή δεν είναι γαλλικός σινεμάς.
Καληνύχτα!
* Κάποια μέρα θα σου μιλήσω για τη σιωπή του Μπρεσόν και την ασκητική του. Αρκεί για σήμερα ένας έρωτας.
ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΣΕ ΒΛΕΠΩ (ΤΙΤΟΣ ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ)
Tuesday, February 1, 2011
Αναρτήθηκε από ****** ***** ****** στις 7:20 PMΧωρίς να σε βλέπω χωρίς να σου μιλάω
χωρίς ν’ αγγίζω μια σκιά απ’ το βήμα σου
χωρίς – πόσο γυμνός ακόμα θα’ θελες να μείνω;
Μη με πιστεύεις, σε τίποτα μη με πιστέψεις.
Κι όταν εντάσσω τις στιγμές στα σίγουρα σχήματα μου
όταν ανασκευάζω το χαμόγελο σου
όταν αποκαλώ την ομορφιά φθαρτό περίβλημα
μην με πιστεύεις – κι όμως σου λέω την αλήθεια.
Δεν την αντέχω αυτή τη μάταιη ελπίδα
να επιζώ σε μια τυχαία σου σκέψη
μα κάθε βράδυ τη ζεσταίνω απ’ την αρχή.
υ.γ ατυχώς...αναπολήσαμε ερώτων αποτσίγαρα. Καλησπέρα!
ΒΡΕΧΕΙ
Sunday, January 30, 2011
Αναρτήθηκε από ****** ***** ****** στις 4:38 AM
Βρέχει . Κάποιος ουρανός διψάει να αφήσει σημάδια στις στέγες μας, αλλιώς δεν εξηγούνται τα τόσα σπασμένα κεραμμύδια στη ζωή μου. Όχι, πως με φόβησαν ποτέ οι βροχοπτώσεις. Είχαμε πάντα έναν κοινό παρανομαστή να μας συντροφεύει στα σεφέρια μας. Τη βροχή κι εμένα. Και τις πτώσεις. Θα θέλαμε, βέβαια, κάποτε να τις ονομάζαμε πτήσεις, ίσα για να χαμογελάσει η ιδιοτροπία των ονομάτων , να στυλωθεί το κουράγιο πάνω σε κατορθώματα. Μα δε βαριέσαι , κανείς δεν μάς θυμήθηκε ποτέ με τα ''μικρά ''μας. Κρύβουν, άλλωστε, μια ένοχη μνήμη τα επώνυμα, γι'αυτό και δεν ενταφιάζονται κάτω απο το χώμα παρά υπόμενουν το επιτάφιο μαρτύριο στις πλάκες.
Μη με ρωτάς τί σχέση έχει η βροχή με το χώμα, σα να αναρωτιεσαι πάλι πως ερωτοτροπούν η ζωή και ο θάνατος. Είναι κι ο νόμος της βαρύτητας μια δυναστεία τυραννική κι ας ελπίζουν οι θνητοί κάποτε πως θα αθετήσει τις υποσχέσεις του.
Άν αναποδογύριζα το κόσμο, θα φαινόταν αστείο να κρεμάσω τη βροχή απο το χώμα ή απο τα δέντρα; Ανοησίες, σκέφτομαι, θα πλημμυρίσουν οι ουρανοί.
Δικαιοσύνη απαντώ, να τσακίσουν μια μέρα και τα δικά τους κεραμμύδια.
ΠΡΟ- ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ
Monday, January 24, 2011
Αναρτήθηκε από ****** ***** ****** στις 7:09 PMΜε εικασίες στερούνται οι σκέψεις την αλήθεια
όπως οι καιροί αναθεωρούν το ανέφικτο.
Σαν τις συντηρημένες δημοκρατίες
των πόλεων που περιχαρακώθηκαν
πίσω από μνήμες Τρωικές
κι εμπόλεμους επιλόγους,
επαναστατημένες ματαιώσεις
που ετάφησαν στη σιωπή.
Και λόγια πολλά περι εικασιών και άλλα δαιμόνια.
Για το νεκρό ποιός θα μιλήσει;
Είναι που επιμένεις να προδικάζεις
με υποθετικά αναρωτήματα την αύριο ,
λές και καμώθηκαν οι συντελεσμοί του κόσμου
υπο προυποθέσεις.
Προεικασίες μιας Ανατολής απογεύματα βασιλεύοντος
Ηλίου στο γερμένο παράθυρο, αντιδικίες
της σκέψης. Να ξεστρατίζεις απο τα παραπήγματα
του ολοφάνερου, να ανατρέχεις
στα «μήπως», «κι αν» ,
κάτι αδιαφιλονίκητες διαπραγματεύσεις των φόβων,
απολαμβάνοντας αναβολές.
Επι ματαίω η νεότητα. Κάποιος την αδειάζει
στους δρόμους για να ποτίζουν
τη δίψα τους τ'αδέσποτα. Τουλάχιστον
εκείνα πρόδωσαν τη σκέψη τους με υλακές,
δεν μόρφασαν στο θάρρος.
Κι είναι που σκέφτομαι
πως κάθε φορά που αναλογίζονται οι υποθέσεις
γεμίζει ο κόσμος ανάπηρες αλήθειες
κι εφησυχασμούς, αποτροπιάζονται οι προσδοκίες
όπως εξακοντίστηκαν κάποτε οι ήρωες
στα θηκάρια των παλαιοπωλείων.
ΕΤΕΡΟΝ ΟΥΔΕΝ
Αναρτήθηκε από ****** ***** ****** στις 2:03 AMΕσύ που με μέτρησες τόσα χρόνια με γνώμονες μοιρών
κι ούτε μια ορθή γωνία δεν άφησες τη ζωή μου να στηρίζει.
Θα λέω λοιπόν πως τη κατέδωσες σε κύκλους.
(ΙΚΑΡΟΣ )
read more “ΕΤΕΡΟΝ ΟΥΔΕΝ”
κι ούτε μια ορθή γωνία δεν άφησες τη ζωή μου να στηρίζει.
Θα λέω λοιπόν πως τη κατέδωσες σε κύκλους.
(ΙΚΑΡΟΣ )
ANNUS MIRABILIS
Wednesday, January 12, 2011
Αναρτήθηκε από ****** ***** ****** στις 3:40 AM
Δίνω κι εγώ « μια »... στη χρονιά που πέρασε, έτσι για να θυμάται τη κλωτσιά στο πισινό της. Έπειτα ντύθηκα τα καλά μου, έγδυσα όλες τις αιτίες απο ενοχές που κλυδώνισαν το 2010, στάθηκα κάτω απο το χρόνο, μέτρησα τους χτύπους, έκανα το κόλπο με την εκτόξευση, ανέβηκα στον πύραυλό μου και ....ωπ... Να'μαι, σέντρα στο νέο έτος. Παρθενογέννεση, που λένε. Κι εδώ δεν υπάρχει παρελθόν, μονάχα αφετηρίες, στιγμιότυπα απο μπομπίνες ριγμένες στο πάτωμα να σου θυμίζουν πως πέρυσι έκλαψες, πέρυσι ''πέθανες'', πέρυσι ίσως να παρανόμησες, ίσως να χρεωκόπησες, ίσως να ομφαλοσκόπησες. Φέτος όμως, καταφτάνεις στο προαύλιο του σχολείου, πρώτη μέρα αγιασμού. Δίχως χρωστούμενα μαθήματα, δίχως απουσιολόγια σταυρωμένα με τ'όνομά σου και τη ποδιά καθαρή απο αφορισμούς καθηγητάδων. Εύγε αγόρι μου. (Αμ δε.......)
Ώσπου κάποιος κάποτε , δεν μπορεί, θα σε προφτάσει με την αλήθεια πως οι χρόνοι δεν εναλλάσσονται, αρχοντά μου. Ούτε αφετηρίες πλέουν στη ρότα τους. Πάει να πει, πως κυλούν μέχρι τα τώρα σαν τρεχούμενο ποτάμι , που είπε κι ο σκοτεινός Ηράκλειτος, δίχως εκβολές σε θάλασσες κι αναχαιτισμούς. Να μου βρεις τον θεομπαίχτη που καταδίκασε τον κόσμο την προτεραία του Γενάρη ν'αλλάζουμε έτος, όπως τα φίδια τη στολή τους. Ποιός χρόνος βρε παραστρατημένε, που όλα σ'έναν χρόνο βαδίζουν απο τις απαρχές του ''λεοφωρείου «η Γης» '' ; Ένας γκαζιάρης χρόνος που δε λέει να βάλει φρένο στις αποστάσεις, να πάρει μιαν ανάσα πάνω στη μέρα, να ξαλαφρώσει η καρδιά του ανθρώπου, βρε αδελφέ. Ημερολογιακά αναθύματα, απόπειρες να τον στοιβάξουμε σε νούμερα και γιορτές, λες και θα ματώσει το χθες άμα ξεχάσεις τη χρονολογία. Κι εκείνος ο έρμος ο ενθουσιασμός που καλπάζει στις χώρες σαν αλλάξει η ετήσια φορεσιά, καμώματα ανθρώπινα λες και πανηγυρίζεις την πάταξη του θανάτου. « Απο φέτος», σου λέει, « θα γίνω καλύτερος». Έπεα πτερόεντα, κυβερνήτα , την πάτησες, σα να λέμε. Αλλά την έχεις ανάγκη την πουτάνα την αρχή, όπως έχεις ανάγκη και το τέλος να σου δηλώνει αναπαημό, αλλιώς δεν θα βάζαμε τελείες και κεφαλαία στα γραπτά μας ματαιοδοξήματα. Κι εγώ την έχω. Αλλά τον γκαζιάρη το χρόνο δε χωνεύω, γιατί μου ξεχερσώνει τη λογική. Κι όσο καταφτάνω να τον ''παιδεύω'' με το μυαλό μου σαν ουράνιο θόλο, άλλο τόσο γυρεύω να τον κάνω κομμάτια, να του βάλω σημάδια να μη χαθεί το μάτι στα κυανά του ρουμάνια.
Δεν ξαναγιορτάζω αλλαγές ετών, το πήρα απόφαση. Λέω πως εκείνη την ημέρα θα πίνω στην αιωνιότητα. Έτσι για του γούστου την αλήθεια. Για κείνη την αιωνιότητα που δεν τεμαχίζεται απο κανέναν μεθυσμένο πλανητάρχη, απο κανέναν ξυλοκόπο, που δεν χωράει στα μάτια και στις ψυχές των ανθρώπων. Δεν ζυγιάζεται στα βιβλία. Μονάχα αλητεύει, ποιός ξέρει πόσες και πόσες...μέρες, οργιές αιώνων κάτω απο τη θάλασσα.
Στην υγειά της αιωνιότητας, λοιπόν. Και όχι , φέτος δεν θα γίνω καλύτερος. Πάρα θα πάψω να βάζω σηματωρούς στη ρότα μου, μπας και μπορέσω του λόγου μου να τιθασσέψω το χρόνο.
*Εσαεί τα σπουδαία (περιπαίζω τη φράση)
ΚΑΛΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ!
Tuesday, December 21, 2010
Αναρτήθηκε από ****** ***** ****** στις 4:26 AM
Πολύχρωμες σελίδες γυρίζουν οι μέρες. Κουκίδες και σχέδια, δρόμοι γεμάτοι , προσμονές, ερειπωμένες συνειδήσεις, ζώδια που προφητικά θριαμβολογούν καινούριο έτος. Μνήμες πάνω σε ξεχασμένες χρονιές που θυμίζουν Χριστούγεννα. Να θυμηθείς το αλευρωμένο χριστόψωμο, τα μελομακάρονα κολλημένα στα δάχτυλα, εκείνη τη ντροπή τη παιδική που ξεπήδαγε απο τα μάτια σαν έδινες το χέρι για ευχές στα οικογενειακά τραπέζια. Το « ...πόσο μεγάλωσες πιτσιρίκο». Μεγάλωσες. Μαζί με τις γιορτινές υπενθυμήσεις κι εσύ. Ίσως ακόμη να έπαψες να ανακατεύεις τη μορφή σου στα Χριστούγεννα. Ίσως να γκρέμισες τα ασημοστολισμένα δέντρα χρόνια τώρα. Ε, και ; Αγάπησες τις ρίζες τους, όμως. Εκείνες που ρίζωναν για ένα δεκαπενθήμερο μες το σαλόνι σου κι ήταν στεντόρειες σαν άγκυρες, που περίμεναν να ανασηκωθούν τεμπέλικα την αύριο των Θεοφανείων και δίπλωναν μαζί τους μια στενοχώρεια παιδική μέσα στα χαρτόκουτα. Στο πατάρι. Την επομένη ψαχούλευες με τα μάτια κάποιο ξεχασμένο στολίδι στο πατωμα, το κρυβες ανάμεσα στα χέρια να μη σου πάρουν την τελευταία ελπίδα των γιορτών. Να μη χωθεί κι εκείνη στο πατάρι.
Έχουν μια γλύκα οι παραμονές των Χριστουγέννων. Φτάνει να μη συνθλιβείς ανάμεσα σε αναμνήσεις. Φτάνει να μην γίνεις υπόλογος στο παρελθόν. Μεγάλωσες. Ε, και ; Γερνάω και γουστάρω να αφηγούμαι το χθες. Μα έχω μέλλον, όχι θλίψη. Δεν ανοίγω τηλεόραση γιατί κουράστηκα τις προειδοποιήσεις, τις κακέκτυπες φιγούρες που ανάβουν λαμπιόνια σε πολυκαταστήματα σα γεννήτριες, , τις οικονομικές προφητείες που προδικάζουν γκρεμούς, τις γιορτινές φιλανθρωπικές συγκεντρώσεις που μνημονεύουν στοργή όταν τα ημερολόγια σημάνουν Δεκέμβρης. Εγώ αγαπώ όλο το χρόνο, θυμάμαι όλο το χρόνο, στολίζω όλο το χρόνο. Εκείνον που θα'ρθει. Με ξόρκια και εικασίες για υπέροχες στιγμές, με βεβαιώσεις πως όσες πτωχεύσεις και αν μου χρεώσουν, εγώ θα μάθω να αγωνίζομαι, με υποσχέσεις πως κανείς δεν θα ταπεινώσει το μέλλον μου. Γιατί κάποτε και η μιζέρια βρίσκει το θάνατό, τις παραμονές . Ανάμεσα σε φώτα και ύμνους γιορτινούς. Ανάμεσα στα σχέδια που σου οφείλουν και που δικαιούσαι να κάνεις.
Παραμονές Χριστουγέννων. Παραμονές του νέου έτους. Παραμονές μιας νέας αρχής.
Κατηφορίζοντας τους γιορτινούς δρόμους, λοιπόν, μη ξεχάσεις να κλείσεις το φως στο σκοτάδι. Δεν το έχουμε ανάγκη προς το παρόν.
Καλά Χριστούγεννα σε όλους!!!
«Η ΓΡΑΦΟΜΕΝΗ ΜΕ ΤΟ ''ΑΙΜΑ'' ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ''ΛΑΟΥ'' ΚΩΜΩΔΙΑ» 1843-2010
Saturday, December 18, 2010
Αναρτήθηκε από ****** ***** ****** στις 3:38 AMΑνυποχώρητη. Εγκυμονούσα . Η στάση σου, η δική μου. Σαν όλοι να περιμένουμε κάτι να πλησιάσει προς το μέρος μας, μ’ έναν κίνδυνο να μας παρασύρει μαζί του, μεγάλο, όσο η προσμονή μας. Λοξοκοιτάμε τους δρόμους, τις πόρτες, ανταλλάσουμε βλέμματα ενοχής, και στους ήχους τους απότομους τιναζόμαστε από τη θέση μας στυλώνοντας τη σκέψη στην έρημο. Κάπου γίνεται πόλεμος, φωνάζει η σιωπή. Μα κανείς δεν μιλάει ακόμα για επιστράτευση, ούτε καμπάνες ριγούν στα πλατώματα των δρόμων.
Συνάντησα ανθρώπους που συνάντησαν ανθρώπους που μιλάνε για πολέμους. Συνάντησα κι εκείνους που γυρεύουν να μάθουν τι θ’απογίνει στο ικρίωμα της Ελλάδας. Πήρα κι απαντήσεις. Από κείνες που λένε πως όλα θα χαθούν σε μία μέρα, κι από τις άλλες τις θρασύβουλες πως θα υπομείνουμε τις υποταξίες και το λεηλάτημα. Στωικά. Ανεπανόρθωτα. Τις συναθροίζουσες απενεχοποιημένες παρατάξεις που λένε πως «υπήρξα αθώος, παρά την ενοχή μου» και τις απωθημένες, που μιλάνε για αβελτηρία εθνών και το πλήρωμα του χρόνου.
Παραμονές «πολέμου» - πάει καιρός- ξεφυλλίζω Ιστορία. Της Ψωροκώσταινας. Με τις πυκνές σελίδες του χαμού , τα κιτρινισμένα φύλλα ενός ιστορικού Παπαρρηγόπουλου ( κάποτε του στήσαν αίθουσα στη Νομική της Αθήνας, χαλάλι που κάθισα στα στασίδια της, σκέφτομαι) και τις επωδές πολέμων. Λέω πως γυρεύω απαντήσεις , ίσως γι’ αυτό με παίρνει μήνας στο κατώφλι της ιστορίας. Nα γυρεύω σε στενωπούς ιστορικές διαβολές και ατοπήματα που αμέλησαν να εκμυστηρευτούν οι άνθρωποι .
Όχι, πως πείστηκα για όσα γράφτηκαν. Ούτε με κυβέρνησε η αθώα πολιτική του αναγνώστη όταν διαβαίνει μονοπάτια άγνωστα. Μεταμελήθηκα από τα αδικήματα ιστορικών που έφτιαξαν Μαυροκορδάτους και Κωλέττηδες να περιγράφονται ως ηγετικές φυσιογνωμίες υποταγμένες στην εντιμότητα των λόγων τους. Ξεκίνησα, λοιπόν, με μια ελληνική επανάσταση που γέμιζε τις φαρέτρες της συνωμοσία και υποταγή απέναντι στα φεουδαρχικά προνόμια. Μια θρυμματισμένη από τη διαφθορά ορθοδοξία που δεν αποτίναξε τον τουρκικό ζυγό ούτε υποδαύλισε επαναστατημένες συνειδήσεις, αλλά ματαιοπόνησε στο να καταπνίξει την ελληνική επανάσταση. Μπασταρδεμένους πρόκριτες , πολιτευόμενους Κουντουριώτηδες, αγγλόφιλους «συνοριοφύλακες» να ελεημονούν χέρια «μεγαλοδύναμων» ξένων , να ταμπουριάζονται πίσω από τις ντάπιες και τα διάσελα των ελληνικών «οχυρών» και να ξεπλένουν τη ντροπή με λίγα γρόσια. Καπεταναίους σφαγμένους από ομόεθνους, έναν Καραισκάκη χαμένο στο Φάληρο από το οπλισμένο χαρακτήρα του Μαυροκορδάτου και πάει λέγοντας ένα κατεβατό που σταματημό δεν θα βρει.
Αργότερα, η Οθωνική μοναρχία και το Σύνταγμα του 43, η επιμονή δημιουργίας συνταγματικού κράτους , η επιβολή μιας ακρωτηριασμένης - αυτόχειρας- «Μεγάλης Ιδέας». Ένας Μακρυγιάννης που πάσχισε να αποδιώξει τις υποδουλωμένες στο ψεύδος ελπίδες μαζί με τις βασιλικές φρουρές και τα βαυαρικά στρατεύματα. Μα απέτυχε να αποτινάξει την ελληνική νοοτροπία της αλληλοεξόντωσης. Κατέφυγε σε μυστικές εταιρίες, και επένδυσε σε μία Ελλάδα που τον κήρυξε ένοχο γιατί δεν τη δολοφόνησε όπως της έπρεπε. Κι όταν το 1862 εξεγέρθηκε ο λαός που με τα χέρια του τον καταδίκασε εις θάνατον, μέσα στον θρίαμβο της νίκης του , τα ίδια χέρια τον σήκωσαν ψηλά ως σύμβολο της –ταπεινωμένης- δημοκρατίας.
«Στο δια ταύτα»
Στάθηκα σε Τρικούπη και Κουμουνδούρο για δείγματα ηθικής( τον Μακρυγιάννη τον εξάγνισαν οι πράξεις του). Κι εκείνον τον έρημο Ε. Βενιζέλο που οι σημερινοί του τον κάνανε αεροδρόμιο για να υπενθυμίζουν στο κατευόδιο των ξένων την εντιμότητα της πολιτικής μας .! Άλλους δεν βρήκα στη λίστα, όμως αυτό δεν είναι το ζητούμενο. Ούτε μαθήματα ιστορίας θέλησα να κάνω ποτέ. Εκείνο όμως που δεν μπόρεσα να αποτινάξω από πάνω μου, ήταν το ξάφνιασμα του γνώριμου. Άνοιγα βιβλία διαβάζοντας το μέλλον. Όχι το παρελθόν. Έστρεφα το βλέμμα πίσω μου αλλά η μνήμη γρηγορούσε προφταίνοντας τις αρμάδες του παρόντος. Υποθέτωντας ; Θαρρώ πως όχι. Η ιστορία ξαναγράφτηκε δεκάδες φορές στο μέλλον της Ελλάδας. Με τη ροή ποταμού που τις όχθες που στο διάβα του έσκαβε, ελάχιστοι θυμούνταν. Η αδημονία του καινούριου σε πολιτικές τακτικές και εποχές που έπονται δεν θα έπρεπε να υπάρχει. Αρκεί κανείς να διαβάσει ιστορία με τον ίδιο κυνισμό που ξεφυλλίζει στις εφημερίδες δολοφονίες. Ένας λαός ανέγγιχτος από το χρόνο που δεν προσπάθησε ποτέ να απελευθερωθεί από υποδουλωμένα ένστικτα, από ορθοδοξίες κι αλληλοσπαραγμούς που έμελλαν να τον εξοντώσουν κυτταρικά λαβαίνοντας τη μορφή ενός γραικοκαρκίνου. Αυτή είναι η ντοπιολαλιά της αρρώστιας που εξοντώνει σπασμωδικά το ελληνικό έθνος. Ίσως, τώρα πια ένα μπασταρδεμένο έθνος, που προοιωνίζει το τέλος του με σημάδια εσωτερικά και χρησμούς ατταβιστικούς. Τι γυρεύουμε κι από ποιόν να αποδώσει ευθύνες; Όταν ποτέ δεν σεβαστήκαμε την Δαρβινική θεωρία της ανθρώπινης εξέλιξης και μεταβήκαμε στο είδος των πιθήκων ξεχνώντας πως οι ρίζες μας – εννοώντας τη σπορά- υπήρξαν ανθρώπινες. Δεν μας « μπέρδεψαν » οι ευρωπαικές συνθήκες ούτε μπλεχτήκαμε στα γρανάζια ενός παγκόσμιου οικονομικού συστήματος που απαίτησε από μας αισχροκέρδεια. Διαδεχθήκαμε γενεές βαπτισμένες στο όνομα του χυδαίου και του υποταγμένου, αναθρέψαμε παιδιά και πολιτικά ευφυολογήματα που καταράστηκαν την ιστορία και το μέλλον μιας χώρας που υπήρξε ευλογημένη από έναν ανύπαρκτο ελληνικό Θεό . Και φτάσαμε εδώ , να αποδίδουμε πτωχεύσεις σε λαούς. Εγκλήματα πολέμου σε επιλεγμένα ιστορικές φιγούρες. Αναίδεια σε μεμονωμένους ρήτορες. Τέλος, να αναθεματίζουμε την εξέγερση και να ευλογούμε την αποχαύνωση. Είμαστε, λέει, σε δεινή θέση που δεν επιτρέπει την θρυαλλίδα της οργής, αλλά υποθάλπτει τον αφιονισμό της συναίνεσης. Μένει να αναρρωτηθώ αν υπέθεσε ποτέ κανείς πως η δεινή θέση αιώνες ταρριχεύεται από την ελληνική ιδιοσυγκρασία. Από εκείνη τη φαύλη ματαιοδοξία που επελαύνει θριαμβικά στον ελληνικό χώρο, στους δρόμους, στις πλατείες, σε χωριά, σε φατρίες και κομματικά πηγάδια αιώνων. Ένας λαός που δεν σεβάστηκε την υπόληψή του πιότερο από την οικονομική του επάρκεια. Ένας λαός που στις παραδόσεις του μνημόνευσε την «τιμή» αλλά εκπορνεύτηκε στα σοκάκια της ιστορίας του. Κι ένας λαός – κομμάτι αλησμόνητο- που ενταφιάστηκε όντας έντιμος , αξιοπρεπής γενναίος. Δολοφονημένος από πολιτικούς και λαικούς παράγοντες.
Γυρεύουμε μερτικό από τη δικαιοσύνη, που λησμονήσαμε να επικαλεστούμε στα νομοθετήματά μας και τώρα δα κόβουμε κεφάλια. Με βία και παράκρουση. Η ελίτ που στηλιτεύει την αυτοδικία από τη μία κι από την άλλη η απελπισμένη αμάθεια που έμενε να ελεημονεί όλα αυτά τα χρόνια μια θέση στις εκατόμβες του δημοσίου. Γιατί εκατόμβες νεκρών «δολοφόνησε» η δημόσια υπαλληλία κι ακόμα δεν ψέλλισε την τελευταία της κουβέντα.
Λοιπόν, την επόμενη φορά που θα καταραστείς από τη θέση σου την απελπισία του αθώου κι ένοχου λαικού φρονήματος ή θα καταδικάσεις τους εκπροσώπους ενός σαθρού πολιτικού συστήματος, στρέψε το βλέμμα στην ιστορία του τόπου σου. Και θα λάβεις μάχαιραν, όπως κι απαντήσεις. Όταν θα βρεθείς στην ιστορική στιγμή να ξαναγράψεις με τη πένα σου την «Πατρική Διδασκαλία» όπως κάποτε την εστύλωσε ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε’, τότε θα λάβεις την ίδια απόκριση της *«Αδελφικής Διδασκαλίας» του Κοραή που θα σου υπενθυμίζει πως η ιστορία επαναλαμβάνεται όσο οι άνθρωποι συναινούν στο να παραμένουν ίδιοι.
*Το 1798 κυκλοφόρησε στον υπόδουλο ελληνισμό ένα φυλλάδιο με τίτλο Πατρική Διδασκαλία τυπωμένο στην Κωνσταντινούπολη. Το κείμενο ήταν γραμμένο με ένα πνεύμα εθελοδουλείας και απέτρεπε τους Έλληνες από επαναστατικές πράξεις. Είπαν ότι το είχε γράψει ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων, που όμως το αρνήθηκε και το αποκήρυξε.
Τον ίδιο χρόνο (1798) θα απαντήσει ο Κοραής ανώνυμα από τη Ρώμη με ένα αντιρρητικό κείμενο με τίτλο Αδελφική διδασκαλιά. Επιχειρεί να ανατρέψει τις ιδέες της Πατρικής διδασκαλίας και να ενισχύσει το αγωνιστικό πνεύμα των Ελλήνων. Αποτέλεσμα ήταν η Πατρική διδασκαλία να αποσυρθεί από την κυκλοφορία.
MEMORIA NON GRATA
Friday, November 12, 2010
Αναρτήθηκε από ****** ***** ****** στις 4:04 PMΌχι δεν σου μίλησα ποτε για μένα κι αν άφησα απερίγραπτες σιωπές να θυσιάζουν τη ψυχή μου στο βωμό της συστολής θυμήσου πως υπήρξα φανερά αδιάκριτη στη λεηλασία των λέξεων. Παραδομένη. Επωφελήθηκα απο τους απαράδεκτους κλυδωνισμούς σου πάνω σε συσκοτίσεις που έστησα μελετημένα σε άφησα να υποδουλώνεσαι σε ερωτηματικά επιρρήματα έπειτα απέτρεψα την αλήθεια να εγκληματίσει στο ψέμα μου. Ναι ήμουν εκεί, δεν χρέωσα τις ακυβέρνητες περιπλανήσεις μας λεπτά απουσίας κι εκείνο το επίμονο κατηγόρημα της φυγης σου λησμόνησα με απαλλακτικές ετυμηγορίες. Που απο πάντα έλεγα πως δεν χρεώνεται δικαιοσύνη ο έρωτας, έχει κι εκείνος ανομίες σκαρφιστεί να παραβλέψει, υψωμένες υπερβάσεις και εντολές να βεβηλώσει. Συστρέφοντας την αλήθεια εναντίον μου, απελπισα εσένα.
Όχι,δεν σου μιλησα ποτε για μένα. Απόπειρες εκκωφαντικών σιωπών έσπειρα μονάχα. Μπας και γλιτώσει η φωνή ν'ασπαστεί τον κόσμο, να κουράσει το αδύνατο. Μέτρησα απερίγραπτες σκέψεις στα σεφέρια που κατάστρωσα μακριά σου, άφησα συντεταγμένες να κυβερνήσουν τη φυγή σου σε ύφαλους, μα φαίνεται πως δεν τα κατάφερα γιατί στο σήμερα ξεφυλλίζω παρελθόν.
Πως ξαγρυπνά το αθέλητο στις νύχτες μας, ακυβέρνητο άφησα να με καταλάβει.
Απορίας άξιο, γιατί ανατρέπω τη λήθη κι ακόμη κάτι κίβδηλους συσχετισμούς πως ήρθε η ώρα να κηδεμονέψω τις ανήλικες περιπτύξεις της ζωής μου. Επιταχύνω το χρόνο ή μήπως τον αμελώ; Παραβλέπω την αγάπη ή μήπως τη σταυρώνω πάνω σε γύψινα αετώματα; Καταφέρνω να υπάρχω ή απλώς τυχαίνω να ζω; Κι εσύ; Σε κάποιο παρεκκλήσι κάποια νοσταλγικής σκέψης θα αποτυπώνεις την απουσία σου. Δεν είσαι εκεί , όπως όλα εκείνα που δεν υποτάχτηκαν στο παρελθόν, με αδιαπραγμάτευτες εκεχειρίες, και λιποψυχίσματα δειλίας,
προδιαγράφουν ένα μέλλον βέβαιο, επισφραγίζοντας την αλήθεια, πως μονάχα οι επιλήσμονες επιβιώνουν.
VICKI KRISTINA BARCELONA ( AND WHO THE HELL AM I ? )
Sunday, October 24, 2010
Αναρτήθηκε από ****** ***** ****** στις 2:53 AM«Πεθαίνουμε χωρίς να'χουμε μάθει
τί μας κρατούσε έτσι σφιχτά αδιευκρίνιστους»
Κική Δημουλά
Γενναία η προσπάθεια του Γούντι Άλεν. Νευρωτικά υποδυόμενη τη Μαρία Ελένα η ισπανίδα πρωην ενζενι Πενελοπε- χαρισματικά δε, χαοτικά συγκεντρωμένο σενάριο, αμφιθεατρικές εικόνες, στοχαστικοί διάλογοι,μηδαμινά κενά, σπιρτάδα. Κι αν είδες το « vicki Kristina Barcelona» στη δύση του 2008 εγώ κατηγορηματικά θα απολογηθώ πως το διάβασα πριν λίγες ώρες. Μη ρωτάς πως διαβάζεται ο κινηματογράφος παρα με τον ίδιο τρόπο που ''παίζεται'' ένα λογοτεχνικό βιβλίο. Εσκεμμένα δεν θα σταθώ στις ανικανοποίητες οπτικές του διαταραγμένου Γούντι Άλεν( γελάω), αντιπαρέρχομαι τις διθυραμβικές φαντασιώσεις του και τις αναιτιολόγητες επαναληπτικές μετάνοιες στις δημιουργίες του, ναι, μου άρεσε η προσπάθεια του αναίσχυντου αιμομίκτη σκηνοθέτη. Δίψασα παρ'όλα αυτά για αδιάκριτες ερωτικές σκηνές που καταβρόχθησε ένας ισπανικός ρομαντισμός και οι μελωδίες καταλανής κιθάρας, τέχνη- ποίηση - χρώματα και ζωγράφοι και ντροπαλός ερωτισμός που κοκκίνιζε αποδιωγμένος πίσω απο παραπετάσματα αμερικανικών δισταγμών. Να το πω; Κάνει έρωτα και ο ρομαντισμός για να αποκορυφώσει το δράμα του, αγαπητέ Γούντι. Φανερά. Αδιάκριτα. Πορνογραφημένα.
Στιγματικά υπεκφεύγω. ΄Αλλο το θέμα μου. Επέλεξα να καταχωρηθώ ανάμεσα στους ρόλους, ικανοποίηση που ταυτίζεται με τη ματαιοδοξία του θεατή αφήνοντας αδιευκρίνιστη την υπόνοια να διαπράξει λάθος η ίδια η επιλογή ή έστω να λεηλατήσει την αλήθεια. Επιλέγουμε εκείνο που αναγεννά η φαντασιόπληκτη μνήμη μας , εκείνο που η επιθυμία μας στιγματίζει ανελέητα ή περικυκλώνει το πάθος μας για κάτι διαφορετικό. Ας πούμε πως απέφυγα τα υποτυπώδη λάθη των θεατών και κατέληξα στην αλήθεια. Ας πούμε πως η '' χρόνια δυσαρέσκεια'' της Κριστίνα , οι ανερμάτιστες αναζητήσεις ''λαθών'' οι κυκλοθυμικές ενστάσεις της, η χαοτική αποδοχή των πιο εκκεντρικών δεδομένων στη ζωή της, η απουσία ταλέντων με οδήγησαν να αγαπήσω τη ξανθή κώμη της. Μα το ερώτημα που καίει τις σελίδες αναγνώστη μου, είναι εκείνο που δεν σε αφήνει να σαγηνεύσεις τους εφιάλτες . Τα αποπνικτικά ξεσπάσματα που απαρνούνται σαδιστικά την αίσθηση γαλήνης καθε φορά που το οτιδήποτε -εκείνο το μετρημένο οτιδήποτε - ασφαλές και γεωμετρικά τετραγωνισμένο συναίσθημα παρεμβάλλει τις ''μοίρες '' του στη ζωή μας. Τί είναι εκείνο που αναζητά η Κριστίνα μέσα σ'ένα κόσμο που απαυγάζει μονάχα ημιτελή έργα, ανεκπλήρωτα όνειρα, ατελείς χαρακτήρες, αμφισεξουαλικές φαντασιώσεις;
Κι αν υπάρχει ''εκείνο'' το ''τί'' της αναζήτησης πως μπορεί να το εκπληρώσει η δημιουργία της φύσης πάνω σ' έναν μόνο άνθρωπο; Κι αν είμαστε τάχα κομμάτια ενός ψηφιδωτού που επιπόλαια ή κωμικοτραγικά μας περιπαίζει στα χέρια του η συμπαντική δημιουργία, τότε πως περιμένεις να κρατήσω στις χούφτες μου το κομμάτι που ξέπεσε τυχαία στο δρόμο μου κυνηγώντας το βλέμμα μου μακριά απο τα υπόλοιπα; Θέλω να πω, είμαστε ημιτελεις, ξέρεις. Και τίποτε δεν θα μπορέσει να πλαισιώσει ποτέ τις ερωτικές μας φαντασιώσεις που χάνονται μέσα σε αποκυήματα τελειότητας και ολοκλήρωσης. Έχουμε την αίσθηση του τέλειου, αλλά δεν θα υπάρξουμε ποτέ. Παρα μόνο αν δέσουμε τα χέρια. Παρα μόνο αν αποδεχθούμε κοινόβιες ερωτικές περιπτύξεις, αναπόδραστα συλλογικά μπερδέματα, συντροφικά παντρέματα και διασταυρώσεις. Και ξέρω πως χαμογελάς, όμως σκέφτεσαι πως πάντα κάπου στο πλάι μας χάνεται η τελειότητα, στον άνθρωπο που ξεχάσαμε υποκείμενοι στο νόμο της επιλογής. Στο νόμο του λάθος. Γιατί η επιλογή κουβαλά αναπόφευκτα μισοφέγγαρα στους χρησμούς της και λάθη που αρνιέται η ανθρώπινη φύση να προβεί σε παραδοχή. Μακρηγόρησα. Να πω στην ''Κριστίνα'', ν'άλλάξει; Την παραπήραν τα χρόνια για πισωγυρίσματα κι εκχριστιανισμούς. Φτάνει που ξέρει τί ''δεν θέλει'' και ας μένει ν'αλληλεπιδρά το θετικό πρόσημο της επιθυμίας με το χάος.
Καληνύχτα!
υ.γ Πάντα πολλοί οι άνθρωποι που ολοκληρώνουν τη θαλπωρή στη ζωή μου. Ποτέ ένας. Μ ην σε παρασύρουν οι εξομολογήσεις μου και οι εστιασμένa ''μονογαμικές'' αναφορές μου. Μπορεί απλά να είναι παραπλανητικές. Απλά.
ΠΕΡΙΣΣΕΥΟΥΝ
Thursday, October 21, 2010
Αναρτήθηκε από ****** ***** ****** στις 2:18 AMΠερισσεύουν. Ένα μολύβι που πίστεψε πως κάποτε θα χαράξει στους καιρούς του σύμβολα. Στο κομοδίνο πλαι στις σκέψεις, κάπου ανάμεσα στα φύλλα της δημιουργίας κρατάει σελίδα στο κεφάλαιο που αγνοώ. Θυμάται ακόμα τις ρίμες που έπεφταν στο πάτωμα, τους λερωμένους τοίχους με εικασίες πάνω στην αλφάβητο/ μ'αγαπά δεν μ'αγαπά/, τις θυμωμένες μύτες που έσπαζαν με κρότο και τα χεράκια που ίδρωναν να ξεκουμπώσουν αφαιρέσεις.
Περισσεύουν. Ένα μυαλό που κουράστηκε να προλαβαίνει την αύριο με συσχετίσεις. Φιλοσοφικά τεχνάσματα να απαρνηθεί τους φόβους κι εκείνον τον θάνατο που τεμαχίζεται απο λογική. Φιλοτιμήθηκα να προσέλθω στην περιοχή των αβασάνιστων και χαυνωτικών ομοφώνων, μα εγκατέλειψα εξουθενωμένη λέγοντας πως λυπήθηκα την ανθρωπότητα. Μάντεψα πως τώρα δα η ώρα να αποχωρήσω απο πολυμήχανους βερμπαλισμούς του εγκεφάλου, λιποψύχησα καταγής στη βάσανο των «απο πού κατάγομαι » « κι αν είσαι εσύ που ήρθες να με φέρεις στα χώματα δίχως επιλογή, τότε γιατί να μην εκδικηθώ τον δυνάστη μου;; » κι άλλα πολλά που είπα πως αρκεί η συναίνεση των Στωικών. Έπειτα ξέχασα το προειπωθέν, με την πιο ευδιάκριτη δειλία.
Περισσεύουν. Ένας καμωμένος σκοπός που αγνόησα πλάι στην ύπαρξή μου. Κατέφτασα καλπάζοντας{ μη γελάς}, περιχαρρακώθηκα απο συγγενείς εξ'αίματος, εξ' αγχιστείας μα με τα χρόνια αποξεχάστηκε ο στόχος του ερχομού. Κι ένα ''δεν χωράω πουθενά'' όσο κι αν παλεύω να αμβλύνω απο αγωνίες , αντιστρετεύεται καθε λογής αγώνα, επικαλείται πως ''πράγματι , δεν χωράς πουθενά'' όσο το βλέμμα γατζώνεται στ'άστρα. Δεν καταλαβαίνω.
Περισσεύουν. Μία απόρριψη να κοιμίζει καθε λογής ματαιοδοξία. Πρωτάκουστο ν' απορρίπτεις εμένα, ήθελα να πω στα τότε. Τώρα γέρνω σε αναμνήσεις, βροντοφωνάζω ''καλά της έκανες της φυγόδικης'' και ασελγώ σε μνήμες. Σε τούτες τις στιγμές πάλι ξεστρατίζομαι στο περιθώριο,αφού ανίκανη συστήνομαι στη ζήλεια και μένει μισή η γυναικεία φύση. Είναι όμορφη εκείνη,στις λιγοστές φωτογραφίες που ξετρύπωσα άθελά μου. Άθελά μου. Τόσο ενάντια η τύχη στα θέλω μου. Είναι όμορφη, σαν τα καράβια σου.
Περισσεύουν. Η ανάμνηση μιας Μάγισσας που σκόρπισε στους δρόμους τη φυγή της όπως της έπρεπε. Και που δεν την μοιράζομαι ανάμεσα στα περισσεύματα ετούτης της σελίδας με κανέναν. Γιατί τη θεωρώ δικιά μου.
Περισσεύει ακόμη μια ελπίδα. Να τη χαρίσω θέλω στους «φτωχούς», σάμπως έτσι δεν αρπάζουν την ευτυχία απο τα προπύλαια του Παραδείσου τα χριστιανόπουλα ; Εγώ χριστιανόπουλο δεν είμαι. Και στους φτωχούς δεν χαραμίζω την ελπίδα μου, γιατί θα τους κάμει θαρρώ φτωχότερους. Αν σας πετάξω ψωμί, θα μου αποδώσετε αθανασία; { Ναι, τόσο σκληροί οι όροι μου}
Περισσεύουν. Λάθη. Εξιλεώθηκα με την μετάνοια του επόμενου πρωινού, αλλά τί να την κάνεις την αυτοσυγνώμη, όταν οι γυρω σου δεν αποφάσισαν ακόμη να ετυμηγορήσουν. Επωμίζομαι την μοναξιά της ασυνέπειας , κωμίζω ανθρώπινη απουσία στα μονοπάτια μου. Δεν έχω να κάμω αλλιώς μα δεν απέλπισα πάλι τόσο τη ζωή ώστε να ελεημονώ συντρόφους. Άλλωστε κι εγώ προσπέρασα με ασυνέπεια ανθρώπους κι αν αδίκησα με την αποφυγή μου κάποιον μπορεί την αύριο να πληγώθηκα μετανιωμένη.
Ας είναι. Ες αύριον τα σπουδαία { ο επιπόλαιος πλεονάζει}
ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΤ...............
Saturday, October 2, 2010
Αναρτήθηκε από ****** ***** ****** στις 6:30 PMΓια άλλο θα σου'γραφα. Για ένα βιβλίο που ξεγέλασε τη γαλήνη τούτες τις μέρες μα στερεώθηκε η σκέψη πάνω στις Λέξεις, απόδειξη πως ματαιοπονία να λες πως γράφει το χέρι κατα βούληση.
Έλεγα , λοιπόν, για κείνες τις κυράδες των επιθυμιών, που ξεστρατίζουν το λόγο άκοπα πάνω στο μετερίζι της αλήθειας. Τις Λέξεις. Κάπως έτσι ερμηνεύω το χρησμό τους, κι όλα ετούτα τα γράμματα που γραίνουν στη ρόκα τους, τα λέω παράδρομους και ξόρκια. Με μαχαίρια πάντως δεν τους κόβεις τη σιωπή, με περγαμηνές δεν σελαγίζεις τη μιλιά τους, μήτε τους ήχους τους ξορκίζεις με λεξικά κι επιφανών δοκίμια. Κι αν όλα αυτά στα λέω για να μην ανάβεις αναθήματα στο διάβα τους κι όρκους, είναι γιατί πρόλαβα να δω ανθρώπους στη ζωή μου να χάνουν το δρόμο τους γύρω απο τις λέξεις, μωρέ άλλα να λέει το θυμικό κι άλλα να μπολιάζουν τα λόγια τους. Όχι πως το 'θελαν οι αγεωγράφητοι να ξεβολεύονται πάνω στο λόγο. Οι αναλφάβητοι των λέξεων. Κι έτσι τους βάφτιζα στα χρόνια μου( μη με ρωτάς τί εννοώ, θα σου πω όταν το θέλω), με την ελπίδα της προσμονής πάντα πως κάποιο γράμμα θα διέφευγε του λογισμού τους. Μάταιος τόπος.
Λοιπόν, σπάνια συνάντησα γράμματα γραμμένα στο χέρι. Κατόρθωσα ν'αποσπάσω λόγια, στιχάκια, ποιητικές απόπειρες και εκτελέσεις, αλλά γράμματα δεν πήρα ποτέ μου. Που να προλάβει ο έρωτας να τιθασσεύσει γράμματα, σαν τον ξαποσταίνει ο πόθος στα σεντόνια. Αλήθεια σκληρή πως ένα γράμμα του λόγου μου έγραψα, ποτέ άλλο κανένα. Κι εκείνος που το έλαβε θαρρώ πως πεταμένο το έχει σε κάποιο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο να στοιβάζει τις έννοιες του . Μένει να αναρωτηθώ γιατί πεθαίνει η αλληλογραφία στις μέρες μας και ποιός τη σκότωσε πρώτος;
'
'Οι αναλφάβητοι των λέξεων '' που σάμπως πέτυχαν να αμβλύνουν τη βάσανο των λόγων ή μήπως οι φόβοι μας που ήρθαν να επικυρώσουν ντροπές και λατινικά βουλεύματα '' scripta manent, verba volant''; Γιατί πια δεν περιμένουμε γράμματα και λέξεις ν'αναγνώσουμε παρα καρτερούμε αγγίγματα και πράξεις; Της πράξης ηγείται ο λόγος, του λόγου η σκέψη κι η επιθυμία. Πως δραπετεύουμε απο λογικές αλληλουχίες, πώς ξεφεύγουμε απο χρονικές συνέχειες και παραδόσεις; Έπεσαν κάποτε στα χέρια μου τα γράμματα του Παλαμά στη Ραχήλ, κάπου 255 επιστολές χαραγμένες στο χρόνο ενός βιβλίου σκόρπιζαν την συστολή και τη σιωπή του ποιητή. Απόμεινα να κοιτάζω τους γραπτούς διαλόγους του στην Ελένη Κορτζά την ασθενική 20χρονη κοπέλα που τόσο αφόπλισε τον ρομαντικό παρνασσιστή. Η φυγή της στο Ξυλόκαστρο, η αποξένωση απο τις συζητήσεις τους στο Κελλί του Παλαμά όπλισαν τις γραφές και των δυο με μια δίψα που όμοιά της μονάχα η γονιμότητα της φύσης κεντά με προσδοκίες. Να σου πω, πως έχω ξεφυλλίσει με τις ώρες τα γράμματα δίχως ακόμη να θυμάμαι λεπτομέρειες, μα κείνο που δεν μπόρεσα να λησμονήσω ήταν την προσμονή του ταχυδρόμου στις πόρτες τους.
Να επιστρέψω στους αναλφάβητους των λέξεων. Όχι για να τσακίσω πάλι με λόγια την ύπαρξή τους, μονάχα να αναρωτηθώ πως είναι δυνατόν να μην κατέγραψαν ποτέ τη ψυχή τους στο χαρτί. Σκοπεύω μάλλον να τους πείσω πως ο έρωτας γράφεται και τραγουδιέται δεν στοιχίζεται ούτε κυλιέται στα σεντόνια και προτού προλάβεις να σταθείς στην τελευταία λέξη, θα σε παρακαλούσα να ξεμπλέξεις τους πόθους και τον Πάνδημο Έρωτα( με ωμεγα) απο τις γραφές της Κυθέρειας Θεάς.
Τελειώνω, λέγοντάς σου πως γνωρίζω πως είναι επώδυνη η επωδή των λέξεων και πως σαν κατορθώσεις να ζεύσεις το θωρί τους στους κυμματισμούς των σελίδων έχεις πάλι να αντιπαλέψεις τύψεις, ντροπές και φόβους, Βλέπεις, σαν τα ''γραπτά μένουν'' ακόμη κι αν ο έρωτας σκορπίσει τις ανάσες του στους ανέμους, κατορθώνεις να αφήσεις αποτυπώματα της ψυχής σου μέσα σε κάποιο φάκελλο. Τα άφησα, αν αυτό βολεύει κάπως τον φόβο σου. Ειμαι ζωντανή, όχι ντροπιασμένη. Είμαι ντροπαλή, όχι οριοθετημένη. Εσύ;
υ.γ Έγώ να λάβω γράμμα, μάλλον σαν επιπόλαιο πόθο τον διαβάζω. Εσύ όμως να γράψεις σε κείνη/ον μπορείς. Και πίστεψέ με, θα διαβαστεί σα φιλί.
υ.γ2 : «.......α , και πρόσεξε, στη ζωή μας συναντάμε κι αστέρια ''μάγισσες'', απο κείνα που σβήνουν στα μισα του δρόμου και μας αφήνουν μέσα στα σκοτάδια.Ευχομαι να τα βρεις και τούτα. Ειν απο τα όμορφα και τα πιο φωτεινά.» Γιατί τέτοιες ευχές δεν μιλιούνται, μονάχα γράφονται.
ΔΕΝ
Monday, September 27, 2010
Αναρτήθηκε από ****** ***** ****** στις 11:19 PMΔεν αδειάζει ο χρόνος κι η σκέψη πάνω στη γραφή. Σα να κιοτεύουν τα λόγια ν'ανταμώσουν τον έξω κόσμο. « Πού θα πάς λιποψυχία,κάπου θα σε πετύχω τώρα που ορκίστηκα άυπνη».''Να αποφεύγεις τους κόμπους πάνω στα γράμματα'', θυμήθηκα τη πρώτη δασκάλα, μα θέλω να της πω πως οι κόμποι καρτερούν τη σκέψη, τους λυγμούς, τις γραφές. Θα'ναι που τα παιδιά μαθαίνουν τους ήχους πρότερα από τις λέξεις, ίσως για να κυβερνάνε τις σιωπές στους χρόνους που θα'ρθουν. Γράψε μου έναν ήχο λοιπόν, με κεφαλαία χρώματα, βαρύτονα δίστιχα, σε μέτρο 12/8.
Δεν αδειάζει ο χρόνος κι η σκέψη πάνω στη γραφή...Μα θέλω ν'αρχίσω μια πρόταση που να λέει
Αγάπη.
Υ.Γ Αυτά. Γιατί είναι οι μέρες τέτοιες...που απελπίζουν τα θαύματα. Μα θέλουν και το χρόνο τους τα θαύματα, αλλιώς θα λέγονταν διαταγές.
ΠΑΡΑΔΟΞΟ
Friday, September 24, 2010
Αναρτήθηκε από ****** ***** ****** στις 11:28 AMΠαράδοξο. Να ελπίζεις στη ζωή να χρωστάς πάντα δυο έννοιες. Ξέρεις, μου πήρε καιρό να καταλάβω εκείνο που οι άνθρωποι τρομαγμένοι φωνάζουν πως οι σκοτούρες δεν έρχονται μόνες τους και οι στενοχώριες κουβαλάνε πάντα το ταίρι τους. Να καταλάβω πως οι ανόητοι όφειλαν να το ελπίζουν και όχι να το απεύχονται. Λέω, λοιπόν σε Σένα πως τις μονές σκοτούρες να τρέμεις στη ζωή σου, εκείνες που φανερώνονται μονάχες και ξεστρατίζουν το δρόμο σου . Γιατί δεν θα υπάρχει τρόπος να τις αποφορτίσεις , γιατί δεν θα υπάρχει τρόπος να τις εξημερώσεις με συγκρίσεις. Και προτού διαβείς το κατώφλι της σκέψης πως τάχα ξέχασα τα λογικά μου σε κάποια πρότερη γραφή ή έτος (χαμογελάω), σου λέω πως τα'χω χίλια ούτε καν τετρακόσια.
Ίσως να'ναι ο λόγος που η ζωή ποτέ δεν ζυμώνει στενοχώριες ολομόναχες στο διάβα των ανθρώπων, πάντα με συντρόφους τις αποστέλνει, πάντα με αυλικούς. Άκουσε με. Όταν βαδίζουν οι προβληματισμοί μονάχοι στο μυαλό μας μένουν ακυβερνητοι, πορθητές καμώνονται τη ψυχή μας. Κι ο άνθρωπος στέκει ανίκητος μπροστά στη μοναδικότητα της πίκρας να την εντάξει στο σύνολο, να την εκμηδενίσει, να την ξαλαφρώσει απο τα δεκανίκια και τις υποταγές. Θεριεύουν οι καημοί εκεί που το μυαλό εστιάζει το βλέμα. Δεν υπάρχει ξεστρατημός στη σκέψη, δεν υπάρχουν γωνίες να κρατηθεί η λογική. Σκέψου τον άνθρωπο που η ζωή του εκμηδενίζεται απο έναν θάνατο. Πόση ένταση θανάτου χωρά μέσα στο σώμα του και πόσα τεφτέρια λυπητερά γράφουν στη ψυχή του. Η ζωή εστιάζει στο θάνατο. Σκέψου τώρα εκείνον, που τη στιγμή ετούτη τη στεντόρεια, την ξεστρατίζει ταυτόχρονα η απόγνωση της επιβίωσης, ο αντίποδας του θανάτου. Τα σκοτάδια γαληνεύουν, χάνονται μέσα στον κουρνιαχτό της ζωής, τα μάτια αγωνιούν πάνω στη λογική και στη λύση, ο θάνατος ξαλαφρώνει απο συναισθήματα και ο λόγος ακουμπάει στη σκέψη πως ''πρέπει να ζήσω'' Πρόσεξε, δεν σου μιλάω για κείνον τον θνητό που απλά πρέπει να συνεχίσει το ταξίδι προς την Ιθάκη , όπως όλοι μας, εγώ σου διαβάζω για κείνον τον απεγνωσμένα υπόδουλο στην αγωνία της επιβίωσης. Εκείνον προστρέχει η γραφή μου.
Κάποτε, πριν χιλιάδες χρόνια, όταν τα δίποδα τούτα όντα βγήκαν στον κόσμο με ρόπαλα και με φωτιές δεν κοίταζαν ξοπίσω τους. όχι, γιατί δεν είχαν παρελθόν, μα γιατί το μέλλον έσπειρε με σκιρτημό και απόγνωση τη ζωή τους σε άλλες ατραπούς. Ένα απειλητικό μέλλον φορτώνει το δρόμο σου με την πέτρα της λησμονιάς. Κοιτάς να σταθείς όρθιος, όχι να ξαπλώνεις πλάι στο παρελθόν σου αλαφιασμένος.
Γι'αυτό σου λέω, δυο καημοί στη ζωή σου πάντα να εύχεσαι. Σα μαντατοφόρες γυναίκες να κυβερνάνε τις νύχτες σου, να μπορείς έτσι να ξεκορμίζεις τη σκέψη απο το ασήμαντο και να τη πλαγιάζεις στο σημαντικό. Να μην εστιάζει το βλέμα σε έναν γκρεμό γιατί αντικρύζει οράματα στις χαράδρες και καταβαθρώνει την αλήθεια.Ίσως για τούτο και δεν αντέχεται η ιδέα του θανάτου. Ακούς, τί λέω; Η ιδέα του θανάτου όχι ο θανατος. Η δέα δεν έχει συγκριμό όταν παιδεύεται στα γρανάζια του μυαλού. όταν φανερωθεί όμως στη πράξη , έρχεται η ζωή και τον παλουκώνει στο έδαφος. ''Εκεί εσύ'' φωνάζει, και του χαράζει σύνορα, ''κι εδώ εγώ''. Αντικρυστά ν'ανταμώνουν τα βλέμματά μας. Οι ιδέες όμως, αναγνώστη μου πολυμήχανε, ξεψυχάνε το μυαλό πίότερο απο τη πραγματικότητα και το διώκουν στο χαμό όχι η ψυχή και το σώμα. Η σκέψη ζητά σηματωρό στα δίπολα, στις αναζητήσεις στα ξεστρατήματα, απαξ και λύσεις τους κόμπους της, θέλει αρετή και τόλμη να τους ξαναδέσεις προσκοπικά.
Θα μου πεις, τί μ'έπιασε του λόγου μου και σε τρατάρω γλυκόπικρα λόγια. Θα'ναι που τούτες τις μέρες, αντάμωσα στους καθρέφτες μου έναν λέφτερο άνθρωπο, καμωμένο απο σκέψεις και ονείρατα, απο ενοχές και ανάπλωρους ανέμους. Τον κοίταξα στα μάτια και δεν τον γνώρισα, μα το χειρότερο ήταν πως δεν περίμενα να αναρρώσουν οι επιθυμίες του απο τη λεηλασία των ανθρώπων, ούτε οι κακοφορμισμένες πληγές που σκορπίστηκαν τόσες και τόσες μέρες στη σιωπή του. Είδα, που λές έναν καινούριο άνθρωπο, ανένταχτο και λυτρωμένο, να βαδίζει πλέον με βήμα ελάχιστα πιο αργό σα να περιμένει κάτι. Ή σαν να αρνείται να προφτάσει τον κόσμο. Δεν ξέρω αν έχει μέλλον, άλλωστε ετούτες τις γνώσεις τις αφήνω για τους σοφούς, ξέρω όμως πως έχει ένα γενναίο παρελθόν. Τόσο γεμάτο και τόσο υποτιμημένο που αρνείται να το εντάξει στις κατηγορίες των ανθρώπων.
υ.γ Όταν μπορείς κι αντικρύζεις ευτυχία σε κάθε χαραμάδα της ζωής , δίχως αποστόλους και παραστάτες στο πλευρό σου, τότε είναι που αφήνεις σκιρτημούς να αναφωνίζουν στο περασμά σου, πως κατάφερες εως τα τώρα να επιβιώσεις επάξια. Κι ας λένε οι άλλοι.
υ.γ 2 Όταν κοιτάζεις στα μάτια μιας εικόνας το βλέμμα ενος ερωτευμένου ανθρώπου που δεν αντικρύζει εσένα και που θα έδινες τη ψυχή σου να γύρει λιγάκι στο πλάι σου και μπορείς παρ'όλα αυτά να κρατήσεις τη σιωπή σου αδάκρυτη και να ψιθυρίσεις ένα χαμόγελο ανάμεσα στα χείλη. Θαρρώ πως ... το αφήνω σε Σένα. (χαμογελάω- όπως Πάντα)
ΚΑΡΑΒΑΚΙΑ
Thursday, September 23, 2010
Αναρτήθηκε από ****** ***** ****** στις 2:24 AMΜια σελίδα λευκή
πώς να φτάσω εκεί
με τι λέξεις
να 'χα χίλιες φωνές
να ακούς, κι όποια θες
να διαλέξεις
Δυο σελίδες λευκές
σου 'χω κι άλλες να καις
είμαι ανήμπορη, κοίτα
δε σε φτάνει καμιά
καραβάκι η μια
και η άλλη σαΐτα
Καραβάκια και σαΐτες
για ταξίδι ξεκινούν
όσες νίκες, τόσες ήττες
αν αντέξεις θα σε βρουν
Κι αν μαθαίνεις την αλήθεια
σ' όσα λένε τα παιδιά
αν σε φτάσει μια σαΐτα
κάρφωσέ τη στην καρδιά
Μια σελίδα χαρτί
ποιος σου λείπει και τι
να σου στείλω
τι ζητάς στη ζωή
για να δω αν θα μπει
σ' ένα φύλλο
Καραβάκια και σαΐτες
για ταξίδι ξεκινούν
όσες νίκες, τόσες ήττες
αν αντέξεις θα σε βρουν
Κι αν μαθαίνεις την αγάπη
στα ταξίδια που θα πας
μέσα σ' ένα καραβάκι
μπες και μάθε ν' αγαπάς
ΕΥΤΥΧΙΑ
Wednesday, September 22, 2010
Αναρτήθηκε από ****** ***** ****** στις 2:31 AM''Απόψε, λέξεις και προκείμενα, να περιγράψω την ευτυχία,
να τη γεμίσω συρματοπλέγματα κι υποταγές.
Ευτυχία, όπως λέμε σήμερα. Όπως λέμε Χθες.''
Χαραμίζω τη λέξη στην οθόνη του υπολογιστή, πατάω τις αναζητήσεις, με απεγνωσμένα βήματα ξεφυλλίζω τις ‘’ ευτυχίες ’’. Εγκυκλοπαιδικά ορίσματα, εξισώσεις και μετρήσεις αλγοριθμικών ευτυχισμένων στιγμών, βαθμολογίες, βικιφθέγματα και ιστοσελίδες τιτλοφορημένες ‘’ΕΥΤΥΧΙΑ’’. Ουκ εν τω Πολλώ το ευ, ουρλιάζει η συνείδηση του αναγνώστη. Ένας διαδικτυακός κόσμος απλωμένος κατάχαμα στις σελίδες μου φανερώνει τον χρησμό της . ‘« Σε κάθε εποχή θεωρήθηκε ως αυταπάτη, δελεαρ, άπιαστο όνειρο, ψευδαίσθηση, ακόμα και σύμπτωμα τρέλας. Σύμφωνα με το λεξικό της Νέας ελληνικής Γλώσσας του Γ. Μπαμπινιώτη, η ευτυχία ορίζεται ως ’’η πλήρης ευχαρίστηση και ικανοποίηση που αισθάνεται κάποιος από τη ζωή του’’», ψιθυρίζω το κείμενο.
Σύμπτωμα τρέλας το ‘’άπιαστο όνειρο’’, και τελικά απομονώθηκα στη σκέψη να βγάλω ντελάλη στις γραφές μου γιατί αναγνώστη μου, άκρη δεν βγάζω του λόγου μου. ‘’Τι είναι μωρε η ευτυχία;;’’. Είναι λουλούδι που φυτρώνει στις πετρώδεις ακρώρειες πελαγωμένο από τους χειμώνες; Είναι κινούμενος απελάτης των συνόρων των Θεών; Μην είναι δημοτικό τραγούδι που ξέφυγε από κάποιο στόμα και πιάστηκε γι’αλήθεια εδώ στα χαμηλά; Σάμπως ξέρεις και συ δύσμοιρε που σε βασανίζω με τις ερινύες μου. Να σε ρωτήσω όμως, θα κινήσεις σαν αρπακτικό να την κατέχεις κι αν πάλι σε ρωτήσω αν την καμώθηκες δική σου κάποια ώρα, θα χιμήξεις να μου δείξεις τα σημάδια της.
Εγώ ,καλέ μου, δεν την αντάμωσα πάντως. Μονάχα ματιές προλάβαμε ν’ανταλλάξουμε σαν κυνηγημένοι. Άντε, κανένα sms λακωνικό ( διαψευκτήριο πως δεν είναι τάχα απούσα). Συνευρέσεις δευτερολέπτων, ξεπέτες και άλλες τέτοιες αηδίες. Αλλά εμείς εκεί, να το καμακώσουμε το θηλυκό, να το στοιβάξουμε στη ζωή μας μαζί με τ’άπλυτα και τις ζοχάδες μας, να κοάζουμε πως σεργιανάει τη στέγη μας. Επι ώρες, μήνες, απογεύματα. Καλά, θα μου πεις, εγώ κοπέλα μου νιώθω ευτυχισμένος από το αποκάρωμα του ήλιου μέχρι το ξυπνημό του, τι ζόρι τραβάς του λόγου σου να κυβερνήσεις τη ψυχή μου; Σωστό κι αυτό.
Σύμπτωμα τρέλας το ‘’άπιαστο όνειρο’’, και τελικά απομονώθηκα στη σκέψη να βγάλω ντελάλη στις γραφές μου γιατί αναγνώστη μου, άκρη δεν βγάζω του λόγου μου. ‘’Τι είναι μωρε η ευτυχία;;’’. Είναι λουλούδι που φυτρώνει στις πετρώδεις ακρώρειες πελαγωμένο από τους χειμώνες; Είναι κινούμενος απελάτης των συνόρων των Θεών; Μην είναι δημοτικό τραγούδι που ξέφυγε από κάποιο στόμα και πιάστηκε γι’αλήθεια εδώ στα χαμηλά; Σάμπως ξέρεις και συ δύσμοιρε που σε βασανίζω με τις ερινύες μου. Να σε ρωτήσω όμως, θα κινήσεις σαν αρπακτικό να την κατέχεις κι αν πάλι σε ρωτήσω αν την καμώθηκες δική σου κάποια ώρα, θα χιμήξεις να μου δείξεις τα σημάδια της.
Εγώ ,καλέ μου, δεν την αντάμωσα πάντως. Μονάχα ματιές προλάβαμε ν’ανταλλάξουμε σαν κυνηγημένοι. Άντε, κανένα sms λακωνικό ( διαψευκτήριο πως δεν είναι τάχα απούσα). Συνευρέσεις δευτερολέπτων, ξεπέτες και άλλες τέτοιες αηδίες. Αλλά εμείς εκεί, να το καμακώσουμε το θηλυκό, να το στοιβάξουμε στη ζωή μας μαζί με τ’άπλυτα και τις ζοχάδες μας, να κοάζουμε πως σεργιανάει τη στέγη μας. Επι ώρες, μήνες, απογεύματα. Καλά, θα μου πεις, εγώ κοπέλα μου νιώθω ευτυχισμένος από το αποκάρωμα του ήλιου μέχρι το ξυπνημό του, τι ζόρι τραβάς του λόγου σου να κυβερνήσεις τη ψυχή μου; Σωστό κι αυτό.
Αλλά να, στεκόμουν χθες πάνω σε κάτι δικό μου κι εκεί που με πήραν τα ζουμιά ίσα με τα παντελόνια άρχισε να με φυσάει μια δυστυχία άλλο πράγμα. Του κάκου πάσχιζα να το κόψω το μοιρολόι. Μα δεν έφτανε αυτό αναγνώστη μου, πρόφτασα να ανακοινώσω και τη δυστυχία μου στην αφεντιά μου, γιατί είχα ανάγκη από ταμπέλες. Ώσπου με παίρνει στο κατόπι μια λογική τεράστια σα βιβλίο, με κεφάλαια κι επιτομές, να μένω να αναρωτιέμαι γιατί δεν είμαι ευτυχισμένη. Βγάζω χαρτί και μολύβι και γράφω, ίσα με μια σελίδα ( πολυγραφότατη στο ''θαλερό'' των ημερών μας) τα ''ναι'' και τα ''δεν''. Σιωπή στο ακροατήριο. Σφουγγίζω δάκρυα και μίξες ( με το μπαρντον), βουτάω το λεξικό από τη βιβλιοθήκη. Ύπνος δεν μ’ έπιανε. Λες , μωρε, να κυβερνιόμαστε σαν τον Οδυσσέα σε θάλασσες πλανεύτρες για έναν ορισμό που δεν ετυμολογείται; Και μη μου πεις πως το ταξίδι μετράει, γιατί σε θέρισα το Σεπτέμβρη. Πέτρα να σηκώσω, ευτυχία μπορώ να δω σαν το σκορπιό κα σέρνεται από κάτω. Υφαντό να υφάνω, στις κλωστές του μπορεί να την ανακαλύψω, χαρτιά ,βιβλία, δρόμοι, κουβέντες, λόγια , έργα. Σκέψεις. Εμείς την φτιάχνουμε τη παλιοσειρήνα, εμείς και τ’ανθρωπινά μας χέρια. Από ξύλο, από σίδερο , από θειάφι, ποιος ξέρει;
Κάπου όμως δεν υπάρχει, μη λες πως δεν το είπα. Είναι τόποι που μαράζωσαν από τη λησμονιά της, είναι άνθρωποι που γελάστηκαν από τη μοίρα. Και κάποιοι που παρ΄όλα αυτά ξεριζώθηκαν και την αντάμωσαν αλλού. Σε στιγμές, σε χαοτικά δευτερόλεπτα του χρόνου, σε υστερόγραφα. Τόσο κρατάει. Ανάμεσα σε κλικ φωτογραφικών αναμνήσεων, σε κείνες τις παλιές μπομπίνες που χαζεύαμε με μισό χαμόγελο σαν ήμασταν παιδιά. Στη δημιουργία, στα όνειρα. Τότε γιατί μετά τα ιδώματα γυρεύουμε να στρώσουμε κι άλλο τραπέζι; Γιατί κινάμε πέρα από την αυλή με σημάδι το δέντρο; Γιατί πιο πέρα από τη δύση; Αφού, το ξέρεις, βρε λαθρεπιβάτη πως σε κείνα τα μέρη πάλι ένα βράδυ θα σε κοιμηθεί.
Αν χθες αισθάνθηκα προδομένη από την απουσία της, σήμερα γέρνω στις πατωσιές της, κι αν με ρωτήσεις αν κουράστηκα να την αναζητώ, θα σου πω πως ναι, αλλά δε χαλαλίζω ματαιοπονία και κραυγές για φαντάσματα. Ψάξτε μόνοι σας, εγώ την μετράω στις στιγμές μου.
υ.γ. Χαίρομαι που είσαι ευτυχισμένος μακριά από μένα. Το είδα στα μάτια σου, τόσο που τρόμαξα να υποκλιθώ.
Καληνύχτα
ΛΗΜΜΑΤΑ
Tuesday, September 21, 2010
Αναρτήθηκε από ****** ***** ****** στις 1:49 AMΈνα αποτυχημένο ποίημα οπλίζει με τη δύναμη ενός φονικού
τις παλάμες που το άμβλωσαν. Μάταια κι αν προφτάσεις τον αφανισμό του,
πάντα κάποια λέξη θα στοιχειώνει [με] Aίμα τις νύχτες σου.
υ.γ επειδή η γραφή είναι πόνος κι απο-μόνος- η. Κι όποιος αρνείται να συναινέσει στον όρκο μου, να πάει στο διάβολο.
ΠΕΙΡΑΙΑΣ 1 ΚΑΙ ΚΑΤΙ
Monday, September 20, 2010
Αναρτήθηκε από ****** ***** ****** στις 2:05 AMΠειραιάς κι ένα κορίτσι σιγοτραγουδάει τα τρένα.
Δεν βρίσκω το παλιό μου τετράδιο
κάπου ριγμένο μέσα σε μια τσάντα αναμνήσεις, λουλούδια σκισμένα κι ένα δανεικό τσιγάρο.
Να προλάβω τη θάλασσα.
Προφταίνω τα λίγα λεπτά να σκορπίσω τις λιγοστές μου θύμησες στον αγέρα, να μυρίσω ζεστό καφέ στα καφενεία, τις καρέκλες και τους πάγκους να προσπεράσω δίχως να κοιτάξω πάλι και πάλι τή γωνιά που σε περίμενα. Τη γωνιά δίχως καθρέφτη μονάχα ένα σπασμένο κρύσταλλο, απόμενα να κοιτάζω τη μορφή μου, απεγνωσμένες προσπάθειες να μείνω όμορφη μέχρι να φανείς στην άκρη του δρόμου. Πάντα ασχημότερη εκείνες τις στερνές σταγόνες του χρόνου. Τέρμα οι αγωνίες.
Αργότερα, η γριά με τα μανταλωμένα βλέφαρα κάτι απο θλίψη, να ψαχουλεύει στα σκουπίδια. ''Τί;'', θέλω να ρωτήσω '' μα με κυνηγάει μια φυγή'', λέει κάποιος σκοπός. Πιο πέρα η τράπεζα, οι ώρες αναμονής προτού σε αντικρύσω. Χάνω το δρόμο μου, μα πάντα το ίδιο σαν θέλω κάτι πιο πολύ απο κείνα τα θέλω των ανθρώπων πού μένουν να σφουγγίζουν τους δρόμους σαν σκισμένες αφίσες. Κάτι πιο πολύ απο όλα τα θέλω των ανθρώπων, η θάλασσα.
Το δανεικό τσιγάρο εσύ θαρρώ, δίπλα μου κι οι ανάσες όλων μακριά μου. Γόπες στην αγγαλιά ενός λιμανιού, '' περίμενε, σε λίγο θα δεχθείς και τη δική μου'' μουρμουρίζω. Κάτι απο καράβι στόν ορίζοντα, ποίηση , λέω , σαν ακουμπάς στους κάβους . Λερώθηκα με ποίηση εκείνο το μεσημέρι.
Το τσιγάρο της μέρας εκείνης δεν το τελείωσα ποτέ. Θα περιμένω να το σβήσουμε μαζί σ'ένα λιμάνι πού σφίγγει στον κόρφο του μυριάδες αποτσίγαρα. Αστέρια αποτσίγαρα, σαν βλέπω να στάζουν απο τα μαλλιά τους ιστορίες πάνω στο δείλι.
* Η ανάρτηση έγινε στις 15/4/2008 κι εγώ την ξαναστήνω. Όχι γιατί σώθηκαν τα χρώματα και οι γραφές. Όχι, γιατί πάλι πρόδωσε εικόνες η απουσία σου. Αλλά γιατί την ομορφότερη πνοή την φυλάω για το τέλος. Πάντα.
Είναι ένα απο κείνα τα μισοφέγγαρα τσιγάρα, που λέγαμε.
( Να χαίρομαι τις καινούριες μπογιές. Μου ευχήθηκα; )
* Η ανάρτηση έγινε στις 15/4/2008 κι εγώ την ξαναστήνω. Όχι γιατί σώθηκαν τα χρώματα και οι γραφές. Όχι, γιατί πάλι πρόδωσε εικόνες η απουσία σου. Αλλά γιατί την ομορφότερη πνοή την φυλάω για το τέλος. Πάντα.
Είναι ένα απο κείνα τα μισοφέγγαρα τσιγάρα, που λέγαμε.
( Να χαίρομαι τις καινούριες μπογιές. Μου ευχήθηκα; )
ΤΣΙΓΑΡΑ ΒΑΡΙΑ
Friday, September 17, 2010
Αναρτήθηκε από ****** ***** ****** στις 3:17 AMΜια βουτιά στα βαθειά.Κι επιπλέω.
Μ'αλλαγμένη φωνή
Τεντωμένο σκοινί..
Μ'αλλαγμένη φωνή
Τεντωμένο σκοινί..
Να βαδίσω..
Και τραβώ τον καπνό..
Με μια δόση θυμό..
Που ποτέ δε μπορώ..
Όσα θέλω να αρχίσω.......................''
Πόσα αμέτρητα τσιγάρα, αλήθεια; Πόσα όνειρα να έχω καπνίσει πλάι στον εαυτό μου; Κάποια κατόρθωσα να τα τελειώσω προτού με προλάβει ένα τηλέφωνο, ένα κουδούνι, ένα φιλί, ήταν όμως κι εκείνα που απόμειναν απορριγμένα σε κάποιο σταχτοδοχείο. Πόσα να'ταν άραγε εκείνα; Θυμήθηκες ποτέ τα τσιγάρα που λυγίζανε απο τη στάχτη; Μισοφαγωμένα όνειρα,όνειρα στη χάση του φεγγαριού που λέει ο ποιητής μου, σαν εκείνους τους έρωτες που δεν πρόλαβαν να τελέψουν στη λησμονιά. Ετούτα θυμάμαι σαν καπνίζει η ζωή μου. Τα άλλα τα έχω ξεχασμένα σε κάποια τσέπη, να μου αναθιβαίνουν κατορθώματα και παλληκαριές.
Είπα να σταματήσω τις σιωπές και το κάπνισμα. Να παραβώ τα παραγγέλματα της αντοχής, να δανείζω τη σκέψη στους δρόμους, να μη τη μοιράζομαι με συντρόφους καπνούς. Μονάχα εκείνα τα μισά αποτσίγαρα θέλω να τα κρύψω στις χούφτες μου. Κάθε λέφτερη έννοια που θα αδειάζω στους δρόμους μου να θυμάμαι πως ''κάτι'' άφησα αποδέλοιπο στις μέρες μου, να με πονά ο τελειωμός του.
Κάτι ή πολλά;
υ.γ ΄Κι αν θυμάσαι κάποτε πως έγραψα εδώ μέσα... ''Πονάω πως δεν χαρτογράφησες προορισμό ποτέ στο κορμί μου''
Καληνύχτα και να θυμάσαι να καπνίζεις.
υ.γ2 Αίγιο αύριο. Πάντα, όταν κάτι στη ψυχή δεν παλεύεται μονάχο.
Subscribe to:
Posts (Atom)